Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 14, 2012

Ν. ΚΑΧΤΙΤΣΗΣ: ΔΥΟ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΠΡΟΣ Ε.Χ. ΓΟΝΑΤΑ

Σχολιασμός: ΒΙΚΤΩΡ ΚΑΜΧΗΣ

1962.10 Ἐπιστολὴ καὶ καταγραφὴ ὀνείρου Καχτίτση πρὸς Γονατᾶ, Μόντρεαλ, 20 Ὀκτωβρίου 1962
ναδημοσίευση π τ περιοδικ ροπέδιο, τεχος 11ο, νοιξη 2012.

α΄ δημοσίευση: Νίκος Καχτίτσης, «Τρία νειρα. Τρία νέκδοτα γράμματα το Νίκου Καχτίτση πρς τν Ε. Χ. Γονατᾶ», Τ Τέταρτο. Μηνιαο περιοδικ πολιτικς κα τέχνης, Δεκέμβριος 1985, τχ. 8, σ. 88-89 [1985.6].

*

DIALEMOS XENDATHIN,
NATIONAL POET
OF THE BESIEGED CITY OF GHENT

Σκηνὴ ποὺ διανοήθηκα μὲ τὴ νοσηρὴ φαντασία μου τὰ χαράματα τῆς Κυριακῆς 20 Ὀκτ[ωβρίου] 1962

***

Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἐμεῖς κοιμόμαστε στὴν κρεβατοκάμαρη, ὁ δὲ Τόμμυ στὸ σαλόνι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο μᾶς χωρίζει ἕνας μακρὺς διάδρομος σὰ λαιμός, καὶ δύο πόρτες, κλεισμένες, ὥστε νὰ μὴ μὲ ἐνοχλοῦν τὰ ἑκάστοτε κλάμματα τοῦ βρέφους. Τὸ σαλόνι αὐτὸ ἀποτελεῖται, ἀπὸ ἠλιθιότητα τῶν «ἀμερικάνων» μηχανικῶν, ἀπὸ δύο τεράστια δωμάτια, ἄχρηστα γιὰ ἄλλη χρήση, δεδομένου ὅτι δὲν τὰ χωρίζει καμμία πόρτα, ἢ χώρισμα – ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γραφεῖο μου καὶ τὴν κρεβατοκάμαρη, στὸ ἀντίθετο ἄκρο τοῦ διαδρόμου, ποὺ εἶναι φτιαγμένα καὶ τὰ δύο γιὰ ζωΰφια, καὶ ὄχι γιὰ ἀνθρώπους: τόσο τσουρούτικα εἶναι. Καταλήξαμε στὴν ἀπόφαση νὰ τὸν κοιμίζουμε στὸ σαλόνι αὐτό, (α) γιὰ τὸν παραπάνω λόγο, καὶ (β) γιὰ νὰ τὸν κάνουμε νὰ συνηθίσει στὸ σκοτάδι, μόνος, καὶ στὴ μοναξιά, καὶ σ' ἕνα περιβάλλον κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἦττον grand guignol, δεδομένου ὅτι τὸ «σαλόνι» αὐτὸ ἀποτελεῖται ἀπὸ παμπάλαια, βικρτωριανὰ ἔπιπλα (ἀγορασμένα ἔτσι μέσα στὸ πρόγραμμα τῆς δημιουργίας «κεφαλαίου»), βιβλιοθῆκες, καὶ κουρτίνες, πίσω ἀπὸ τὶς ὁποῖες, ὅταν εἶναι κατεβασμένες, θὰ μποροῦσαν νὰ κρύβωνται, κάλλιστα, ἀρκετὰ φαντάσματα – γιατὶ εἶναι κι' αὐτὲς πεπαλαιωμένες. Ἂς προστεθεῖ ὅτι εἶναι, ὄχι μόνο πεπαλαιωμένες, ἀλλὰ καὶ κατασκονισμένες, καὶ στεγνὲς ἀπὸ κάθε εἴδους ὑγρασία. Στὸ «μεγαλοπρεπές» αὐτὸ σαλόνι, ἕνα ἀπὸ τὰ παράθυρα τοῦ ὁποίου βλέπει πρὸς ἕνα φωταγωγό, πρὸς τὸν ὁποῖο ὅταν κυττάζω μὲ κλεισμένα τὰ φῶτα τοῦ σαλονιοῦ ἔχω τὴν ἐντύπωση τοῦ Λονδίνου τὴν ἐποχὴ τοῦ συσκοτισμοῦ καὶ τῶν βομβαρδισμῶν –στὸ σαλόνι αὐτό, λέγω, καπνίζει ἀρειμανίως ὁ ὑποφαινόμενος, παραδομένος εἰς τὰς σκέψεις τους, καὶ πολλάκις, μὲ τὴν ἀφηρημάδα ποὺ τὸν διακρίνει, ξεχνάει τὸ τσιγάρο του ἀναμένο, ὡς συνέχεια τοῦ ὁποίου ἔχουν ἐπανειλημμένως καεῖ διάφορα σημεῖα τοῦ καναπὲ (ἀπὸ βυσινὶ βελοῦδο), τῶν πολυθρονῶν, καὶ τῶν ταπήτων– οἱ ὁποῖοι εἶναι σχετικῶς μοδέρνοι, πρὸς πλήρη ἀπελπισίαν τῆς Θαλείας.
Ἐρχόμεθα, τώρα, στὰ χαράματα τῆς πρωΐας αὐτῆς. Μέσα στὸν ὕπνο μου, αἰσθάνομαι τὴ Θάλεια νὰ σηκώνεται ἀπὸ τὸ κρεβάτι κατὰ ἕναν ἀπότομο τρόπο καὶ νὰ πηγαίνει πρὸς τὸ διάδρομο – πρᾶγμα στὸ ὁποῖο δὲν δίνω καμμία ἰδιαίτερη σημασία, καὶ, γυρίζοντας ἀπὸ τὸ ἄλλο πλευρό, παραδίδομαι ξανὰ στὶς ἀγκάλες τοῦ Μορφέως. Τότε ἀντιλαμβάνομαι ὅτι ὁ Φίλιππος τῆς Ἀγγλίας, ὑπηρέτης τοῦ ὁποίου εἶμαι, μὲ ἐπιπλήττει κατὰ γλοιώδη τρόπο (γατὶ οὔτε μὲ βρίζει, οὔτε μὲ ἀπειλεῖ, παρὰ ἁπλῶς μοῦ κάνει παρατήρηση κατὰ τρόπο ποὺ δείχνει σὲ τὶ βάραθρο βρίσκομαι μπροστὰ στὴν «ὑψηλότητά» του), ἐπειδή, τῆ παρουσία του, φοροῦσα καπέλλο, καὶ ἐπιπροσθέτως, ὅταν τοῦ βάστηξα τὸ πανωφόρι γιὰ νὰ τὸ φορέσει, δὲν πῆρα τὸ ἀνάλογο ὕφος, καὶ στάση, ποὺ θὰ ἅρμοζε νὰ πάρω μπροστὰ σ' ἕνα «ὑψηλό» πρόσωπο. Τέλος, μὲ διέταξε νὰ πάω νὰ τοῦ φέρω ἕνα σάντουϊτς ἀπὸ ζαμπόν, κι' ἐγώ, ἐξ ὑπαιτιότητος τοῦ μάγερα τοῦ παλατιοῦ, τοῦ ὁποίου εἶχε τελειώσε τὸ ζαμπόν, τοῦ πῆγα σάντουϊτς ἀπὸ ἄλλο κρέας. Ἐνῶ στέκομαι μπροστά του, ἀποτροπιασμένος μὲ τὴ γλοιώδη στάση του, θυμᾶμαι ὅτι, ὅταν, λίγο πρὶν ἀπ' αὐτόν, χρειάσθηκε νὰ ὑπηρετήσω τὸ στρατάρχη Μοντγκόμερυ, τοῦ ἐφέρθηκα μὲ παραδειγματικὸ σεβασμό, ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν παρὰ ἀποτέλεσμα τοῦ σχετικοῦ σεβασμοῦ μὲ τὸν ὁποῖο φέρθηκε πρὸς το πρόσωπό μου ὡς Νικολάου Καχτίτση, καὶ θυμᾶμαι ἐπίσης ὅτι, μπροστὰ σ' αὐτὸ τὸν ἥρωα τοῦ λαοῦ, στεκόμουνα συνεχῶς σὲ στρατιωτικὴ προσοχὴ καὶ πήγαινα στὰ θελήματα, ποὺ μὲ διέταξε νὰ κάνω, μὲ στρατιωτικὸ βῆμα, ποὺ μοῦ μετέδιδε τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν ἱκανοποίηση ὅτι σ' ἐμένα εἶχε πέσει ὁ λαχνὸς νὰ ὑπηρετῶ ἕνα τέτοιο πραγματικὰ ὑψηλὸ πρόσωπο. –Ἐνῶ, μὲ τὸν ἐπίπλαστο αὐτὸ ναυαρχάκο (φοροῦσε τὴ γνωστὴ ἐκείνη στολὴ τοῦ ναυτικοῦ), ἀηδίαζα μὲ κάθε τὶ ποὺ ἔκανα, καὶ ἀγανακτοῦσα σὲ σημεῖο αὐτοκτονίας ἢ φόνου ποὺ ἔβλεπα ὅτι ἦταν τῶν ἀδυνάτων τὸ ἀδύνατον νὰ διανοηθεῖ ποτὲ ὅτι ἦταν δυνατὸν νὰ τὸν περιφρονεῖ τόσο ἕνας ὑπηρέτης, ὅπως ἐγώ.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀκούω σπαρακτικὲς κραυγὲς βρέφους, καὶ ὑστερικὲς κραυγὲς γυναικός, ποὺ δὲν προέρχονται παρὰ ἀπὸ τὸν Τόμμυ καὶ τὴ Θάλεια, ἀπὸ τὸ σαλόνι. Τότε ἀντιλαμβάνομαι ὅτι κάτι τὸ τρομερὸ εἶχε συμβεῖ ὅταν σηκώθηκε ἡ τελευταῖα ἀπὸ τὸ κρεβάτι, ἀλλά, ὅπως συνήθως, δὲν μὲ ξύπνησε, γιὰ νὰ μὴ μὲ ἀνησυχήσει.
ΤΙ ΚΑΚΟ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΒΡΗΚΕ;; «Τὸ παιδί! Τὸ παιδί!» – ἀκούω ἀπὸ μέσα τὴ Θάλεια νὰ φωνάζει ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Σὰν μέσα σὲ ἐφιάλτη, (σὰν νὰ μὴν ἐπρόκειτο γιὰ τέτοιον…), βγαίνω στὸ διάδρομο, ὅπου ἀντιλαμβάνομαι τοὺς καπνοὺς νὰ μὲ πνίγουν (δὲν ἔχω αἴσθηση τῆς χαρακτηριστικῆς μυρωδιᾶς). Ἤδη ἀκούω τὰ τσεκούρια τῶν πυροσβεστῶν, ἀμείλικτα, νὰ σπάζουν ἀπὸ δῶ, νὰ καταστρέφουν ἀπὸ κεῖ, γιὰ νὰ περιορίσουν τὴ φωτιά, ποὺ μὲ βουλιμία τείνει νὰ τὰ κατασπαράξει ὅλα, νὰ τὰ μεταβάλει σὲ στάχτη. Ἤδη, ἔχω μπεῖ μέσα στὸ σαλόνι, ὅπου ἀντικρύζω τὸ θέαμα τῶν πυροσβεστῶν, μὲ περικεφαλαῖες ὅπως τοῦ Κολοκοτρώνη, νὰ κάνουν τὰ παραπάνω. Ὅσο καὶ νὰ προσπαθοῦν, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀναχαιτίσουν τὴ λύσσα τῆς φωτιᾶς ἡ ὁποία «τρώει» τὶς κουρτίνες ὅπως θὰ τὶς ἔτρωγε ἕνας μεσαιωνικὸς δράκοντας, ποὺ βγάζει φλόγες ἀπ' τὰ ρουθούνια του. Ἀκούω καὶ τὶς φρικιαστικὲς ἐκρήξεις τῆς φωτιᾶς. Εὐτυχῶς ἡ Θάλεια, ἡ ὁποία ἐμαρτύρησε μέχρι νὰ μετατοπίσει τὶς πολυθρόνες καὶ τὰ διάφορα ἄλλα ἔπιπλα ἀπὸ μπροστὰ ἀπὸ τὴν κούνια τοῦ Τόμμυ, κατώρθωσε ἐντωμεταξὺ νὰ ἀνασύρει σῶο καὶ ἀβλαβῆ μὲσα ἀπὸ τὶς φλόγες, ποὺ τὸν εἶχαν κυριολεκτικὰ ζώσει, καὶ ἤδη βλέπω τὴν μουρίτσα του, ροδοκόκκινη καὶ χαμογελαστή, νὰ τὴν φωτίζουν οἱ διακοπτόμενες φλόγες…
Σᾶς τονίζω ὅτι αὐτὸ μᾶλλον τὸ φαντάσθηκα παρὰ τὸ ὀνειρεύθηκα.
Ἐπὶ τούτοις, δεχθῆτε, Κύριε, κ.λπ. κ.λπ., καὶ ἔρρωσθε εὐδαιμονῶν,

Τὰ σβυσθέντα ἀνήκουν
στὸν Στοππάκιο Παπένγκο
Διαλεμὸς Ξεντάδιν1
ἐθνικὸς ποιητὴς τῆς χειμαζομένης πόλεως Γάνδης
ἀρχαιοπώλης,
ἀρχηγὸς τῆς
ἀντικατασκοπείας
τῆς χειμαζομένης
πόλεως Γάνδης

*

Ἀπ' ὅ,τι ἔχω συναρμολογήσει ἀπὸ τὰ γράμματά σας, τὸ σπίτι σας θὰ πρέπει νὰ βλέπει πρὸς βορρᾶν, τὸ δὲ γραφεῖο καὶ κρύπτη σας θὰ πρέπει νὰ εἶναι στὸ ἰσόγειο. Ἔχω δημιουργήσει ἄπειρες φαντασιώσεις σχετικὰ μὲ τὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ζεῖτε, ἔχω δὲ πλέον συνεχῶς τὴν αἴσθηση ὅτι δὲν κάνετε τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ γράφετε σ' ἔμένα. Ἔχω ἀρχίσει ἕνα ἄλλο γράμμα, ἀλλὰ θὰ τὸ τελειώσω ἄλλη στιγμή. Βρίσκομαι σὲ τρομερὴ ἀγωνία στὴν προσπάθειά μου νὰ ἀπαντήσω στὰ τελευταῖα γράμματά σας καὶ κείμενά σας,β τὰ ὁποῖα μὲ ἔχουν κυριολεκτικὰ τρελλάνει. Μοῦ συμβαίνει τὸ καταπληκτικὸ ὅτι, ἀμέσως ὅταν λάβω γράμμα σας μπαίνουνε σὲ κίνηση ὅλοι οἱ μυστικοί μου μηχανισμοί, μὲ καταλαμβάνει πανικός, τρομερὴ ἔξαψη, – ὅλη ἡ ἱστορία, λογοτεχνία, γεωγραφία, τοῦ κόσμου, βρίσκονται μπροστά μου, μέσα μου. Νομίζω ὅτι ἔχω εἰσχωρήσει μέσα στὰ μυαλὰ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ξεχωριστὰ καὶ μαζί. Ὁ ἄσχημος καὶ ἀπαίσιος γραφικός σας χαρακτήρας, μ' ἕνα σωρὸ παραπομποῦλες, τσοντοῦλες, χαρτίδια, κ.λπ., μοῦ δίνει τὴν ἐντύπωση τῶν σκοτεινῶν δρόμων πού, μαιανδρικά, ὁδηγοῦν στὰ ἐρέβη τῆς ψυχῆς. Ἡ μύτη τῆς πέννας σας ἔχει ἀγγίξει ὅλα τὰ πράγματα ποὺ μποροῦν νὰ ὑπάρχουν. Τὸ ΜΕΓΑΛΟ καὶ μνημειῶδες μυστικὸ τοῦ ἔργου σας (κάτι ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ ἐκφράσω ἀπὸ τότε ποὺ πρωτοδιάβασα βιβλίο σας, ἀλλὰ ποὺ ξεκαθαρύζω μόλις αυτὴ τὴ στιγμή) τὸ μεγάλο μυστικό σας εἶναι, ὅτι, μέσα στὴν παραμικρή σας φράση περικλείεται, συμπυκνωμένος, ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ. Δυστυχῶς, δὲν μπορῶ νὰ τὰ ἐκφράσω ὡραῖα – ἴσως θὰ τὰ ἐξέφραζα καλλίτερα προφορικῶς. Θὰ τὸ περιγράψω ἀλλοιῶς: Ἡ κάθε σας φράση περικλείει ὅλη σας τὴν κοσμοθεωρία (ἡ ὁποία εἶναι ἡ γνώση ὅλων τῶν πραγμάτων). Ἔτσι, ἕνα κείμενό σας δὲν εἶναι παρὰ μιὰ σειρὰ ἀπὸ μικρογραφίες τῆς κοσμοθεωρίας σας – κατὰ τὸν τρόπο ποὺ ἡ Ὕλη ἀποτελεῖται ἀπὸ ἄτομα ἀποτελούμενα ὅλα ἀπὸ τὴν ἴδια ὕλη. ΕΙΜΑΙ ΚΑΤΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΕΝΟΣ μὲ τὸν ἑαυτό μου ποὺ κατώρθωσα νὰ ἐκφράσω περίπου αὐτὸ ποὺ θέλω νᾶ πῶ. Ἂν δὲν μποροῦμε νὰ ἐκφράσουμε τὸν ἐνθουσιασμό μας σὲ έτοιες περιπτώσεις, ἀπὸ φόβο μήπως ἐκληφθοῦμε ὡς κόλακες – τότε, στὸ διάολο καὶ ἡ λογοτεχνία καὶ ὅλα. Θὰ περιμένω τὸ Βάραθρο (τὶ θαῦμα τίτλος, καὶ τὶ ἠχητικὴ λέξη) μὲ μεγάλη ἀνυπομονησία.
Μιὰ ἐρώτηση, ἄσχετη μὲ τὰ παραπάνω: Ἀσχοληθήκατε ποτὲ μὲ τὶς λεγόμενες «ἀπόκρυφες ἐπιστῆμες»; Μικρός, στὸ δημοτικό, διάβαζα ἐκεῖνα τὰ φυλλάδια μὲ τὸ κίτρινο ἐξώφυλλο, τοῦ Ἀντωνίου Πισσάνου.γ
—Χωρὶς παρεξηγήσεις, σᾶς παρακαλῶ νὰ μοῦ στείλετε τὰ βιβλία ποὺ μοῦ γράφετε (Νασρεδὶν Χότζα, Σπαθάρη,δ καὶ κάτι ἄλλο ποὺ ξεχνάω αὐτὴ τὴ στιγμή). Μόλις τελευταῖα διάβασα τὴν Manon Lescaut γιὰ πρώτη φορά. Διαβάζω τὸν Adolphe τοῦ B. Constant. Τελευταῖα, βρίσκω μεγάλο πλοῦτο στὸ μεσαίωνα τῆς Γαλλίας καὶ Ἀγγλίας. Ἤδη διαβάζω μιὰ ἱστορία τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἀγγλίας τοῦ Βede. Ἐπίσης διαβάζω, κατὰ καιρούς, τὸ Beowulf, τὸν Κρετιὲν de Τρουά, καὶ μιὰ ἀνθολογία γαλλικὴ.

Μὲ θερμὰ αἰσθήματα,
Καχτίτσης

Ὁ Σινόπουλος μοῦ εἶχε γράψει γιὰ τὶς μεταφράσεις σας. Περιμένω μὲ ἀγωνία γράμματα.

*

Σημειώσεις: α Γιὰ τὸν Ρόκκο βλ. ἀναλυτικά [1961.3]. Ἐδῶ διαφαίνεται ἡ ἀφηγηματικὴ πρακτικὴ τοῦ Κ. νὰ ἐντάσσει στὴ μυθοπλασία του πρόσωπα, ζῶα ἢ πράγματα ἀπὸ τὸ βιωμένο κόσμο του.
β Ἐννοεῖ κείμενα ποὺ περιελήφθησαν στὶς Ἀγελάδες (1963). Ὑπενθυμίζουμε ὅτι ἕνα ἀπὸ αὐτὰ «Τὸ δάσος» εἶναι ἀφιερωμένο στὸν Καχτίτση.
γ Ἀντώνιος Πισσάνος, «δρ. ἐφαρμοσμένης ψυχολογίας», «πρόεδρος τῆς Ψυχοκοινωνιολογικῆς Ἐταιρείας», συγγραφέας ἐκλαϊκευτικῶν συγγραμάτων∙ μεταξὺ ἄλλων: Ἡ ἐπιστήμη τοῦ ὑπνωτισμοῦ, Ψυχικαί ἔρευναι, Χειρομαντία, Σολωμονική. Διαβόητος ἀντισημίτης.  
δ Βλέπε ἀναλυτικὰ στὸ [1962.11].



1962.11      Ἐπιστολὴ Καχτίτση πρὸς Γονατᾶ, Μόντρεαλ, 14 Δεκεμβρίου 1962

α΄ δημοσίευση: Νίκος Καχτίτσης, «πιστολ στν Ἐ. Χ. Γονατᾶ», Τ Δέντρο, ανουάριος-Μάρτιος 1993, Περίοδος Γ΄, τ. 10, τχ. 75-76, σ. 20-25 [1993.1].

*

Μόντρεαλ, 14 Δεκ. 1962

Πολυαγαπητέ μου Κύριε Γoνατᾶ,

Μετ μεγάλης μπιστοσύνης, κα διαπνεόμενος π να περίερ­γο Χριστουγεννιάτικο πνεμα (πο εχομαι ν σς μεταδοθε κι σς), κάθομαι ν σς γράψω γι μία κόμη φορά, παρ' λο πο τρέμω λόκληρος π τ κινίνα πο παίρνω π τ πρωί, πρς ποτροπν νς συναχιο πο ποπτεύθηκα, συναχιο πο ποτε­λε ναν π τος μισαρώτερους χθρούς μου... π τ ραδιόφωνό μου, πίσω π τν πλάτη μου, κούω ρωσικς μελωδίες. π τ παράθυρό μου, πέναντί μου κριβς, βλέπω ν μαίνεται μία χιο­νοθύελλα πο χουμε π τ πρωί.
Τ λίαν επρόσδεκτο γράμμα σας τς 11ης Δεκ[εμβρίου] μ βγαλε π μία φοβερ γωνία – εχα κάνει ως τώρα τ εροπορικ ταξίδι Παρισιοῦ-θηνν μαζί σας πειρες φορές, κα γι' ατ κράτησα ατ τ σιωπή. δίως γι τ «Στρουθοκάμηλο»,α ρίγος μ' πιανε στ σκέψη τι θ μπορούσατε ν εχατε φύγει, κα ν ναγκαζόταν ν περιμένει πειρους μνες στ τσίγκινο κουτ τς ξώπορτάς σας, ποσυντιθέμενη, κατ τν τρόπο πο εχε συμβε λλη φορὰ μ γράμμα μου στν Κηφισιά. ρχομαι π τς «Στρ[ουθοκαμήλου]» ατς κα­θεαυτς, τν ποία, μετ μυρίων βασάνων, πεισα τν αυτό μου ν σς στείλω συστημένη εροπορικς. Λυπμαι πο μπορε ν σς δημιουργήσω φασαρίες μ τ ταχυδρομεο, συστημένη, λλ εναι νθρωπίνως δύνατο ν διώξω τ φόβο νδεχόμενης πωλείας της. ν, ταν τελείωσα τν πρώτη κα δεύτερη γραφή, πέθαινα γι ν σς τ στείλω, τώρα, μ τν 3η γραφή, μ ζώνουνε τ φίδια, δυσανασχετ γι τ να, γι τ λλο κ.λπ. – πο καταλαβαίνετε. λπίζω ν τύχω τς πιείκειάς σας, κα ν καταλάβετε τι χετε ν κάνετε μ' να κείμενο μ δουλεμένο κόμα καλά.
Τ το κακούργου Πετ[ι]μεζβ θεσπέσιο βιβλίο λήφθη κα διαβάσθη αθωρεί. γινα ξω φρενν μ τν κτύπωση δίως της σελίδας το τίτλου, ποία ταν κυριολεκτικ πέριττη – μ τν νάλογο φτωχοπροδρομισμό, μερικ κεφαλαία του τίτλου διαφορετικς οκογενείας, κ.λπ. φριξα μ τ ποτρόπαια ατ γκλήμα­τα, τ δ κλίμα πο πάρχει μέσα εναι τ κλίμα τς ποχς κείνης 100%, πράγμα δεδες. Βέβαια, φαίνεται τι λλος τἄχει γρά­ψει, λλ νώνυμος ατς εναι μάστορας φυλλαδογραφίας. Σ ρισμένα σημεα φαίνεται πόσο εναι πηρεασμένος π τ γαλλικ σύνταξη κα φιλολογία. ς σημειωθε τι φόνος μις γρις, πρς τ τέλος, μο θύμισε σ μεγάλο βαθμ τ γνωστ παρόμοια σκην στ γκλημα κα Τιμωρία2 – τ ποο, παρεμπιπτόντως γράφη περίπου τν δια ποχ (1880). πίσης ἂς σημειωθε τι τν ποχ ατ δν εχε ρθει κόμα σιδηρόδρομος στν λλάδα δ πικοινωνία Πατρών-θηνν γινότανε π κατσικόδρομους.
Φυλάω μπροστά μου π μέρες, πρς πάντησιν, να σημειωματάκι πο εχατε σωκλείσει στο Σπαθάρη τ πομνημονεύματα. Μο γράφετε: «Προσέξτε τί ψεύτης εναι γγ[ελος] Σικ[ελιανός] στν πι­στολ το ατή· πόσο πιτηδευμένος».γ Μά, να μάτι σν τ δικό σας, τανε ποτ δυνατν ν φήσει ν το διαφύγει μία τέτοια παρατήρηση; σφαλς χι. Βδελύσσομαι, χι μόνο ατ τ γράμ­μα –τ ποο γέμει φανφαρονισμο τύπου D’Annunzio–, λλ πάρα πολλ λλα τέτοια γράμματα προλόγους. Ατ τά «Σᾶς» (μ κεφαλαο «Σ») π νώτερο (προφανς) πρς κατώτερο, εναι ασχίστη ψευτι κα καταδεκτικότητα, πο τείνει ν δημιουργή­σει φφέ, στε ν πονε ο λλοι: «Βλέπεις; κ. Τάδε, παρ’ λο πο εναι μεγάλος κα τρανός, μ καταδέχεται...» κ.λπ. κ.λπ. – πράγματα ποὺ ἔχουμε φάει μὲ τὴ σέσουλα. Ἕνα ἄλλο ποὺ μὲ ζοχαδιάζει εἶναι ὅτι τὰ γράφουνε κάτι τέτοια μ' ἕνα ὕφος ποὺ καθαρὰ δηλώνει ὅτι εὐελπιστοῦν σὲ μία ἐνδεχόμενη δημοσίευση ἀπὸ τρίτους, θαυμαστές, κ.λπ. κ.λπ. Ἀπ' ὅ,τι ξέρω, αὐτὸ εἶναι χαρακτηριστικὸ Ἑλλήνων, Γάλλων καὶ Ἀμερικάνων. Ἐπὶ τὴ εὐ­καιρία: Ἄλλο τόσο βδελύσσομαι τὴ μανία ποὺ ἔχουν ὁρισμένοι Γάλλοι τοῦ νὰ ἐννοοῦν ὅτι κάτι σταχυολογήματα σκέψεών τους ποὺ ἔχουν κάνει, ἀξίζουν μία δεκάρα γιὰ νὰ δοθοῦν πρὸς δημοσίευση – καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς ἴδιους. Ἀλλὰ ὄχι μόνο δὲν ἀξίζουν, ἀλλά, καὶ ἂν ἀκόμα ἀξίζουν, θὰ ἔπρεπε κατὰ τὴ γνώμη μου νὰ περιμένουν νὰ σταχυολογήσει κάποιος ἄλλος τὶς σκέψεις αὐτές, γιατί τότε μόνο παίρνουν ἀξία.
Πρ μερικν μερν πραγματοποιήθη στ σπίτι το ζεύγους Σαββίδη, γεμα που λαβαν μέρος ο ξς: Γιργος Σεφέρης μ τ γυναίκα του, Σινόπουλος, Γ. Παυλόπουλος μ τν νεοαποκτη­θεσα γυναίκα του, –ο ποῖοι κάνανε σελήνη το μέλιτος στ Κεφαλάρι τς Κηφισιᾶς– κα φυσικ ο Σαββιδαοι, τος ποίους δν ξέρω, λλά, πως μοῦ γράφει Σινόπ[ουλος], γαπνε πολ τ γρά­ψιμό μου. Σ μία στιγμ νεφύη ζήτημα φρικς, που θ πή­γαιναν γι λίγες μέρες ο Σαββιδαοι (σν ν λέω Σαδδουκαοι, Χαλδαοι, κ.λπ.). Τότε ὁ Παυλόπουλος εἶπε: «Ὁ Καχτίτσης ἔχει γράψει ἐνδιαφέροντα πράγματα γιὰ τὴν Ἀφρική». Πετάγεται ὁ Σεφέρης καὶ λέει: «Ποιὸς εἶναι ὁ Κάχ[τίτσης];» – καὶ πῆρε ὕφος σκεπτικό, σὰν νὰ προσπαθοῦσε νὰ μὲ θυμηθεῖ (προφανῶς ἀπ' τὴν Ἐλευθερία). Τότε τοῦ λέει ὁ Σαββίδης: «Γράφει, εἶναι πολὺ καλός. Πετάγεται ὁ Σινόπουλος καὶ λέει: «Θὰ σᾶς στείλω τὴν Ὀμορφ[άσχημη]». «Εὐχα­ρίστως», εἶπε ὁ Σεφέρης, «θέλω νὰ τὴ διαβάσω». Πράγματι, τοῦ τὴν ἔστειλε ὁ Σινόπουλος καὶ μοῦ ζήτησε νὰ στείλω τὸ Ἐνύπνιο καὶ τὸ Ποιοὶ οἱ Φίλοι, ὅπερ καὶ ἐγένετο. Εἶμαι περίεργος τί θὰ ἀπογίνει.δ
Σς διαβεβαι τι λόκληρο τ μερολόγιο το Samuel Pepys τ χω διαβάσει, μαζ μ τν Πανώλη το Defoeν δια ποχή) κατ τ 1948. Πρόκειται πράγματι γι τρομερ ργο, κα θ ταν κόμα καλύτερο ν λειπαν κάτι «ψιλά», κάτι συντμήσεις, κ.λπ. που το καθιστούν σε μερικές περιπτώσεις ανιαρό και δύσπεπτο. Ας σημειωθεί ότι το Pepys προφέρεται Πήϊπς, και όχι Πέπυς.ε
νεκάλυψα λλη δόξα τς ρώσ[ικης] λογοτεχνίας, τν Σαλτύκωφ-Στσέντριν, – να βιβλίο του μ μύθους, πού μοῦ θύμισαν τ σχετική σας πιθυμία ν γράψετε κάτι τέτοιο. λλος (μοντέρνος α­τός) καλός, εναι Πρίσβιν, φοβερς φυσιολάτρης.
Τ διηγήματα πο ναφέρετε τι περιλαμβάνονται στ βιβλίο το von Kleist, περιλαμβάνονται κριβς κα στν γγλικ κδοση. Ο σκηνς το Kohlhaas θ μο μείνουν ξέχαστες – λλ κα λων τν λλων. Τελευταία, μο χτύπησε στ μύτη ατς Γερ­μανς πο γραψε τὸ Simplicissimus,στ περ το ποίου διάβασα ραα κριτικ στ London Times Literary Supplement, λλ τ οκονομικ μου εναι θλια, κα δν τ γοράζω, γιατί ξίζει περ τ 5 δολλ. – ποσ μυθικ γι τν κατάστασή μου. Σς παναλαμ­βάνω τι ν δν γίνει κανένα θαμα, θ χω σχημα ποτελέσματα. Λυσσάω κυριολεκτικ κα βράζω π τ συνεχς γχος μ τ διαρκ σκέψη τι χω ρθει δ γι λεφτά, μ τ ποα θ κανα ατ πο ξέρετε δη, καί, τ κυριότερο, θ  ποσυρόμουνα π τν κυκλοφορία, δεχόμενος πρς κρόασιν μόνον ατος πο θ θελα γώ. Δν ξέρετε τί μαρτύρια τραβάω ργαζόμενος γι ναν ρισμέ­νο λοστρο, πο ατοαποκαλεται «κδότης»… Γι ν δετε τί γελοο πρόσωπο εμαι, σς λέω τ ξης: Πρ μερν, ρθε νας κα το κανα να γράμμα μακροσκελές. νθρωπος ατς ποος χει στιατόριο, μο δωσε 5 δολλ. γι τν κόπο μου. γ δέ, μέγας φιλάνθρωπος, το επα τι ταν πολλ κα το πέ­στρεψα μέσως 3 δολλ. Δν ποκλείεται ν κανα τ ντίθετο ν ταν κανένας φτωχός...
Μ φέρετε στν λλάδα τ Goll, γιατί θ μαρτυρήσετε. Δν πάρχει χειρότερο πράγμα π καλεσμένο πο τν φέρνουμε μες π να λλο μέρος. Ὅσο θὰ μείνει, θὰ ζεῖτε μὲ τὸ ἄγχος ὅτι «ἐσεῖς τὴ φέρατε», ὅτι πρέπει νὰ κάνετε αὐτό, ἐκεῖνο, κλπ., καὶ συνεχῶς θὰ νομίζετε ὅτι δὲν τῆς φερθήκατε καλά...

*

ΤΟ ΣΚΙΤΣΟ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ

Χθς τ βράδυ, μο 'χε ποσχεθε μία –νομα κα μ χωρι– ν μ συναντήσει  στς 11.30 (sic) σ να στιατόριο, στ γωνία Πάϊν κα Πάρκ. Προφασιζόμενος τι «πάω γι τσιγάρα, κα π τ ε­καιρία θ κάνω κα μία διωτικ βόλτα» (σν ν πάρχουνε τέ­τοιες), πγα. Παρατήρησα ξω π τν εσοδο, μ' κενο τ ­παίσιο κρύο, να νέο Καβάφη, τς διας λικίας, κα το διου φυράματος, ν τουρτουρίζει, κα ν εναι σ θλιο βαθμ ξουθενωμένος, γανακτισμένος, κλπ. Ἐπῆρα μία σοκολάτα ἐν ἀναμονῇ τῆς «γόησσας» τῆς νύχτας, ἡ ὁποία τελικὰ δὲν ἐνεφανίσθη (πρόκει­ται περὶ τέρατος), καὶ ἄρχισε νὰ μὲ ἀπασχολεῖ αὐτὸ τὸ ἄτομο. Σὲ μία στιγμὴ μπαίνει μέσα, ρημάδι τῆς ζωῆς, βάνει ἕνα κέρμα στὸ δίπλα ἀπὸ μένα δημόσιο τηλέφωνο, καὶ λέει τὰ ἑξῆς: «Μπορῶ νὰ μιλήσω, σᾶς παρακαλῶ, στὸν κ. Σαίξπηρ;»... «Πέστε του, σᾶς πα­ρακαλῶ, τί θὰ ἀπογίνει; Δὲν θὰ ἔρθει νὰ μὲ παραλάβει; Αὐτὸ εἶναι αἶσχος... περιμένω ἀπὸ τὶς 6 1/2 κι ἔχω ξυλιάσει ἔξω ἀπὸ τὸ ἑστιατόριο... Οἱ περισσότεροι μὲ περνᾶνε γιὰ ζητιάνο. Πρέπει νὰ λήξει ἐπιτέλους αὐτὴ ἡ ὑπόθεσις. Ἂν εἶχα τουλάχιστον τὰ κλειδιά, θὰ ἄνοιγα μόνος μου... Ἀλλά, πέρασα, χτύπησα ἐπανειλημμένως, ἀλλὰ οὐδεμία ἀπόκριση... πέστε του, σᾶς παρακαλῶ, νὰ περάσει νὰ μὲ παραλάβει [ὁ Σαίξπηρ] μὲ τὸ αὐτοκίνητό του, γιατί μὲ τὰ τηλεφωνήματα ποὺ 'χω κάνει ἔχω ἐξαντλήσει καὶ τὸ τελευταῖο μου σέντσι... Τί ἀπάθεια εἶναι αὐτή; Τουλάχιστον νὰ σεβασθῆτε τὰ χρόνια μου...» Καὶ ἐσυνέχισε – κι ἐγὼ δὲν ξέρω πόσην ὥρα. Ἡ  ματαιοπονία, (ὅτι δηλαδὴ αὐτὰ ποὺ ἔλεγε πέφτανε στὸ κενό), ἦταν ζωγραφισμένη σ' ὅλο τοῦ τὸ εἶναι. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι πῆρα ἔπειτα τὸν τηλεφωνικὸ κατάλογο γιὰ νὰ ἰδῶ ἂν ὑπῆρχε κανένας Σαίξπηρ... στὸ Μόντρεαλ, ἀλλὰ βέβαια οὔτε κατὰ διάνοιαν... Ἐκτὸς ἂν δὲν ἄκουσα ἐγὼ καλὰ (πράγμα ἀπίθανο, γιατί μίλαγε ἄπταιστα ἀγγλι­κά, καλλιεργημένου ἀνθρώπου).
Σταματάω, γιατί τ σκοτάδια τς πελπισίας μοῦ στραβώνουν τ μάτια. Σς στειλα εχετήριο στν Κηφισιά – σας εχομαι κα πάλι ετυχισμένα Χριστούγεννα. Μο χετε γίνει βίωμα, κα σς παρακολουθ που κα ν βρισκόσαστε. λαβα μόλις τ γράμμα σας τς 11 12 Δεκεμβρίου. λπίζω ν μπορέσω ατς τς μέρες ν πικοινωνήσω πάλι μαζί σας. Θ μο κάνουν μεγάλο καλ 2 λέξεις σας γι τ διήγημα. Ὑποφέρω π μαρτύρια γι τ ποῖα δν μπορ τίποτα ν κάνω. Πολλος χαιρετισμος π τ Θάλεια. Τί δ θ 'δινα γι να περπόντιο ταξίδι, λλ μ λεφτ στν τσέπη.

Μ πολλ φοσίωση,
Καχτίτσης
*
Σημείωσεις: α «Πρόκειται γιὰ ἕνα πeζὸ τοῦ Ν. Κ. σταλμένο στὸν Ε.Χ.Γ.» (σημείωση τῆς α΄ δημοσίευσης).
β Δὲν γνωρίζουμε ποιά ἔκδοση εἶχε στείλει ὁ Ε.Χ.Γ. στὸν Καχτίτση. Πρόκειται γιὰ λαϊκὸ ἀνάγνωσμα ποὺ γνώρισε ἐπανειλημμένες ἐκδόσεις κατά τον 19ο αἰῶνα: (1) Βιογραφία το κακούργου Ν. Πετιμεζ το ν Πάτραις καρατομηθέντος τν 14 Αγούστου 1882, ὑπ ***, ν Πάτραις, 1883, σ. 62∙ (2) Βιογραφία […], ν θήναις 1883∙ (3) Βιογραφία […], ν θήναις, 1891∙ (4) Βιογραφία […], θναι, 1891∙ (5) Βιογραφία […], ν θήναις, 1895. Ἴσως ὁ Ε.Χ.Γ. εἶχε ἀνακαλύψει σὲ παλαιοβιβλιοπωλεῖο κάποια στὸκ ἀντιτύπων. Ὅπως εἶναι φανερό ἀπὸ τοὺς τίτλους βιβλίων ποὺ ἀναφέρονται ὁ Ε.Χ.Γ. ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχε ἔντονο ἐνδιαφέορν γιὰ τὰ λαϊκὰ ἀναγνωσματα, ἐνδιαφέρον ποὺ φαίνεται ἔως ἕνα βαθμό νὰ μοιράζεται καὶ ὁ Κ.
γ Ο Ε.Χ.Γ. αναφέρεται στο «Γράμμα του Αγγελου Σικελιανού στον Σπαθάρη (19 Αυγούστου 1948)» ποὺ ἐπιτάσσεται ἐν εἴδει προλόγου στὸν τόμο: Σωτήρης Σπαθάρης, Ἀπομνημονεύματα καὶ Ἡ τέχνη τοῦ καραγκιόζη, Ἐκδόσεις «Πέργαμος», 1960.
δ Σὲ αὐτὸ τὸ χρονικὸ σημεῖο μᾶλλον ὁρίζεται ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἀλληλογραφίας Καχτίτση-Σεφέρη. Βλ. γνάτης Τρελός, Ο ρες τς «Κυρίας ρσης». να ψευδώνυμο δοκίμιο το Γιώργου Σεφέρη κα να νέκδοτο γράμμα το Νίκου Καχτίτση φροντισμένα κα σχολιασμένα π τν Γ. Π. Ετυχίδη° [Γ. Π. Σαββίδη], κδόσεις «ρμς», ούλιος 1973, σ. 81-94 [1973.1]. Βλ. καὶ ὅσα γράφει ὁ Γ. Π. Ετυχίδης° στὸ «Ἐπίμετρο»: «[ὁ Σεφέρης] εἶχε ἀναπτύξει ἐγκάρδια ἀλληλογραφικὴ φιλία [μὲ τὸν Καχτίτση]» (ὅ.π., σ. 108). Γιὰ τὶς δημοσιεύσεις τοῦ Κ. στὴν Ἐλευθερία βλ. παραπάνω [1962.2], σημ. γ.
ε T μυθιστόρημα τοῦ Daniel Deofe, A Journal of the Plague Year (α΄ ἔκδ. Μάρτιος 1722) ἀναφέρεται στὴ Μεγάλη Πανώλη ποὺ ἔπληξε τὸ Λονδίνο τὸ 1665. Στὸ ἴδιο συμβὰν μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρεται καὶ τὸ ἡμερολόγιο ποὺ κρατοῦσε ἀπὸ τὸ 1660 μέχρι τὸ 1669 ὁ σύγχρονος τῶν γεγονότων Σάμουελ Πήϊπς (1633-1703) (α΄ ἔκδοση 1825).
στ Τὸ μυθιστόρημα Der abenteuerliche Simplicissimus Teutsch, d.h. die Beschreibung des Lebens eines seltsamen Vaganten, genannt Melchior Sternfels von Fuchsheim εξεδόθη το 1668 ἀπὸ τὸν Grimmelshausen (1621-1676)∙ ἀναφέρεται στὸν Τριακονταετῆ πόλεμο ποὺ σάρωσε τὰ γερμανικὰ ἐδάφη μεταξύ 1618-1648. Τὸ βιβλίο εἶναι ὀγκωδέστατο ἐξοῦ καὶ ἡ ὑψηλὴ τιμὴ ἀγορᾶς ποὺ ἀναφέρει ὁ Κ.



1962.12 Ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς τοῦ Καχτίτση πρὸς τὸν Γιώργη Παυλόπουλο, Μόντρεαλ, 29 Δεκεμβρίου 1962

α΄ δημοσίευση: Νίκος Καχτίτσης, Τ γράμματα το Νίκου Καχτίτση στν Γιώργη Παυλόπουλο (1952-1967), φιλολογικ πιμέλεια Αγή-ννα Μάγγελ, κδόσεις «Σοκόλη», κτώβριος 2001, σ. 209 [2001.1].

*

[Υ.Γ.] Γονατς*α μοῦ στειλε τ «Κακουργήματα το λήσταρχου Πετ[ι]μεζ», (κδοση τς ποχς), πο καρατομήθηκε στν Πάτρα τ 1884.β χω τν ντύπωση τι νας Γονατς εναι π τος «Δώδεκα» πο τυφεκίσθησαν τ 1922!! Μπορες ν μ διαφωτίσεις – γιατί βέβαια δν μπορ ν ρωτήσω τν διον.

*

Σημειώσεις: α σημείωση τς πιμελήτριας (*) στν πρώτη ναφορ το νόματος «Γονατς» χει ς ξς (σ. 234): «Στυλιανς Γονατς, λληνας πολιτικς κα στρατιωτικς (1876-1966), π τος πρωτεργάτες τς πανάστασης το 1922 κα πρόεδρος τς παναστατικς Κυβέρνησης πο κτέλεσε τος “Δώδεκα”. Καχτίτσης δν θυμται κριβς τ στορικ γεγονότα κα συγχέει τ πρόσωπα τς παναστατικς Κυβέρνησης το 1922 μ τος “Δώδεκα”». πιμελήτρια περιπλέκει, πως εναι φανερό, τι περαιτέρω τν ναγνώστη π’ σο τ δύναμο μνημονικό τοῦ Καχτίτση: Στ. Γονατς, θεος το Ἐ.Χ.Γ., δν εναι φυσικ λληλογράφος το Καχτίτση (πως θέλει κα τ Ερετήριο τς κδοσης) – δείκτης τς ποσημείωσης πρεπε ν τοποθετηθε στ δεύτερη ναφορ το πωνύμου «Γονατς»–, ν ο κτελεσθέντες το 1922 δν ταν βεβαίως «Δώδεκα» παρ «ξ». Ο μόνοι πώνυμοι «Δώδεκα» τς νεωτέρας λλάδος, στος ποίους, lapsus calami (;), ναφέρεται Καχτίτσης, πρξαν ο κριτικοί της «μάδας τν 12» πο πένεμε, τησίως, τ μώνυμο βραβεο κα ο ποοι οδέποτε προσήχθησαν σ δίκη, πόσο μλλον «τυφεκίσθησαν». Βλ. σα γράφει –μ κδηλον γχος κα δικανικότητα– Καχτίτσης στ κροτελεύτιο σημείωμα τς Περιπέτειας νς βιβλίου (Μοντρεάλη, δίοις ναλώμασιν, Μάιος 1965, σ. 110-111 [1965.3]):

«Σ μία φημερίδα τς 6ης πριλίου [1965] […] διάβασα τι ξώστης εχε προκριθε, μαζ μ 4 λλα βιβλία, γι τ βραβεο τς μάδας τν 12. ταν τ δεύτερο κατ σειρν βιβλίο μου (μετ Τ νύπνιο) πο προεκρίνετο γι τ διο βραβεο. […] ([ ξώστης] δέησε ν κυκλοφορήσει – στ Θεσσαλονίκη κα μόνον, […] ρκετ μετ τν κδοση τν ποτελεσμάτων τς μάδας). ργότερα, […] μάθαινα τι πρα δυ μόνο ψήφους. Στος σεβαστος (κα γνωστούς μου) κείνους τς μάδας, πο νέχτηκαν ν μ διαβάσουν τν σχατη στιγμή, πευθύνω τς θερμές μου εχαριστίες».

β Γιὰ τὸ τομίδιο περὶ Πετιμεζᾶ βλ. ἀνωτέρω [1962.11]. Ὁ Κ. δίδει ἐσφαλμένα τὴ χρονολογία 1884. Ὁ Πετιμεζᾶς ἐκαρατομήθη τὸ 1882.




1.Θὰ παραδεχθῆτε ὅτι τὸ ὄνομα εἶναι ἀπὸ τὰ γελοιωδέστερα ὀνόματα ποὺ ἔχουν ποτὲ ἀκουσθεῖ. Ὅταν τὸ ἐφεῦρα αὐτό, καὶ τὸ ἄλλο τοῦ Τιρλιρῆ, κυριολεκτικὰ ἐγέλαγα σὰν τρελλός. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι ὁ Παπένγκος (τὸν ὁποῖο ἔκανα «ὁ Ξεντάδης» ἐπὶ τὸ ἑλληνικώτερον) ἔχει και ἕναν ὑπηρέτη ὀνόματι Βανίλλια (πρώην Ἀλληλούϊα), εἶχε δὲ καὶ ἕναν ἄρρωστο σκύλο, ὀνόματι Ρόκκο,α πολὺ πρὶν μάθω ὅτι ἔχετε κι' ἐσεῖς. Μὲ τὸ σκύλο αὐτὸ δημιουργοῦνται ὁρισμένα ἐπεισόδια στὸν κῆπο τοῦ Παπένγκου, ποὺ μοῦ θυμίζουν τὸν κῆπο τὸ δικό σας.
2. πάρχει μία κα μόνη διαφορά: τι το Ντοστογιέφσκι σκηνή, μο εχε δώσει τν ντύπωση τι εχε κτυλιχθε κάπως πρς τ νατολικ σωτερικ νς σπιτιο, κα τι γρι ταν δύνατη κα μ τσεμπέρι –ν το Πετ[ι]μεζ γριά μοῦ φάνηκε παχύτερη, σκεπς– δ σκην κτυλίχθηκε μ τ πρόσωπό της στραμμένο πρς βορρν. λλ κα ο δυό μοῦ δωσαν τν ντύπωση τι στν καθιστικ στάση δέχτηκαν τ πράγματα. Δν ξέρω ν ξηγομαι καλά, καί ν δημιουργετε κι σες παρόμοιες εκόνες ταν διαβάζετε. Θ μ’ νδιέφερε πολ ν μάθω. ς σημειωθε τι ταν διαβάζω κάτι, γράφω, τοποθετ τν κά­στοτε σκην σ κάποιο γνωστό μου χρο, το ποίου μως ο διαστάσεις κτεί­νονται π τ φαντασία –ννοεται–αθόρμητα…

Δεν υπάρχουν σχόλια: