Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 26, 2012

ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ: ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ

Χρστος Λάσκαρης
Ἀνθολόγιο ποιημάτων

Εἰσαγωγὴ - Ἀνθολόγηση: Στάθης Κουτσούνης*


Ὁ Χρῖστος Λάσκαρης (Χάβαρι Ἠλείας, 1931) ἐμφανίστηκε στὴν ποίηση σὲ σχετικὰ μεγάλη ἡλικία, ὅταν δημοσίευσε στὴν ἀνθολογία νέων λογοτεχνῶν Παρουσίες, Ἀθήνα 1970, τὰ ποιήματά του: «Ἡ μεταμόρφωση», «Κρυφὴ ζωή», «Τὸ κλουβὶ καὶ τὸ πουλί», «Οἱ ἐπισκέπτες», «Οἱ μυλόπετρες». Ἔχει ἐκδώσει μέχρι σήμερα ἕξι ποιητικὲς συλλογές: Ποιήματα 1965-1978, Μεταξάς-Μητρόπουλος 1979, Νὰ ἐμποδίζεις τὶς σκιές, Διαγώνιος 1982, Νὰ τελειώνουμε!, Διαγώνιος 1986, Σύντομο βιογραφικό, Διαγώνιος 1991, Τέλος προγράμματος, Μπιλιέτο 1997, Δωμάτιο γιὰ ἕναν, Γαβριηλίδης 2001. Ἔχει κάνει ἐπίσης 2 συγκεντρωτικὲς ἐκδόσεις: Ποιήματα, Μπιλιέτο 1995 (στὴν ὁποία περιλαμβάνονται οἱ τέσσερις πρῶτες συλλογές του –ἡ πρώτη συλλογὴ μὲ τὸν τίτλο πλέον: Ὁ εὐτυχισμένος καιρὸς ἐπέρασε), καὶ Ποιήματα, Γαβριηλίδης 2004 (ὅπου περιλαμβάνονται καὶ οἱ ἕξι ὡς τώρα συλλογές του). Ὁ ποιητὴς ἐντάσσεται στὴ Β΄ μεταπολεμικὴ γενιά, ἀλλὰ στάθηκε ἔξω ἀπὸ τὸ γενικότερο κλίμα τῶν περισσοτέρων της γενιᾶς του, χωρὶς μαρτυρίες γιὰ τὰ ὀδυνηρὰ πολιτικοκοινωνικὰ συμβάντα καὶ τὴν ψυχροπολεμικὴ κατάσταση τῆς ἐποχῆς του. Εἶναι δημιουργὸς ἰδιαίτερος, ποὺ βαδίζει ἐντελῶς προσωπικὸ δρόμο στὴν ποίηση.
     Ὁ Λάσκαρης εἶναι ἕνας ποιητής-φωτογράφος. Τὰ ποιήματά του ἀποτελοῦν γκρίζες εἰκόνες, ἀσπρόμαυρες φωτογραφίες ὑπαρξιακῶν στιγμιότυπων, ἐσωτερικῶν τοπίων, τραβηγμένες ἀπὸ μιὰ ὀπτικὴ ποὺ ἀναδεικνύει καὶ τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά της ποίησής του. Ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ Λάσκαρης θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνας πολὺ καλὸς φωτογράφος. Ἂν ἐπέλεξε τὴν πένα καὶ ὄχι τὴ φωτογραφικὴ μηχανὴ γιὰ νὰ ἐκφραστεῖ, τοῦτο συνέβη ὄχι μόνο ἀπὸ ἰδιοσυγκρασία, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ θεώρησε ὅτι ἡ πένα τοῦ παρεῖχε περισσότερες δυνατότητες ἀπ’ ὅ,τι ὁ φακός, ὥστε νὰ εἰσχωρήσει βαθύτερα στὰ πράγματα καὶ τὶς ρωγμές τους. Ὅλα τὰ ποιήματά του εἶναι καδραρισμένα καὶ ἀφήνουν, ἔστω κι ἂν εἶναι ὀλιγόλογα, νὰ ἐννοηθοῦν πολλά, σύμφωνα καὶ μὲ τὸ λεγόμενο: μιὰ εἰκόνα ἴσον χίλιες λέξεις. Ἡ ποίησή του λοιπόν, ὅπως καὶ ἡ φωτογραφία, ἐμφανίζει ἐπιφάνειες καὶ ρωγμὲς καὶ καλεῖ τὸν ἀναγνώστη νὰ ἀνακαλύψει τί κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴ θεατὴ πλευρὰ τῶν πραγμάτων.
     Τὴν ποίηση τοῦ Λάσκαρη διατρέχουν ἀπαρχῆς μέχρι τέλους θλίψη καὶ λύπη, διάχυτη μελαγχολία καὶ ἔντονη νοσταλγία. Νοσταλγία γιὰ τὴν παιδικὴ ἡλικία, κυρίως, καὶ μάλιστα στὴν ἐπαρχία (ὑπάρχουν ἀρκετὰ ποιήματα στὶς συλλογές του μὲ τὸν τίτλο «Ἐπαρχία»). Ἄς σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι ὁ ποιητὴς ἔζησε μέχρι τὰ 14-15 χρόνια του στὸ Χάβαρι, ἕνα χωριὸ στὰ βορειοδυτικά τῆς Ἠλείας, πρὶν μετακομίσει οἰκογενειακῶς τὸ 1945 στὴν Πάτρα, ὅπου καὶ ζεῖ ἀκόμη. Τὸ τοπικὸ πλαίσιο λοιπὸν τῶν ποιημάτων του εἶναι ἡ μεγαλούπολη στὴν ὁποία ζεῖ καὶ ἡ ἐπαρχία τὴν ὁποία νοσταλγεῖ, ἀντιστεκόμενος στὴν πραγματικότητα τῆς πόλης, μὲ τὴν τεχνολογία, τὶς τηλεοράσεις, τὰ ἀσανσέρ. Τὸ περιβάλλον τῆς πόλης τὸν καταπιέζει, προτιμᾶ καὶ ἀναπολεῖ τὸ φυσικό, δὲν προσαρμόζεται στὸ τεχνικό. Νιώθει νοσταλγία ἐπίσης γιὰ ὅ,τι ἀνεπιστρεπτὶ παρέρχεται: γιὰ τὴ νιότη, τὸν ἔρωτα, τὴ ζωὴ γενικότερα. Ὅλα βέβαια τὰ διασώζει μέσω τῆς μνήμης καὶ τῆς γραφῆς, ἀλλὰ ξέρει καλὰ ὅτι δὲν εἶναι τὸ ἴδιο. Ὁ Λάσκαρης εἶναι βαθιὰ ἐρωτικὸς καὶ ὑπαρξιακὸς ποιητής, καλλιεργητὴς τῶν ἔνδον, ποὺ βιώνει ἔντονα τὴν ἀγωνία, τὴ μοναξιά, τὴν ἀπουσία, τὸν ἀνέκφραστο καὶ ἀνεκπλήρωτο ἢ περατωμένο ἔρωτα, τὴ στέρηση, τὴν ἀνία, τὴ μονοτονία καὶ τὴν πλήξη τῆς καθημερινῆς ζωῆς, τὸν τρόμο· τὰ ποιήματά του, ὅπως λέει ὁ ἴδιος, εἶναι τρόμος «δοσμένος σὲ παραλλαγές». Ἡ γραφὴ του εἶναι μινιμαλιστική, ἄμεση, χαμηλότονη, στοχαστική, ἐνῶ δὲν ἀπουσιάζουν ἐντελῶς κάποιες λυρικὲς νότες. Στὰ ποιήματά του, μικρὰ δράματα τῆς καθημερινότητας, ποὺ ἐκφράζουν φθορὰ καὶ ἀδιέξοδες καταστάσεις, μιλᾶ μὲ χρώματα μουντὰ γιὰ τὶς θλιμμένες Κυριακές, τοὺς ἀπόκληρούς της ζωῆς, τοὺς ἀναξιοπαθοῦντες: ἀπελπισμένους, γέροντες, τρελούς, ἀνερώτευτους. Κυρίαρχο θέμα στὴν ποίησή του εἶναι ἐπίσης ὁ θάνατος, στὶς διάφορες μάλιστα μορφές του, καὶ ἡ ἐξοικείωση σιγὰ σιγὰ μαζί του –σ’ αὐτὰ τὰ ποιήματα, κατεξοχήν, ὑπάρχουν ἐμφανεῖς καρυωτακικοὶ ἀπόηχοι. Δὲν λείπουν ἀκόμη ποιήματα ποιητικῆς, ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὸν τρόπο τῆς γραφῆς του.
     Ὁ λόγος τοῦ Λάσκαρη εἶναι ρηματικός, ἐνῶ προβάλλεται πάντοτε ἕνας πρωταγωνιστής, πού, εἴτε σὲ πρῶτο πρόσωπο μιλάει εἴτε σὲ τρίτο, δὲν εἶναι παρὰ τὸ alter ego τοῦ ποιητῆ. Τὰ ὑλικά, ὅπως καὶ ὁ τρόπος γραφῆς του, εἶναι ἁπλὰ –ἡ ἁπλότητα εἶναι δομικὴ ἀρετὴ στὸ ἔργο του. Ἡ ποίησή του βασίζεται στὸν ὑπαινιγμὸ καὶ στὸ ἔμμεσο· ἀκόμη κι ὅταν φαίνεται ὅτι τὰ λέει ὅλα, ὑπάρχουν ἀρκετὰ στρώματα πίσω ποὺ πρέπει νὰ ἀνακαλυφθοῦν καὶ ἀποκαλυφθοῦν.
     Στὰ περισσότερα ποιήματα τοῦ Λάσκαρη ὑπάρχει σταθερὰ ὑψηλὴ ποιότητα, ἐνῶ συναντοῦμε καὶ κάποιες στιγμὲς ποὺ τὰ ποιήματά του δὲν τελειώνονται –καὶ τοῦτο δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ὡριμότητα ἢ μὴ τοῦ ποιητῆ, ἀλλὰ μὲ ἄγονες συνθῆκες κατὰ τὴ φάση τῆς συγγραφῆς. Ἄλλωστε, στὴν ποίησή του δὲν παρατηροῦμε ἀπὸ συλλογὴ σὲ συλλογὴ ἀξιοσημείωτη διαφοροποίηση ἢ ἐξέλιξη, μὲ τὴν ἔννοια τῆς κατάκτησης νέων τρόπων γραφῆς ἢ τῆς ἐπινόησης καινούργιων θεμάτων. Ὁ ποιητὴς καταθέτει ἐξαρχῆς τὶς θεματικὲς καὶ μορφολογικὲς συνιστῶσες τοῦ ἔργου του καὶ κινεῖται ἀκατάπαυστα γύρω ἀπὸ τὸ ἴδιο κέντρο, δίνοντας παραλλαγὲς ἢ εὐρύνοντας ἀνάλογα θέματα. Ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν εἶναι τυχαῖο πού, οὔτε στὴ συγκεντρωτικὴ ἔκδοση τοῦ 1997 οὔτε στὴ συγκεντρωτικὴ ἔκδοση τοῦ 2004, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔκανα καὶ τὴν ἀνθολόγηση, δὲν ἔχουν σημειωθεῖ οἱ χρονολογίες ἔκδοσης τῆς κάθε συλλογῆς, καὶ ἐπιπλέον ἔχουν προστεθεῖ, στὴν ἔκδοση τοῦ 2004, ποιήματα χωρὶς νὰ ἀναφέρεται στὸ Σημείωμα τοῦ ποιητῆ σὲ ποιὰ ἐποχὴ ἀνήκουν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀνθολόγησή μου, λαμβάνοντας ὑπόψη ὅλα τὰ κριτήρια ποὺ ἔθεσα καὶ στὴν ἀνθολόγηση τοῦ Γιώργη Παυλόπουλου (βλ. Ὀροπέδιο, τεῦχος 1, σέλ. 62) γίνεται μὲν κατὰ σειρὰ ἔκδοσης τῶν συλλογῶν, χωρὶς ὡστόσο νὰ ἀναφέρεται ἡ συλλογὴ ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται τὰ ποιήματα. Νομίζω πὼς γιὰ τὴν ποίηση τοῦ Λάσκαρη αὐτὸ εἶναι ἄνευ σημασίας.


ΣΚΙΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

Τί θλίψη ποὺ ἔκρυβαν τὰ μάτια της
καθὼς ἐκοίταζε
μπρὸς στὸ παράθυρό της μόνη
τὶς λεμονιὲς

ἀκούγοντας
μὲς στὸ ἀπόβραδο φωνές,
ἀπὸ ἀγόρια καὶ κορίτσια ποὺ ἐτρέχανε

φέρνοντας ὡς ἐδῶ
τὴ μακρινή της νιότη.



ΜΑΚΡΙΑ

Καὶ ἔτσι βρέθηκα σ’ αὐτὴ τὴν πόλη·
μακριὰ ἀπ’ ὅ,τι ἀγάπησα,
μακριὰ ἀπ’ ὅ,τι γύρεψα,
μακριὰ –
σὲ πολυκατοικίες μέσα.
Ἡ μέρα εἶναι δύσκολη ἐδῶ,
κι ἡ νύχτα πάντα μιὰ ποινὴ
καθὼς στὸ μαξιλάρι σου θυμᾶσαι.
Ὅσο γιὰ τὴν αὐγὴ
ἀνύπαρκτη.



ΕΚΕΙΝΗ

Τὰ χείλη της
σὲ λόγια ἐρωτικὰ μὲ παρασύρουν πάντοτε
καθὼς καὶ τὰ μαλλιά της
τὰ πολλὰ κι ἀμάζευτα.
Μόνο τὰ χέρια της,
ἔτσι δεμένα ποὺ σωπαίνουνε στὸ στῆθος της,
μὲ συγκρατοῦν
καὶ μὲ ἐπαναφέρουν.


Ο ΚΗΠΟΣ

Ποτὲ δὲν ὑποπτεύεσαι
πόσο παλεύει μὲ τὴν παγωνιὰ ὁ πεθαμένος κῆπος
γιὰ νὰ χαρίσει στὰ πουλιὰ τὴν ἄνοιξη.
Ποτὲ οἱ μέλισσες
πού θὰ ρουφοῦν τὰ ἄνθη του,
πῶς βγῆκε ἀπὸ τὸ θάνατο δὲ θὰ γνωρίσουν
κι οἱ πεταλοῦδες
θὰ ’ναι πάντα ξέγνοιαστες.
Μόνο αὐτὸς θὰ ξέρει·
αὐτὸς ποὺ ἔζησε τὴν περιπέτεια τοῦ νεκροῦ
καὶ εἶναι
μὲς στὴν ὀμορφιὰ του λυπημένος.



ΘΑ ΜΙΛΗΣΩ ΓΙ’ ΑΥΤΟΥΣ

Θὰ μιλήσω γι’ αὐτοὺς
πού δὲν ἐγνώρισαν ποτὲ τὸν ἔρωτα,
γιὰ ὅλους ὅσους πλάγιαζαν
τὸ βράδυ μ’ ἕναν ἴσκιο,
πού ἕνα φιλὶ
δὲ δρόσισε τὸν ὕπνο τους,
δὲν ἔσταξε στὸ στῆθος τους
κανένας λόγος,
μόνο μιὰ γεύση ἐρημιᾶς,
στὰ χείλη τους.
Γι’ αὐτοὺς θὰ πῶ,
πού ἔζησαν σὰν τὶς φρυγμένες στέρνες,
ὁλάκερη ζωή.


ΤΟΥΣ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ ΝΑ ΛΥΠΑΣΑΙ

Τουλάχιστον
κάτι καινούργιο ἀντιμετωπίζουνε

ὅταν,
μὲ ἕναν ὀβολὸ στὰ δόντια,
γιὰ τὸ μεγάλο τους ταξίδι
ξεκινοῦνε οἱ νεκροί·

ἐνῶ οἱ ζωντανοὶ
τὸν ἴδιο δρόμο ξαναπαίρνουμε.



ΤΟ ΦΩΤΕΙΝΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΣΟΥ

Τὸ φωτεινὸ χαμόγελό σου,
πού ἕως θανάτου
τὸ ἐπόθησαν οἱ ἐραστές,

ἡ τερηδόνα
θὰ τὸ ἀχρηστέψει.

ΚΛΟΙΟΣ

Κάποτε τὸ λευκὸ κουράζεται
καὶ ὑποκύπτει στὸν κλοιὸ
τοῦ μαύρου.

ΟΝΕΙΡΟ

Στὸ σπίτι μας πάλι:
ὁ πεθαμένος πατέρας μου
μοῦ χαϊδεύει τὰ μαλλιά,
ἡ μάνα μου ράβει.

Ὅταν ξυπνήσω
θὰ εἶναι δύσκολα.


ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ

Εἶναι ἐκεῖ,
σὰν ὥριμη ὀπώρα ξαπλωμένη
μὲ τὸ λαιμὸ γυμνό,
τὸ στῆθος της σὰν πίδακας

καὶ σὺ
σκυμμένος πάνω της,
σὰν πάνω ἀπὸ γκρεμό,

νὰ θὲς νὰ πιεῖς
καὶ νὰ καταποντίζεσαι.


ΜΠΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΜΟΥ ΡΗΜΑΖΕΙ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ

Μπαίνει καὶ μοῦ ρημάζει τὸ περιβόλι.
Ξέρω ἀπ’ τὶς πατημασιὲς πὼς εἶν’ αὐτό,
κάτι μικρές, ἀνάλαφρες πατημασιές,
πού μὲ βουρλίζουν.
Στὴν ἀρχὴ τὸ θεώρησα ἁπλὸ
καί, φτιάχνοντας,
ἔστησα μιὰ πρόχειρη παγίδα.
Ὅμως ἐκεῖνο ἦταν πονηρὸ
καὶ μὲ κορόιδευε.
Σοφίστηκα ἕνα σωρὸ τεχνάσματα,
ἔκανα ξόρκια,
ὡς καὶ φαρμάκι τοῦ ’βαλα·
μὰ τίποτα.
Στὸ τέλος ἀπελπισμένος παραιτήθηκα.
Ὅ,τι ἀπομένει εἶπα,
ὅ,τι ἀπομένει.


ΕΦΥΓΕ

Ἔφυγε.
Τὸ ἄρωμά της,
πάλεψε μὲς στὴν κάμαρα γιὰ λίγες μέρες
κι ὕστερα ἔσβησε.

Τὴν ἴδια τύχη θὰ ’χουν καὶ τὰ μάτια της,
καθὼς καὶ ἡ γλυκιὰ φωνή της.

Τόσος ἔρωτας
καὶ νὰ καταβροχθίζεται!


Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Περισσότερο κι ἀπ’ τὰ γραφτά του
–ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ προσωπικά–
φαίνεται νὰ μιλάει γι’ αὐτόν,
τούτη ἡ παλιά,
ἀσπρόμαυρη φωτογραφία·
π’ ἀδύνατος,
μὲ κοντὸ παντελονάκι,
κοιτάζει φοβισμένα τὸ φακό,
κολλημένος πάνω στὸν πατέρα του.


ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ!

Εἶν’ ἕνας τάφος,
πού χάσκει μὲς στὸν ὕπνο μου.
Στὸ πλάι μὲ τὸ φτυάρι του,
ὁ νεκροθάφτης.

Ἄντε, μοῦ λέει,
νὰ τελειώνουμε!


ΜΟΝΑΧΙΚΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ

Ἄνθρωποι ποὺ ταξιδεύουν μόνοι:
κατὰ κανόνα σιωπηλοί,
πιάνοντας θέση σὲ παράθυρο.
Δὲν ἔχουνε ἀποσκευές,
δὲν ἔχουνε κανέναν νὰ τοὺς περιμένει.
Συνέχεια κοιτάζουν ἔξω.

Ἂν κάποιος τοὺς ρωτήσει ποῦ πηγαίνουνε,
μοιάζουν σὰ νὰ ’ρχονται ἀπὸ μακριά·
σὰ νὰ μὴν ἔχουν καταλάβει τὴν ἐρώτηση.



ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ

Φτάνουμε ὡς τὴν πιὸ βουβὴ κραυγή.
Ὕστερα,
γέρνοντας τὸ κεφάλι,
ἡσυχάζουμε.
Οἱ νοσοκόμες,
πού ὅσο ἡ κρίση διαρκεῖ
τίποτα δὲ μποροῦν νὰ κάνουνε,
τώρα, ὅλο σπουδή,
φέρνοντας ροῦχα καθαρά,
μᾶς παίρνουν τρυφερὰ στὸ στῆθος τους
καὶ μᾶς ἀλλάζουν.


ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Χρησιμοποίησα τὶς λέξεις,
κατὰ προτίμηση τὶς πιὸ σκοτεινές.
Μ’ αὐτὲς ἐργάστηκα,
μ’ αὐτές, καὶ μὲ ἕνα φόβο.

Στὴ λέξη θάνατος,
κατέφυγα πολλὲς φορές·
μοῦ φαίνονταν,
ἡ μόνη ἀληθινή.


ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΑΣΗ

Κάθε πρωὶ στὴν ἴδια στάση,
τὸ ἴδιο δρομολόγιο,
ἡ ἴδια πόλη·
ἡ ἴδια πάντα γραφομηχανή.

Καὶ ἡ ἐπιστροφὴ
σὰν μιὰ κηδεία μοιάζει,
καθὼς τὸ βράδυ πέφτει
λίγο λίγο στὴν ψυχή.

Κι ὅλα τελειώνουνε
σ’ ἕνα μονὸ κρεβάτι.


ΕΓΡΑΨΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ἔγραψε ποιήματα,
ὅπως ἄλλοι
δούλεψαν στὰ λατομεῖα.

Κι οἱ δυό τους σκάψανε βαθιά.

Ἐκεῖνοι γιὰ ἕνα μεροκάματο·
αὐτὸς ὅμως γιὰ τί;


ΕΔΩ, ΣΤΟΝ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟ

Οἱ ὧρες εἶναι ἀτέλειωτες ἐδῶ
στὸν κάτω κόσμο.
Πλήξη τρώει τὶς ψυχές.
Μὲς στὶς καλές τους ἀλλαξιὲς οἱ πεθαμένοι
σὰ νὰ ’ναι πάντα Κυριακή.


ΤΟ ΠΑΙΔΙ

Ὅταν καμιὰ φορά γυρίσω πίσω καὶ κοιτάξω
μὲς στὸ μακρὺ δρόμο,
πάντα στὸ βάθος βλέπω
ἕνα παιδί.

Τροφοδοτεῖ μὲ τὰ λυπημένα μάτια του
τὰ ποιήματά μου.


ΔΡΟΜΟΙ ΚΑΙ ΔΡΟΜΑΚΙΑ

Ζηλεύω τοὺς μεγάλους δρόμους.
Μοναχικοί,
τραβοῦν μακριά,
ἐρωτευμένοι μὲ τὸ ἄγνωστο.

Ἐνῶ τὰ δρομάκια,
σέρνουνται στὶς φτωχογειτονιές·

σὲ τρομερὰ ἀδιέξοδα.


Ο ΤΡΟΜΟΣ ΜΟΥ ΣΕ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ

Δὲν ἔγραψα ποτὲ ποιήματα.
Ὅ,τι διαβάζετε,
εἶναι ὁ τρόμος τῆς ψυχῆς μου.

Δοσμένος σὲ παραλλαγές.


ΑΛΙΜΟΝΟ ΣΟΥ

Ἀλίμονό σου
ἂν καταντήσει ἡ ποίησή σου
μιὰ γυναικούλα μὲ συνήθειες·

ἂν κουραστεῖ
ἂν πάψει μέσα της ἡ ἐρωμένη.


ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Συνεχίζει νὰ ζεῖ

ὅπως
μετὰ τὸ τέλος τοῦ προγράμματος
ἡ τηλεόραση

πού τὴν ξεχάσαν ἀναμμένη.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ

Διάβαζα ἕνα ποίημα γιὰ τὴν ἄνοιξη,
ὅταν τὴν εἶδα
νὰ ἔρχεται ἀπὸ μακριά:
μισή γυναίκα,
μισή ὄνειρο.
Κατέβαινε τὸ μονοπάτι κάτω
στεφανωμένη
μὲ ἄνθη κερασιᾶς.
Τότε κατάλαβα
τί δύναμη ἔχουν τὰ ποιήματα.


ΕΠΑΡΧΙΑ

Πόσος θάνατος κυκλοφορεῖ στοὺς δρόμους,
πόσος καλοντυμένος θάνατος:
ἄντρες μὲς στ’ ἀκριβὰ κοστούμια τους
γυναῖκες μέσα στὰ πλούσια παλτά τους.
Δείχνουνε ζωντανοὶ
καὶ θὰ μποροῦσες νὰ τοὺς πεῖς εὐτυχισμένους
καθὼς μὲ δῶρα ἐπισκέψεις ἀνταλλάσσουνε.
Μὰ τὸ βράδυ
πού ἐπιστρέφουνε στὰ σπίτια τους
κι ἀρχίζουν νὰ ξεντύνονται ἀργά,
μέσα ἀπ’ τὸν καθρέφτη
ἕνας πεθαμένος τοὺς κοιτάζει.



ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ

Ἀπέραντη σιωπὴ τὸν κατακλύζει.
Μέσα στὴν ἡσυχία τοῦ ἀπογεύματος,
νιώθει λίγο-λίγο νὰ βυθίζεται

σὰν κάτασπρο πολεμικὸ
πού τὸ ’χει βρεῖ ἡ τορπίλλη.


ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Ἔρχεται ὁ θάνατος καὶ κάθεται δίπλα μου,
τελευταῖα
ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ ἔρχεται
καὶ κάθεται δίπλα μου

κάθεται ἀμίλητος,
μὲ τὸ χέρι του
πάνω στὸ γόνατό μου.


ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΤΟΝ ΖΕΙ

Τὸν ἔρωτα τὸν ζεῖ
μὲς στὰ ποιήματα

μὰ ἂν τὸν ρωτήσετε

θὰ ’θελε καὶ αὐτὸς
νὰ τὸν ζοῦσε στὸ κρεββάτι.


ΟΜΑΔΙΚΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Τί θέλεις ἐσὺ στὴ φωτογραφία–
τὰ πρόσωπα ἐκεῖ
εἶναι ὅλα φωτεινά,
παίζει τ’ ἀκορντεὸν
κι ἡ φύση ψάλλει·

μόνο ἐσὺ εἶσαι σκοτεινός,
ἀγέλαστος καὶ σκοτεινός,
τόσο ἀγέλαστος καὶ σκοτεινὸς

π’ ἀρχίζει στὴ φωτογραφία νὰ βραδιάζει.


ΤΟ ΘΗΡΙΟ

Πῶς νὰ ἀντιμετωπίσεις τὸ χρόνο,
πῶς θεέ μου νὰ τὸν γεμίσεις

δουλεύοντας,
δουλεύοντας,
δουλεύοντας,

καὶ πάλι
μένει ἀρκετὸς
νὰ σοῦ ἐπιτεθεῖ.

Εἶναι ὁ περίφημος ἐλεύθερος χρόνος μας.
Ὁ χρόνος ποὺ πρέπει νὰ σκοτώσουμε.


ΣΤΗ ΔΙΠΛΑΝΗ ΚΑΜΑΡΗ

Πλαγιάζω στὸ κρεββάτι μόνος.

Ἀπὸ κεῖ,
στὴ διπλανὴ κάμαρη,
τὴν ἀκούω ποὺ γυροφέρνει.

Ὁ βήχας της μέσα στὴ νύχτα
ἕνας κόσμος ποὺ ἁρπάζομαι.


ΣΥΡΡΙΚΝΩΣΗ

Κάθε μέρα ποὺ περνᾶ
μαζεύω καὶ περισσότερο.
Λιγοστεύω, λιγοστεύω

ὥσπου θὰ γίνω
ἡ μαύρη κουκίδα


κλείνοντας τὴ μικρή μου πρόταση.




* Ὁ Στάθης Κουτσούνης γεννήθηκε στ Νέα Φιγαλία λυμπίας. Σπούδασε νομικά, φιλολογία κα μουσική. χει κδώσει τς ποιητικς συλλογές: Σπουδς γι Φων κα Ποίηση, άκινθος 1987, Τρύγος αμάτων, Σμίλη 1991, Παραλλαγς το μαύρου, Δελφίνι 1998, τρομοκρατία τς μορφις, Μεταίχμιο 2004, κα ντομα στν ντατική, Μεταίχμιο 2008 (ποψήφια γι τ βραβεο ποίησης το περιοδικο Διαβάζω). πίσης, φιλολογικ μελέτη γι τ ρχαο δράμα κα τν Σοφοκλ στν τόμο: Σοφοκλέους, Φιλοκτήτης – ντιγόνη. Εσαγωγή: Στάθης Κουτσούνης. Μετάφραση: Χρίστος Τσάγκας, δς Πανς 1999, τ μελέτη « ποιητικ κοσμογραφία το Γιώργου Γεωργούση στς συλλογς τν χαϊκοῦ του», στν συλλογικ τόμο: ποίηση το Γιώργου Γεωργούση, Γαβριηλίδης 2007, κα τ διήγημα « Μέριλιν τς κράτας» στν συλλογικ τόμο: 7 διηγήματα, Μεταίχμιο 2003. Παράλληλα, δημοσιεύει κείμενα κριτικς σ λογοτεχνικ περιοδικ κα φημερίδες. Ποιήματά του χουν περιληφθε σ νθολογίες κα χουν μεταφραστε στ γγλικά, τ Γερμανικά, τ Γαλλικ κα τ Περσικά. Εναι μέλος τς ταιρείας Συγγραφέων.


Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο, τεῦχος 2ο, Χειμώνας 2006.

Δεν υπάρχουν σχόλια: