Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 21, 2012

ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΚΟΛΟΜΠΙΑΣ: Ο ΑΓΙΟΣ ΖΑΜΠΛΑΚΑΣ

ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΚΟΛΟΜΠΙΑ
Ὁ Ἅ­γιος Ζαμ­πλα­κᾶς

Ἦ­ταν ἕ­νας νέ­ος πα­πάς, Λάν­θα τν λέ­γα­νε, πο ζοῦ­σε εὐ­τυ­χι­σμέ­νος μ τν πα­πα­διά του. Τ σπί­τι τους ἦ­ταν στν ἄ­κρη το χω­ριοῦ, δί­πλα στ λί­μνη, χτι­σμέ­νο μ ὠ­μὰ πλι­θιὰ ξε­ρα­μέ­να στν ἥ­λιο. Στ κά­τω πά­τω­μα ἦ­ταν μπρο­στὰ ἕ­νας χῶ­ρος μ τ σκά­λα, τ ἀμ­πά­ρι το στα­ριοῦ κα τ πα­ρα­πόρ­τι πο ἔ­βγα­ζε στ ἀ­χού­ρι, ὅ­που εἶ­χαν τν γά­ι­δα­ρο κα τν κα­τσί­κα. πί­σω τ μι­σο­σκό­τει­νο κα­τώ­ι μ τ δυ­ὸ με­γά­λα βα­ρέ­λια το κρα­σιοῦ, τ πι­θά­ρια, τ ξύ­λα γι τν χει­μώ­να καί, κρε­μα­σμέ­να στν τοῖ­χο, τ δι­κέλ­λια κα τ δρε­πά­νι (ἐ­κεῖ ἡ πα­πα­διὰ σκι­ά­ζον­ταν ν πη­γαί­νει τ νύ­χτα, εἶ­χε κα πον­τί­κια πο ἔ­κα­ναν πρρρρ… κα­θὼς ἔ­τρε­χαν πά­νω στ ξύ­λα). Πά­νω στν ὄ­ρο­φο, ἦ­ταν τ στε­νά­χω­ρο μα­γει­ριά τους κα δυ­ὸ μι­κροὶ ὀν­τά­δες, ἐ­νῶ μπρο­στὰ ἁ­πλω­νό­ταν τ χα­γιά­τι, μ κρε­μα­σμέ­να στ μι με­ριὰ τ σκόρ­δα κα τς κα­τα­κόκ­κι­νες πι­πε­ρι­ές τους, τς μο­λό­χες ν’ ἀν­θί­ζουν γύ­ρω-γύ­ρω μέ­σα σ κά­τι ἀ­σπρι­σμέ­νους τε­νε­κέ­δες, κα στ μέ­ση τ μιν­τέ­ρι μ τν κόκ­κι­νη γι­άμ­πο­λη, ὅ­που κά­θον­ταν μι­σο­ξα­πλω­μέ­νος πα­πὰς ὅ­ταν σου­ρού­πω­νε κα κοί­τα­ζε γι ὤ­ρα τς βάρ­κες ν τρα­βᾶ­νε πρς τν πέ­ρα με­ριὰ τς λί­μνης, πρς τν ἔ­ξω σκά­λα το Κά­στρου, μέ­χρι πο χά­νον­ταν πί­σω ἀ­πὸ κεῖ­να τ ὄρ­θια βρά­χια πο σι­γά-σι­γὰ σκο­τεί­νια­ζαν. Κι πα­πα­διά, χω­ρὶς τος μπε­λά­δες τν παι­δι­ῶν βα­ρι­ῶν δου­λει­ῶν (εἶ­χαν μό­νο ἕ­να χω­ρά­φι κα δυ­ὸ μι­κρὰ ἀμ­πέ­λια ἐ­κεῖ κον­τά), πή­γαι­νε τό­τε κα κα­θό­ταν δί­πλα του, ἀ­κού­γον­τας τον ν μουρ­μου­ρί­ζει ψαλ­μου­δι­ὲς κα νοι­ώ­θον­τας τ σῶ­μα του ν κου­νι­έ­ται κά­θε τό­σο ρυθ­μι­κὰ κα ν κά­νει τ μιν­τέ­ρι ν σι­γο­τρί­ζει (εἶ­χε αὐ­τὸ τ χού­ι πα­πάς). Σ λί­γο ἄρ­χι­ζε ν τν χα­ϊ­δεύ­ει, τ γέ­νι το πα­πᾶ τρέ­μι­ζε μέ­σα στ μι­σο­σκό­τα­δο πο ὅ­λο πή­χτω­νε, αὐ­τὴ ἔ­βγα­ζε κά­ποι­ο γε­λά­κι, ἰ­δί­ως ὅ­ταν τ φι­λοῦ­σε στ αὐ­τί, κα τ στό­μα το κα­θε­νὸς ἄρ­χι­ζε ν πλα­νι­έ­ται στ σάρ­κα το ἄλ­λου ἐ­νῶ τ μά­τια τους, ὅ­πο­τε τ εἶ­χαν ἀ­νοι­χτά, ἔ­πε­φταν κά­τω στν αὐ­λή, στς σκι­ὲς πο πάν­τα σα­λεύ­α­νε. Ἔ­τσι λοι­πόν, ἀ­πὸ τό­τε πο παν­τρεύ­τη­καν δυ­ὸ χρό­νια πρίν, ρί­χνον­ταν σ μί­α τα­κτι­κὴ ν Χρι­στῷ ἡ­δο­νή, πο μ τ σι­γου­ριὰ τς δρέ­ψης της ἔ­κα­νε τν πα­πὰ ν δο­ξά­ζει τ ὄ­νο­μα το Ὑ­ψί­στου ἀρ­κε­τὰ λά­θη, για­τί ἦ­ταν σχε­δὸν ἀ­γράμ­μα­τος) κα ν ἀ­πο­ρεῖ μ τ μω­ρί­α τν ἀν­θρώ­πων, πο θε­ω­ροῦν τν εὐ­τυ­χί­α ἄ­πια­στο ἀ­γα­θό, ἐ­νῶ εἶ­ναι τό­σο ἁ­πλὴ ἡ ἀ­πό­κτη­σή της. Το φά­νη­κε με­τὰ ἀ­πὸ ἕ­να ση­μεῖ­ο τό­σο φυ­σι­κὴ μα­κα­ρι­ό­τη­τά τους, πο τ θε­ώ­ρη­σε ς κά­τι τ ἀ­ναλ­λοί­ω­το.

Ὅ­μως ὁ δι­ά­βο­λος, πο ὅ­ταν βλέ­πει κά­που τ χα­ρὰ τρώ­ει τ λυσ­σια­κά του, κα μά­λι­στα στος πα­πά­δες, πο τος κυ­νη­γά­ει πε­ρισ­σό­τε­ρο, τος φθό­νη­σε κα ἔ­κα­νε τν πα­πα­διὰ ν δε μί­α Κυ­ρια­κὴ στν ἐκ­κλη­σί­α, μέ­σα ἀ­π’ τ κα­φα­σω­τό τοῦ γυ­ναι­κω­νί­τη, τ γυ­α­λι­στε­ρὰ μαλ­λιά, τ μι­κρὸ μου­στά­κι, τς φαρ­δι­ὲς πλά­τες καί, ἰ­δί­ως, τ μά­τια πο ἄ­στρα­φταν ἀ­πὸ μα­κριὰ ἑ­νὸς ξε­νο­με­ρί­τη μα­χαι­ρᾶ, το Τζε­ρο­νά­ρη, πο κι αὐ­τὸς ὅ­ταν τν εἶ­δε ν βγαί­νει ἀ­πὸ τν ἐκ­κλη­σί­α δάγ­κα­σε τ μου­στά­κι του. Λοι­πόν, πα­πα­διὰ θό­λω­σε, κι ἀ­πὸ ἐ­δῶ-ἀ­πὸ κε βρῆ­κε μύ­ριους τρό­πους γι ν μπο­ρέ­σουν ν εἰ­δω­θοῦν κρυ­φά. Σύν­το­μα ἔ­λει­ω­ναν ὁ ἕ­νας γι τν ἄλ­λο, κι αὐ­τὸς τν ἔ­βα­λε ν σκί­σει τ πα­νὶ ἀ­π’ τ φυ­λα­χτὸ πο εἶ­χε ραμ­μέ­νο στ που­κά­μι­σό της, ν πά­ρει τν σκα­λι­στὸ σταυ­ρὸ ἀ­πὸ κέ­ρα­το βο­διοῦ πο ἦ­ταν μέ­σα, ν τν στουμ­πί­σει κα ν ρί­ξει τ σκό­νη στ φαΐ το πα­πᾶ της, ν τν μα­ρα­ζώ­σουν. Ὅ­μως τί­πο­τα δν ἔ­γι­νε. Μι κα δν μπο­ροῦ­σαν ν συ­νευ­ρί­σκον­ται ὅ­σο θέ­λα­νε, τς ἦρ­θε κά­τι σν ἀ­φρο­δι­σια­κὸς πυ­ρε­τός, κα κόν­τευ­ε ν ρου­φή­ξει ἀ­κό­μη κα τν πα­πὰ ἀ­νά­με­σα στ σκέ­λια της, ν τν φά­ει.

Τέ­λος, μι μέ­ρα ἔ­πε­σε ἄρ­ρω­στη, οὔ­τε ἔ­τρω­γε, οὔ­τε μι­λοῦ­σε, μό­νο βογ­κοῦ­σε. πα­πὰς πῆ­γε ν τρε­λα­θεῖ, δο­κί­μα­σε ὅ­λα τ ζου­μιὰ κα τ γι­α­τρι­κά, ἀλ­λὰ δν τν εἶ­δε ν κα­λυ­τε­ρεύ­ει. Γι ν μά­θει ν θ πε­θά­νει πῆ­γε σ’ ἕ­ναν γεί­το­νά του, τν Ρα­δι­νό τοῦ Μπρά­για πο ἔ­πια­νε που­λιά, κα το πα­ράγ­γει­λε ἕ­ναν κα­λαν­τρί­νο. Ὅ­ταν τν πῆ­ρε, δε­μέ­νο μ’ ἕ­να σχοι­νὶ ἀ­π’ τ πό­δι, τν ἔ­βα­λε δί­πλα της προ­σέ­χον­τας ν δε ν τ που­λὶ θ ἀ­πέ­στρε­φε τ βλέμ­μα ἀ­πὸ πά­νω της, ση­μά­δι πς θ πε­θά­νει. κα­λαν­τρί­νος ὅ­μως μί­α σ’ αὐ­τὴν ἔ­βλε­πε, μι ἀλ­λοῦ, κα πα­πὰς μπερ­δεύ­τη­κε. Πῆ­ρε τό­τε κά­του­ρο τς πα­πα­διᾶς σ μί­α μπου­κά­λα κα ζή­τη­σε ἀ­π’ τ Μι­χα­ή­λα το Ρέ­λου, πο εἶ­χε μω­ρὸ ἀρ­σε­νι­κό, λί­γες στα­γό­νες γά­λα ἀ­π’ τ βυ­ζιά της. Ἔ­στα­ξε τ γά­λα στ κά­του­ρο κα ἔ­σκυ­ψε ν δε: θ μεί­νει πά­νω πη­χτὸ τ γά­λα γι ν σω­θεῖ ἄρ­ρω­στη, θ σκορ­πί­σει, ν γί­νει ἕ­να μ τ κά­του­ρο, ν πε­θά­νει; Πά­λι ὅ­μως δν μπό­ρε­σε ν κρί­νει –οὔ­τε σκόρ­πι­σε τε­λεί­ως, οὔ­τε ἔ­μει­νε πη­χτὸ– κα δν ἤ­ξε­ρε πλέ­ον τί ν κά­νει. Ὥ­σπου αὐ­τὴ τρε­λα­μέ­νη ἄ­νοι­ξε τ στό­μα της κα το εἶ­πε, ν θέ­λει ν γί­νει κα­λά, ν πά­ει ν βρε τν ἅ­γιο Ζαμ­πλα­κᾶ, πο ἦρ­θε τά­χα στ’ ὄ­νει­ρό της κλαί­γον­τας, ἐ­πει­δὴ ἔ­πε­σε ἕ­νας τοῖ­χος μις ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νος στ’ ὄ­νο­μά του, ποι­ὸς ξέ­ρει πού, κα τώ­ρα μπαί­νουν ἀ­γρί­μια με­σ’ στ ἱ­ε­ρό, κι ἴ­διος δν ἔ­χει μυ­ρί­σει λι­βά­νι ἐ­δῶ κα χρό­νια, κα ν πά­ει πα­πὰς ν βρε τν ἐκ­κλη­σιὰ ν τ δι­ορ­θώ­σει κα ν τ λει­τουρ­γή­σει, για­τί ἀλ­λι­ῶς θ πά­ρου­νε με­γά­λο κρί­μα. Κα με­τὰ τν ἐ­πι­δι­όρ­θω­ση κα αὐ­τὴ θ γί­νει κα­λὰ κα με­γά­λη ὠ­φέ­λεια θ δοῦ­νε ἀ­πὸ τν ἅ­γιο.

Ἔ­ψα­ξε ὁ πα­πὰς στ κα­λεν­τά­ρι ν βρε τν ἅ­γιο Ζαμ­πλα­κᾶ, ὅ­μως που­θε­νὰ τέ­τοι­ο ὄ­νο­μα. πα­πα­διὰ το εἶ­πε ὅ­τι εἶ­ναι νέ­ος ἅ­γιος κα δν τν πέ­ρα­σαν ἀ­κό­μα στ κα­λεν­τά­ρι, μό­νο ν μ χά­νει και­ρό, ν πά­ρει μπά­λα τ χω­ριὰ μέ­χρι ν βρε τν ἐκ­κλη­σιά του. Ἔ­τσι, σ λί­γες μέ­ρες πῆ­ρε αὐ­τὸς λί­γες φο­ρε­σι­ές, κάμ­πο­σα πα­ξι­μά­δια μ ἐ­λι­ὲς κα ἀρ­κε­τὰ ἄ­σπρα, πο τά ’­ρα­ψε στς φό­δρες το ρά­σου του, ἀ­νέ­βη­κε στν γά­ϊ­δα­ρό του κα χαι­ρέ­τη­σε λυ­πη­μέ­νος τ γυ­ναί­κα του, πο εἶ­χε ση­κω­θεῖ ἀ­π’ τ κρε­βά­τι κα μί­α γε­λοῦ­σε μί­α ἔ­κλαι­γε, μ τ ὄ­μορ­φα μαλ­λιὰ της ἀ­να­κα­τε­μέ­να κα τ ἄ­σπρο στῆ­θος της ν φου­σκώ­νει κά­τω ἀ­π’ τ ροῦ­χο της, πο ἔ­λε­γες νά, τώ­ρα θ σκι­στεῖ. Μέ­χρι πο ἔ­στρι­ψε ὁ γαί­δα­ρος στ στρο­φὴ κα χά­σα­νε ἕ­νας τν ἄλ­λο.

Πῆ­γε πα­πὰς στ πρῶ­το χω­ριό, ρώ­τη­σε ν ἔ­χουν κα­μιὰ ἐκ­κλη­σί­α στν ἅ­γιο Ζαμ­πλα­κᾶ, ἀλ­λὰ ὅ­λοι ρω­τοῦ­σαν «τί;» κα δν ἤ­ξε­ραν τί­πο­τα. Τ’ ἀ­πό­γευ­μα ἔ­φτα­σε στ πι πέ­ρα χω­ριό, τν ἄλ­λη μέ­ρα σ’ ἄλ­λο, κι ἐ­κεῖ τ ἴ­δια. Μ λί­γα λό­για πέ­ρα­σαν κον­τὰ δυ­ὸ μῆ­νες κι και­ρὸς ἄρ­χι­σε ν χα­λά­ει, γαί­δα­ρός του εἶ­χε ἀ­δυ­να­τί­σει κα τ λε­φτὰ του σώ­νον­ταν, κι εἶ­χε πά­ει σ σα­ράν­τα χω­ριὰ κα βά­λε, ἀλ­λὰ που­θε­νὰ ἅ­γιος πο ἔ­ψα­χνε. Τ ρά­σα του τ ’­πλε­νε συ­χνὰ στ ρυά­κια, ἀλ­λὰ γρή­γο­ρα γί­νον­ταν πά­λι κα­φὲ ἀ­πὸ τ σκό­νη, κι ὅ­ταν ἔ­βρε­χε ἡ προ­βιὰ του λί­γο τν προ­στά­τευ­ε. Μι­λοῦ­σε μ τν γαί­δα­ρό του, ἔ­ψελ­νε, σ’ ἕ­να ντερ­βέ­νι ἔ­κα­νε κα μί­α κη­δεί­α. Εὐ­τυ­χῶς πο δν τν πλά­κω­σαν τί­πο­τα λη­στές.

Σ ἕ­να χω­ριὸ τέ­λος, κά­ποι­ος πα­νοῦρ­γος σα­μαρ­τζής, Μό­ξιας λε­γό­με­νος, σν ἔ­πια­σε τ αὐ­τί του ὅ­τι ψά­χνει τν ἐκ­κλη­σί­α το ἅ­γιου Ζαμ­πλα­κᾶ, τν πλη­σί­α­σε κα ρώ­τη­σε λε­πτο­μέ­ρει­ες, κι ὅ­ταν ἄ­κου­σε ὅ­λη τν ἱ­στο­ρί­α ἄρ­χι­σε ν γε­λά­ει δυ­να­τά, τρί­βον­τας τν κοι­λιά του. Κοί­τα­ξε τν πα­πὰ μ ὀρ­θω­μέ­νο τ μου­στά­κι κα το εἶ­πε, «δν ὑ­πάρ­χει τέ­τοι­ος ἅ­γιος, δέ­σπο­τα· μό­ν’ μή­πως πα­πα­διά σου βρῆ­κε κα­νέ­ναν ἄλ­λον στ θέ­ση σου;». Αὐ­τός, πο δν το εἶ­χε πε­ρά­σει κν ἀ­π’ τ μυα­λὸ κά­τι τέ­τοι­ο, «τί λές, βρ θε­ο­σκο­τω­μέ­νε», εἶ­πε, κα τό­τε ἄλ­λος το πρό­τει­νε ν γυ­ρί­σουν μα­ζὶ στ χω­ριό του ν δον, κι ν ἔ­χει δί­κιο, ν πά­ρει ἀ­π’ τν πα­πὰ τν γαί­δα­ρο, ν ὄ­χι, ν το δώ­σει ἑ­κα­τὸ ἄ­σπρα, κι ὁρ­κί­στη­κε ν κρα­τή­σει τ συμ­φω­νί­α στ Χρι­στὸ κα στν Πα­να­γί­α κα στν ἅ­γιο τν σα­μαρ­τζή­δων. πα­πάς, κου­ρα­σμέ­νος κα­θὼς ἦ­ταν, δέ­χτη­κε, για­τί ἑ­κα­τὸ ἄ­σπρα δν ἦ­ταν λί­γα. Κι ἔ­τσι πῆ­ραν τ δρό­μο το γυ­ρι­σμοῦ.

Με­τὰ ἀ­πὸ μέ­ρες φτά­σαν ἔ­ξω ἀ­π’ τ χω­ριὸ μέ­σα σ δυ­να­τὴ βρο­χή. σα­μαρ­τζὴς βο­ή­θη­σε τν πα­πὰ ν μπε σ’ ἕ­να σα­κί, τ βό­λε­ψε στ κα­πού­λια το γα­ϊ­δά­ρου κα συ­νέ­χι­σε σκυ­φτός. Εἶ­χε σκο­τει­νιά­σει ἀ­πὸ κάμ­πο­ση ὥ­ρα κι ο λα­σπω­μέ­νοι δρό­μοι ἦ­ταν σν βοῦρ­κος. Ἔ­ξω μό­νο σκυ­λιὰ γυ­ρί­ζα­νε. Σ λί­γο ἔ­φτα­σε στ σπί­τι το πα­πᾶ, πο ἦ­ταν τ τε­λευ­ταῖ­ο τοῦ χω­ριοῦ, κά­πως ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νο ἀ­πὸ τ ἄλ­λα. Χτύ­πη­σε τν κρι­κέ­λα δυ­να­τά, κι ἀ­κού­στη­κε ἀ­πὸ μέ­σα φω­νὴ τς πα­πα­διᾶς πο ρω­τοῦ­σε ποι­ός εἶ­ναι. Αὐ­τὸς τς εἶ­πε ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­νας ξέ­νος πρα­μα­τευ­τὴς πο μό­λις ἔ­φτα­σε στ χω­ριὸ τους μέ­σ’ στ βρο­χή, κι ν μπο­ρεῖ ν το δώ­σει μί­α γω­νιὰ στ στά­βλο ν πε­ρά­σει τ νύ­χτα. Πο­νε­τι­κιὰ κα­θὼς ἦ­ταν σ λί­γο το ἄ­νοι­ξε, κρα­τών­τας πά­νω ἀ­π’ τ κε­φά­λι τς ἀ­νοι­χτὸ ἕ­να σά­λι ν μ βρέ­χε­ται. Τν ἔμ­πα­σε μέ­σα στν αὐ­λὴ μα­ζὶ μ τν γαί­δα­ρο, πο δν τν γνώ­ρι­σε ἔ­τσι πο εἶ­χε μεί­νει μι­σός, κα τν κά­λε­σε μά­λι­στα, μό­λις τα­κτο­ποι­η­θεῖ, ν’ ἀ­νέ­βει πά­νω ν φᾶ­νε. σα­μαρ­τζὴς ὁ­δή­γη­σε τ ζῶ­ο στ ἀ­χού­ρι, ἀ­κούμ­πη­σε σ μί­αν ἄ­κρη τ τσου­βά­λι μ τν πα­πὰ κι ἔ­βα­λε μί­α στε­γνὴ ἀλ­λα­ξιά. Ἀ­π’ τ πά­νω πά­τω­μα ἀ­κού­γον­ταν ἀν­τρι­κὰ γέ­λια, για­τί πα­πα­διὰ κούρ­βα ἔμ­πα­ζε τς πε­ρισ­σό­τε­ρες νύ­χτες στ σπί­τι τν μα­χαι­ρᾶ, κα μά­λι­στα τς βρο­χε­ρὲς σν κι ἀ­πό­ψε. Δν τν ἔ­νοια­ζε κα πο­λὺ ν τος ἔ­παιρ­ναν εἴ­δη­ση, ἦ­ταν σν ἀλ­λο­παρ­μέ­νη – κα πι ὄ­μορ­φη ἀ­πὸ πο­τέ, σκέ­φτη­κε πα­πὰς κα­τά­χλω­μος μέ­σ’ στ σα­κί του, ὅ­που εἶ­χε ἀ­νοί­ξει μί­α τρύ­πα κι ἔ­βλε­πε.

σα­μαρ­τζὴς ἀ­νέ­βη­κε πά­νω κι ἀ­κού­γον­ταν γι ὤ­ρα ο φω­νὲς κα τ γέ­λια τν τρι­ῶν τους, πο εἶ­χαν πέ­σει στ φα­γο­πό­τι. μα­χαι­ρᾶς ἦ­ταν τά­χα ξά­δερ­φος τς πα­πα­διᾶς κα θ ’­με­νε μό­νο γι κεί­νη τ νύ­χτα στ σπί­τι της. Αὐ­τὴ τρα­γού­δη­σε κα χό­ρε­ψε, κα με­τὰ ζή­τη­σε ἀ­π’ τν ξέ­νο της ν τος πε ἕ­να τρα­γού­δι ἀ­π’ τ χω­ριό του. Γι ν μ τος χα­λά­σει τ χα­τί­ρι αὐ­τὸς τος τρα­γού­δη­σε:

Ἄ­κου στ σα­κὶ κρυμ­μέ­νος
κα στν τοῖ­χο ἀ­κουμ­πι­σμέ­νος
μο ’­θε­λες ἄ­σπρα ἑ­κα­τὸ
κα ’­γὼ τν γαί­δα­ρο αὐ­τό.

Τος ἄ­ρε­σε πο­λὺ τ τρα­γού­δι κα γε­λών­τας τ ἐ­πα­νέ­λα­βαν ρυθ­μι­κά, ἐ­νῶ στ χα­μη­λὸ φς τς λάμ­πας τ μά­γου­λά τους φαί­νον­ταν ἀ­κό­μα πι ξα­ναμ­μέ­να ἀ­π’ ὅ,τι ἦ­ταν.

Τέ­λος, ὅ­ταν κι ο τρες τους εἶ­χαν σχε­δὸν με­θύ­σει, σα­μαρ­τζὴς κα­τέ­βη­κε ἀ­φή­νον­τας ἕ­να ρέ­ψι­μο, μπῆ­κε στ ἀ­χού­ρι, ἔ­λυ­σε τ σα­κί, βο­ή­θη­σε τν πα­πὰ ν βγε καί, κλεί­νον­τάς του κο­ρο­ϊ­δευ­τι­κὰ τ μά­τι, ξά­πλω­σε στ ἄ­χυ­ρα. πα­πὰς σι­γο­πα­τών­τας ἀ­νέ­βη­κε τ σκά­λα κα ἄρ­χι­σε ν’ ἀ­κού­ει τώ­ρα κα­θα­ρὰ τ βογ­γη­τὰ τς ἡ­δο­νῆς τους. «Θε­έ μου, μ χρο­νί­σεις, ἐ­ξο­λό­θρευ­σε τος ἐ­χθρούς μου μ χο­λέ­ρα κα δί­ψα», ξε­στό­μι­σε τ γνω­στὴ κα­τά­ρα μα­δών­τας τ γέ­νεια του. Ἀ­π’ τ μι­σά­νοι­χτη πόρ­τα μάν­τευ­ε πι πο­λὺ πα­ρὰ ἔ­βλε­πε τ γυ­μνά τους σώ­μα­τα ν πα­λεύ­ουν θαρ­ρεῖς, κα τν ἔ­φε­ρε στ μυα­λὸ του δι­κιά του, τν κοι­λιά του ν γλι­στρᾶ ἀ­νά­με­σα στ χα­λα­ρά της σκέ­λια, τ στῆ­θος της ν πάλ­λε­ται μέ­σ’ στ χού­φτα του, τν τεν­τω­μέ­νο πρς τ πί­σω λαι­μό της μ τς λε­πτὲς γα­λά­ζι­ες φλέ­βες, πο πά­νω το κα­μιὰ φο­ρά, κα­θὼς ἔ­σκυ­βε ν τν φι­λή­σει, ἔ­στα­ζε λί­γο σά­λιο πο το ξέ­φευ­γε ἀ­π’ τ στό­μα, κα ὅ­που με­τὰ ἔ­κρυ­βε τ πρό­σω­πό του, σν σ φω­λιά.

Κά­θι­σε ἐ­κεῖ φαρ­μα­κω­μέ­νος γι ὤ­ρα, ὥ­σπου τέ­λει­ω­σαν. Με­τὰ μα­χαι­ράς, γι τν ἱ­δρώ­τα πο ἔ­χυ­σε κα γι ν σβή­σει τν κα­ΐ­λα το με­θυ­σιοῦ, τς ζή­τη­σε νε­ρό, κι αὐ­τὴ κα­τέ­βη­κε ν πά­ρει ἀ­πὸ μί­α στά­μνα ἔ­ξω ἀ­π’ τ κα­τώ­ι. Τό­τε πα­πὰς πῆ­ρε μί­α μα­χαί­ρα πο εἶ­χε γι τ κρέ­α­τα σ’ ἕ­να ρά­φι το μα­γει­ρει­οῦ, μπῆ­κε σι­γά-σι­γὰ στ δω­μά­τιο κα χά­ι­δε­ψε ἀρ­γὰ τν λαι­μὸ το ἄλ­λου, παίρ­νον­τάς του τ μέ­τρα. Ἐ­κεῖ­νος ἄ­φη­σε ἕ­να γέ­λιο, νο­μί­ζον­τας ὅ­τι ἦ­ταν ἡ πα­πα­διὰ πο εἶ­χε γυ­ρί­σει. Ὕ­στε­ρα μ’ ἕ­να γε­ρὸ χτύ­πη­μα το ἔ­κο­ψε πέ­ρα γι πέ­ρα τ κε­φά­λι, τ ’­πια­σε ἀ­π’ τ μαλ­λιὰ κα τ πέ­τα­ξε σ μί­α γω­νιά, κου­κου­λώ­νον­τας μ τ σεν­τό­νι τ κορ­μὶ πο σπαρ­τα­ροῦ­σε ἀ­κό­μα. Ἦρ­θε ἡ πα­πα­διά, μι­σό­γυ­μνη, ἔ­βα­λε ἕ­να πο­τή­ρι νε­ρὸ κον­τά του, φύ­ση­ξε τ κε­ρὶ κα ἔ­πε­σε δί­πλα του. Πῆ­γε ν τν ἀγ­κα­λιά­σει ἀλ­λὰ δν βρῆ­κε κε­φά­λι στ μα­ξι­λά­ρι, μό­νο ἕ­να ζε­στὸ ὑ­γρὸ πο ἀ­νά­βλυ­ζε ἀ­κό­μη ἀ­π’ τν λαι­μό του. Ἔ­τρε­ξε σκουν­του­φλών­τας κά­τω, μπῆ­κε στν ἀ­χυ­ρώ­να, ξύ­πνη­σε τν σα­μαρ­τζὴ κα τν ρώ­τη­σε: «Ξέ­νε, ν θυ­μᾶ­σαι, εἶ­χε κε­φά­λι ξά­δερ­φός μου πρν πέ­σου­με ν κοι­μη­θοῦ­με;». «Εἶ­χε μοῦ φαί­νε­ται», εἶ­πε αὐ­τός, κι ἀ­νέ­βη­κε μα­ζί της πά­νω, ἀ­νά­ψα­νε τ λάμ­πα κα εἶ­δαν ὅ­τι πράγ­μα­τι μα­χαι­ρᾶς ἦ­ταν ἀ­κέ­φα­λος. Αὐ­τή, ξε­χνών­τας ν τν θρη­νή­σει, με­θυ­σμέ­νη θαρ­ρεῖς γι πάν­τα, ἔ­πλε­ξε τ χέ­ρια της κα εἶ­πε: «χ, μαύ­ρη μου, τί θ τν κά­νου­με τώ­ρα;». Βρή­κα­νε τ κε­φά­λι το πε­ταγ­μέ­νο στ γω­νιά, τν πι­ά­σα­νε αὐ­τὸς ἀ­π’ τ πό­δια κι αὐ­τὴ ἀ­π’ τ χέ­ρια, τν κου­βα­λή­σα­νε κά­τω σέρ­νον­τας τν, τν βγά­λαν ἔ­ξω στν αὐ­λὴ κα τν πα­ρα­χώ­σα­νε μα­ζὶ μ τ κε­φά­λι πρό­χει­ρα σ κά­τι κο­πρι­ὲς πο χω­νεύ­α­νε δί­πλα στν πόρ­τα το ἀ­χυ­ρώ­να. Ὕ­στε­ρα πῆ­γαν κα κοι­μή­θη­καν.

Τ πρω­ὶ σα­μαρ­τζὴς φόρ­τω­σε στν γαί­δα­ρο τ σα­κὶ μ τν πα­πά, εὐ­χα­ρί­στη­σε τν πα­πα­διὰ γι τ φι­λο­ξε­νί­α της κα ἔ­φυ­γε. Ὅ­ταν ἀ­πο­μα­κρύν­θη­καν ἀρ­κε­τὰ ἀ­π’ τ χω­ριὸ ἔ­βγα­λε ἔ­ξω τν πα­πὰ κα τν ἀ­πο­χαι­ρέ­τη­σε σν κα­λὸς φί­λος, παίρ­νον­τας μα­ζί του ἀ­π’ τν τρι­χιὰ τν τα­λαι­πω­ρη­μέ­νο γαί­δα­ρο, πο μ τν πε­ρι­ποί­η­ση, σκε­φτό­ταν, θ τν ἔ­κα­νε πά­λι πα­χου­λὸ κα μ γυ­α­λι­σμέ­νη τν τρί­χα. Κι πα­πὰς μ τ κα­λυμ­μαύ­χι στ χέ­ρι γι ν μν το τ πά­ρει ἀ­έ­ρας πο εἶ­χε ση­κω­θεῖ κα μ τ δι­σάκ­κι στν ὦ­μο, κί­νη­σε γι τ σπί­τι του.

Βρῆ­κε τν πα­ρά­νο­μη πα­πα­διὰ μέ­σα στν ἀ­χυ­ρώ­να, κα­θι­σμέ­νη πά­νω σ μι ἀ­να­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νη καρ­δά­ρα δί­πλα στν κα­τσί­κα, μ’ ἕ­να κομ­μά­τι ἄ­χυ­ρο κολ­λη­μέ­νο στ χεί­λη, πο ἄ­κρη του κου­νι­ό­ταν μ τν ἀ­νά­σα της. Φο­ροῦ­σε μιὰ φαρ­διὰ ἀ­μά­νι­κη που­κα­μί­σα κα ο γυ­μνές της γάμ­πες, τ μπρά­τσα, το φά­νη­καν τώ­ρα θαρ­ρεῖς πι ὄ­μορ­φα ἀ­πὸ πα­λιὰ πο τ κα­τεῖ­χε. «Ἦρ­θα γυ­ναί­κα», εἶ­πε, κι αὐ­τὴ γύ­ρι­σε κα τν κοί­τα­ξε μ τ με­γά­λα της μά­τια δί­χως ν ξαφ­νια­στεῖ, ἔ­τσι μαῦ­ρον μπρο­στά της, μ τ χον­τρο­πά­που­τσά του βου­τηγ­μέ­να στ λά­σπη κα μ στρα­βο­πα­τη­μέ­να τ γέ­νεια κα τ μαλ­λιά του ἀ­πὸ τ κλεί­σι­μο μέ­σ’ στ τσου­βά­λι.

Πῆ­γε ν τν πλη­σιά­σει, ἀλ­λ’ αὐ­τὸς ἔ­κα­νε ἕ­να βῆ­μα πί­σω κα ἄρ­χι­σε ν λέ­ει ὅ­τι τν ἅ­γιο Πού­στη της δν μπό­ρε­σε ν τν βρε (αὐ­τὴ οὔ­τε πο φά­νη­κε ν πρό­σε­ξε τ βρι­σιά), ὅ­τι ὁ γαί­δα­ρός τους ψό­φη­σε κα ὅ­τι τ ἄ­σπρα το τέ­λει­ω­σαν, γι’ αὐ­τὸ ἔ­πρε­πε ν μν χά­νουν και­ρό, ἔ­πρε­πε ν’ ἀρ­χί­σουν ν δου­λεύ­ουν, ν φορ­τώ­σουν ἀ­μέ­σως τν κο­πριὰ ἐ­κεί­νη μπρο­στὰ στν ἀ­χυ­ρώ­να στ κά­ρο τους πο ἦ­ταν γερ­μέ­νο σ μι γω­νιά, ν δα­νει­στοῦν ἕ­να ζῶ­ο ἀ­πὸ κά­ποι­ον γεί­το­νά τους κα ν πᾶ­νε στ χω­ρά­φι ν τ κο­πρί­σουν κα με­τὰ ν τ ὀρ­γώ­σουν. Τς ἔ­δω­σε ἕ­να φτυά­ρι, κα ὅ­πως ἦ­ταν, ἄ­πλυ­τος ἀ­κό­μη, κά­θι­σε σ’ ἕ­να κού­τσου­ρο κα τν κοί­τα­ζε πο ἔ­παιρ­νε κά­τι ἐ­πι­πό­λαι­ες φτυ­α­ρι­ές. κο­πριὰ ἦ­ταν λί­γη, κι ἔ­τσι σύν­το­μα φά­νη­κε τ βρω­μι­σμέ­νο πτῶ­μα, πρῶ­τα τ ἕ­να χέ­ρι μ’ ἕ­να χρυ­σὸ δα­χτυ­λί­δι πο γυ­ά­λι­σε στ πρω­ι­νὸ φς. «Βρέ-βρέ», εἶ­πε πλη­σι­ά­ζον­τας, κα ἔ­κα­νε ἀρ­γὰ τν σταυ­ρό του, ἐ­νῶ ἡ πα­πα­διὰ στέ­κον­ταν κοι­τά­ζον­τας λο­ξά, μ τ ἕ­να μά­τι της, αὐ­τὸ πο δν ἔ­βλε­πε ὁ πα­πάς, κλει­σμέ­νο. Τν βγά­λα­νε χω­ρὶς λέ­ξη, τν χώ­σα­νε ἔ­τσι ἀ­κα­θά­ρι­στο σ’ ἕ­να σα­κί, ρί­ξαν μέ­σα κα τ κε­φά­λι, πο πῆ­γε μ’ ἕ­ναν ξε­ρὸ ἦ­χο κά­τω-κά­τω, πλά­ι στν πι­σι­νό του, κα πα­πὰς τς εἶ­πε ν τν φορ­τω­θεῖ, ν πᾶ­νε ν τν ρί­ξου­νε κρυ­φὰ στ λί­μνη, κά­τω ἀ­πὸ κεῖ­να τ ἀ­πό­το­μα βρά­χια. Κλει­δώ­σα­νε τ σπί­τι κα ἔ­τσι, μπρο­στὰ αὐ­τὴ δι­πλω­μέ­νη ἀ­π’ τ βά­ρος κι αὐ­τὸς πί­σω της σν κό­ρα­κας, μ τ ροῦ­χα τους ν’ ἀ­νε­μί­ζουν στν ἀ­έ­ρα κα μ κά­τι χον­τρὲς στά­λες ν τος πέ­φτουν κά­θε τό­σο στ μέ­τω­πο, κί­νη­σαν πρς τ πέ­ρα.

Σ λί­γο ἔ­κα­ναν μί­α στά­ση κά­τω ἀ­πὸ ἕ­να δέν­τρο κι πα­πα­διά, κοι­τά­ζον­τας τ λα­σπω­μέ­να πό­δια της κα χα­μο­γε­λών­τας, τρα­γού­δη­σε μ κά­πως βρα­χνὴ φω­νὴ ἀ­π’ τ χθε­σι­νὸ με­θύ­σι ἕ­να τρα­γου­δά­κι πο ἤ­ξε­ρε ἀ­πὸ τό­τε πο ἦ­ταν μι­κρή: 

Τρες πη­γαί­νουν δυ­ὸ γυρ­νᾶ­νε
τ ἀ­η­δό­νια κε­λα­ϊ­δᾶ­νε.

Με­τὰ συ­νέ­χι­σαν, κα κά­τω ἀ­π’ τ βρο­χή, πο ἄρ­χι­σε πλέ­ον ν πέ­φτει κα­νο­νι­κά, πα­πὰς τρα­γού­δη­σε μ τ σει­ρά του:

Τρες πν κι ἕ­νας γυρ­νά­ει
τ ἀ­η­δό­νι κε­λα­ϊ­δά­ει.

Κι ὅ­σο κι ν πα­πα­διά, με­σ’ στ λα­χά­νια­σμά της, τν δι­όρ­θω­νε, λέ­γον­τάς του ὅ­τι ὅ­λο τ χω­ριὸ ἤ­ξε­ρε ὅ­τι τ σω­στὸ ἦ­ταν ὅ­πως τ ’­λε­γε αὐ­τή, αὐ­τὸς τ χα­βά του, συ­νέ­χι­ζε, ψάλ­λον­τας θαρ­ρεῖς, ν τ λέ­ει μ τν δι­κό του τρό­πο. Συγ­χρό­νως ἔ­βγα­λε κρυ­φὰ ἀ­π’ τν τσέ­πη του σπάγ­κο κα μιὰ σα­κο­ρά­φα, κι ἔ­τσι κα­θὼς αὐ­τὴ προ­πο­ρευ­ό­ταν ἀρ­γὰ ἄρ­χι­σε μ ἐ­πι­δέ­ξι­ες κι­νή­σεις ν ρά­βει γε­ρὰ τς δί­πλες ἀ­π’ τ φου­στά­νι της μ τ τσου­βά­λι.

Ὅ­ταν ἔ­φτα­σαν στν γκρε­μό, εἶ­δαν κά­τω τ μαῦ­ρο νε­ρὸ ν σπά­ει μ ὁρ­μὴ πά­νω στ βρά­χια κα ν κά­νει ἐ­κεῖ κον­τὰ μιὰ με­γά­λη δί­νη, πο λέ­γα­νε ὅ­τι ἦ­ταν τ στοι­χει­ὸ τς λί­μνης πο ρου­φοῦ­σε τ νε­ρὸ κα με­τὰ τ ξερ­νοῦ­σε, κά­νον­τας τ πι­κρὸ ἐ­κεῖ γύ­ρω. Πι πο­λὺ ὅ­μως ἤ­θε­λε ν ρου­φά­ει ἀν­θρώ­πους, ἄ­μυα­λα παι­διὰ πο πέ­φτα­νε ἐ­κεῖ κον­τὰ τ κα­λο­καί­ρι ν δρο­σι­στοῦν ψα­ρά­δες πο τος πλά­κω­νε ξαφ­νι­κὴ μπό­ρα καί, πρν προ­λά­βουν ν φτά­σουν στν ἀ­κτή, τ βα­ριὰ κύ­μα­τα νι­κοῦ­σαν τς τρο­μαγ­μέ­νες τους κου­πι­ὲς κα τος ἀ­να­πο­δο­γύ­ρι­ζαν τ βάρ­κα.
«Ἄιν­τε πα­πα­διά μου, πέ­τα τον», τς εἶ­πε, σκί­ζον­τας πί­σω του ἄ­θε­λα λου­ρί­δες ἀ­π’ τ ρά­σο του μ δά­χτυ­λα πο τρέ­μα­νε. Αὐ­τὴ ἔ­κα­νε ἔ­τσι ν ξε­φορ­τω­θεῖ τ τσου­βά­λι καί, ραμ­μέ­νη κα­θὼς ἦ­ταν, πα­ρα­σύρ­θη­κε μα­ζὶ μ’ αὐ­τὸ στ κε­νό. Πέ­φτον­τας τρα­βή­χτη­κε φού­στα της κα φά­νη­καν γι μιὰ τε­λευ­ταῖ­α στιγ­μὴ τ ἄ­σπρα μυ­ρω­δά­τα της μπού­τια, ἐ­νῶ ἀ­κού­στη­κε ἡ φω­νή της ν λέ­ει: «Τώ­ρα πς θ’ ἀ­νοί­ξεις, πα­πά μου, πο ἔ­χω τ κλει­δὶ στν τσέ­πη μου;».
Γύ­ρι­σε πί­σω τρα­γου­δών­τας πά­λι: 

Τρες πν κι ἕ­νας γυρ­νά­ει
τ ἀ­η­δό­νι κε­λα­ϊ­δά­ει. 

Πή­δη­ξε τ ντου­βά­ρι τς αὐ­λῆς, μπῆ­κε στ σπί­τι ἀ­π’ τ πα­ρα­πόρ­τι το ἀ­χυ­ρώ­να, ἀ­νέ­βη­κε στ χα­γιά­τι κι ἔ­τσι βρεγ­μέ­νος κά­θι­σε, με­τὰ ἀ­πὸ τό­σο και­ρό, στ γνω­στή του θέ­ση, στ μιν­τέ­ρι μ τν κόκ­κι­νη γι­άμ­πο­λη. Σι­γο­κου­νών­τας ρυθ­μι­κὰ τ σῶ­μα του ὅ­πως πα­λιὰ στύ­λω­σε τ βλέμ­μα του στ μο­λυ­βέ­νια λί­μνη, γε­μά­τη μι­κρὰ ἄ­σπρα κύ­μα­τα, πο ἔ­με­ναν γι λί­γο σχε­δὸν ἀ­κί­νη­τα πρν χα­θοῦν κα πά­ρουν τ θέ­ση τος ἄλ­λα.

(Ἀ­πὸ πα­ρα­μύ­θι το λα­οῦ)

* * *
To κεί­με­νο αὐ­τὸ ἀ­να­δη­μο­σι­εύ­ε­ται ἀ­πὸ Ἑ­βδο­μα­δια­ία ἐ­φη­με­ρί­δα τς Κα­στο­ριᾶς τν «ΟΔΟ». Πρω­το­δη­μο­σι­εύ­θη­κε στ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Τ Πα­ρα­μι­λη­τό», τεῦ­χος 8, Χει­μώ­νας 1990-91, σέλ. 39-45. 


Γιργος Γκολομπίας
Δημοσίευμα στν ΚΑΘΗΝΕΡΙΝΗ 30/4/2009

ΑΠΩΛΕΙΑ. π τος πι σοβαρος ρευνητς στν χρο τς στορικς φωτογραφίας, τν χαρτν κα τν τεκμηρίων το «χάρτινου πολιτισμο», ταν Γιργος Γκολομπίας, πο φυγε πρόωρα π τ ζω σ λικία 48 τν. Γιργος Γκολομπίας, πο ταν κα νας π τος πι ναγνωρισμένους συλλέκτες κα «προστάτης» το πολιτισμο τς διαίτερης πατρίδας του, τς Καστορις, εχε κερδίσει τν σεβασμ κα τν κτίμηση χάρη στ βαθιά του γνώση, τ σχολαστικότητά του κα τν φοσίωσή του στ ρευνητικό του πεδίο.
Χάρη στν Γιργο Γκολομπία διασώθηκαν ναρίθμητα κειμήλια το νεότερου πολιτισμο. Καστορι το φείλει τ διάσωση κα νάδειξη το ρχείου το φωτογράφου Λεωνίδα Παπάζογλου. Ο μοναδικς φωτογραφίες, πο ναπαριστον τν παλι Καστοριά, γιναν ντικείμενο κθεσης π τ Μουσεο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης κα κδόθηκε σχετικ λεύκωμα. «ταν ξαιρετικ εστοχος στν πισήμανση τς λεπτομέρειας κα κριβς στν καταγραφ τς τεκμηρίωσης», λέει Κωστς ντωνιάδης, πού, ς διευθυντς τότε το Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης εχε συνεργαστε μ τν Γιργο Γκολομπία γι τν νάδειξη το ρχείου Λεωνίδα Παπάζογλου.
Γιργος Γκολομπίας γεννήθηκε τ 1961 στ Βογατσικ Καστορις κα σπούδασε ατρικ στ Θεσσαλονίκη. «γιατρός», πως τν ποκαλοσαν, πρξε νας π τος βασικος συνεργάτες τς γιορειτικς Φωτοθήκης (που συνεργάστηκε μ τν πατέρα ουστίνο) κα διατηροσε στενς παφς μ λλους συλλέκτες πως τν Ν. Ε. Τόλη κα Μιχάλη Τσάγκαρη. «ταν νας νθρωπος μ μεγάλη θεωρητικ κατάρτιση», λέει Ν. Ε. Τόλης, ποος συνεργάστηκε μαζί του στ π κδοση λεύκωμα «π τν πελευθέρωση στν Γράμμο» (νωμένοι Φωτορεπόρτερ). « τρόπος πο ζησε ποτέλεσε μάθημα ζως γι λους μας». Μ μεγάλη ξιοπρέπεια ντιμετώπισε τ θέμα τς σθένειάς του.
Μεγάλη του γάπη ταν Καστοριά. Τ προσωπικ ρχεο το Γιώργου Γκολομπία ποτελε να σημαντικ ποθησαύρισμα το πολιτισμο τς περιοχς κα μία παρακαταθήκη γι τ μέλλον.

Δεν υπάρχουν σχόλια: