Κυριακή, Σεπτεμβρίου 09, 2012

ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Η ΣΗΜΑΔΟΥΡΑ

Σωτήρης Δημητρίου
σημαδούρα


            μπαινε στν θάλασσα κα νοιγόταν στ βαθειά. Πετοσε μπροστ του να φασμάτινο καπελάκι κα κατόπι τ φτανε. ντε πάλι τ πετοσε. Ατ γινόταν μέχρι τν μεγάλη σημαδούρα το πορθμο, γδόντα χρονν νθρωπος.
Ο γνωστοί του π’ τν μμουδι τν βλεπαν ν γίνεται σιγά-σιγ κουκκίδα.
            «λαφρύς, τί περιμένεις;»
            «Δν λέτε καλ πο εναι λαφρύς; Πς θ ντεχε ατ πο πέρασε;»
μεγάλη γάπη το γέροντα ταν μικρότερος γις του. να παράξενο παιδί. Τν πατέρα του τν περαγαποσε κι ατός. Φανταστετε ταν στ Γυμνάσιο κι ταν το ’λεγε κάτι πατέρας του «καλ γέρο μου» παντοσε προσηνς κα στοχαστικός. Μαθητς πρώτης Γυμνασίου.
π τότε ρχισε ν καπνίζει κι μως πατέρας του δν το ’πε λέξη. Κάτι πάνω του βαζε ρια στος λλους κόμα κα στν πατέρα του.
Τ καλοκαίρια μπάρκαρε καμαρότος στ πιβατηγά τῆς γραμμς γουμενίτσα-Κέρκυρα. Μόνος του βρισκε τς κρες. Γενικς δν δυσκόλεψε ποτ τν πατέρα του.
ταν τελείωσε τ Λύκειο πγε στν Σχολ μπορικο Ναυτικο στν Πρέβεζα. Τότε ρχισαν ο μεγάλες χαρς γι τν γέροντα.
ρχόταν π’ τν Πρέβεζα μ τν ναυτικ στολ το σπουδαστ. Το πήγαινε πολύ. Εχε μακρι ποδάρια λίγο στραβ σν μπαλαδόρος κα ταν λεπτς λλ χι πωθητικά. Λεπτοφυς πρόσωπο μ μεγάλα μλα κα τ μάτια καθόλου χωμένα λλ οτε κα ξόφθαλμα. λφάδιαζαν μ τ μέτωπο.

Πι καλ ξερε πατέρας του τ Σαββατοκύριακα πο εχε δεια ξόδου. Τν περίμενε μ λαχτάρα. Πήγαινε μάλιστα στν Πρέβεζα, στς θνικς πετείους, γι ν τν καμαρώσει στς παρελάσεις.
Μι φορ ρθε γις του μ γημα στν γουμενίτσα γι τν παρέλαση τς 25ης Μαρτίου. Στν πρώτη τριάδα. ρ πατέρας του. Πιάστε τον κα δέστε τον.
Μετ τν σχολ ρχισε ταξίδια μ μεγάλα πλοα, τάνκερ κα μπορικά.
ταν ρχόταν δν χόρταινε γέρος ν τν κούει. Μαγικ πράγματα π’ τ λιμάνια το κόσμου. γις του γινε γλυκς καημός του.
Πέρασαν τ χρόνια ταν κοντ στ σαράντα· κάτι λίγα χρόνια θελε κόμα γι τν σύνταξη.
Τν πίεσαν γυναίκα του κι κόρη του κα μπκε σ’ να μεγάλο πιβατηγό τῆς γραμμς γουμενίτσα-γκόνα. Στ ππία. πατέρας του, πως πάντα, δν το επε τίποτα. «πως καταλαβαίνεις σύ» το ’πε μόνο.
Τν παιρνε καμι φορ κι ατν στ ταξίδι. Καθόταν πατέρας του στ σαλόνι το πλοίου κα τν περίμενε.
γις του φοροσε μπλούζα γκρ σκούρα μ κλειστ λαιμ κι π πάνω κοντ μπέχονο μ τ διακριτικ το ξιωματικο στς πωμίδες. Φίνος. Τ βλεπε στ μάτια τν ταξιδιωτν. Κα τ τσιγάρο στ χέρι.
Μάθαινε γέρος τ δρομολόγια κα πήγαινε τ καλοκαίρια κολυμπώντας μέχρι τν σημαδούρα το πορθμο.
ξερε γις του κα τν χαιρετοσε μ τν μπουρο «μπουουουουουου».
Εχαν πλάκα ο χαιρετισμο τν πλοίων. Ο παντόφλες τς Κερκύρας μ τν ψιλ χο τους, χαιρετοσαν πολλ ρα τ μεγάλα της ταλίας. Στ μεγάλα γι ντιχαιρετισμ  σα πο τράβαγαν μι φορ τν μπουρού. λλ κα μεταξ τν μεγάλων πρχε νας κώδικας διαβάθμισης το χρόνου.
Στν γέροντα πιφυλασσόταν τ πι μεγάλο κα γκάρδιο σφύριγμα.
Μι φορ πρε μαζί του κα τν γγονή. Εδοποίησαν μως – π καμι βάρκα φαίνεται – στ λιμεναρχεο κα ρθε να περιπολικό τοῦ λιμενικο κα τος πρε.
Ατ ζω τελείωσε γι τν γέροντα ταν πέθανε ξαφνικ γις του π’ τν καρδιά του.
να παράξενο πράγμα μως. χι μόνον δν τν κατέβαλε θάνατός του, λλ γινε κα πι δραστήριος. Τ δ χαμόγελο χαράχτηκε μόνιμα στ χείλη του.
π’ τ πρω πι στν θάλασσα, χειμώνα καλοκαίρι, λώνιζε βάρετος πάνω, κάτω στν μμουδιά.
Εχε να ατοκινητάκι κα εχε μετατρέψει τ πίσω παρμπρζ σ βιτρίνα. ,τι ξέβγαζε θάλασσα τ βαζε κε. Κουδουνάκια ψαρέματος, ψεύτικα δολώματα, βαρίδια, παράξενα στρείδια, κάτι πλαστικ στρατιωτάκια, λογα κα νδιάνους πο εχαν παλι ο σκόνες πλυσίματος, τουβλάκια π πλεϊ-μομπίλ. ποιος βλεπε ατν τν βιτρίνα τν χάζευε ρα.
λοι τν ξεραν. ν προχωροσε θ κουγες συχνά.
            «Γειά σου μπάρμπα λεβέντη».
Συνήθως μως πρτος χαιρετοσε ατς μ τ γέλιο στ στόμα.
Μι φορ πεσε σ’ να στραβόξυλο κα τ διηγονται κόμα.
            «Γειά σου μάστορα» φώναξε σ’ ναν ντρα, συνταξιοχο στυνομικό.
            «Πότε μαστορέψαμε μαζ κα ξέρεις τι εμαι μάστορας;» το λέει ξινά, στυφ ατός.
            «ντάξει ρ μπάρμπα δν σο ’παμε κα τίποτα κακό».
            «π πο μ’ χεις μπάρμπα ρ κόπανε» λέει πάλι ατός.
Ποις εδε τν θε κα δν τν φοβήθηκε. Χύθηκε γέρος ν τν φάει δάγκα.
λλ ατ ταν μόνον να κακ συναπάντημα· ο νθρωποι χαιρόταν ν τος μιλάει.
            «Τί γίνεται βρ θηρίο. Πς κόμα στν σημαδούρα;»
Γελοσε ατς συνεχς. «Βέβαια, βέβαια».
Στν σημαδούρα πήγαινε ποτε πέρναγε τ ππία.
Μόλις ξεκινοσε λοι τν κοιτοσαν περίλυποι.
            « τν μαρο. Φαρμακωμένα γεράματα. Καλ πού ’ναι φυρός».
Μ τ πο φτανε στν σημαδούρα πέρναγε σ λίγο κα τ καράβι. Τότε γέροντας μακρι π’ τος νθρώπους κλαιγε σν μικρ παιδ κα μοιρολογοσε σν γερόντισσα.
           «Κυριάκο μου, Κυριάκο μου».


Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο, τεῦχος 12, Καλοκαίρι 2012.

Δεν υπάρχουν σχόλια: