Κυριακή, Δεκεμβρίου 29, 2013

Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος: Γαλοπούλας ἐγκώμιον - Πρώτη δημοσίευση ὁλόκληρου τοῦ κειμένου

Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος

Γαλοπούλας ἐγκώμιον
Πρώτη δημοσίευση ὁλόκληρου τοῦ κειμένου στὸ blog Ὀροπέδιο, σήμερα 29 Δεκεμβρίου 2013…

Γάλος, γαλόπουλο, γαλί, γαλιά, διάνος, ἰνδιάνος, ἰνδόρνις, κοῦρκος= γαλοπούλα

Εἶδα γιὰ πρώτη φορὰ γαλοπούλα σὲ ἕνα εἰκονογραφημένο βιβλίο ποὺ μοῦ χάρισαν, ὅταν πήγαινα στὸ Δημοτικό. Ἦταν ἕνα ἐπιχρωματισμένο σχέδιο καὶ ἔδειχνε ἕνα παράξενο πτηνό, κάτι μεταξὺ κότας καὶ νάνου στρουθοκάμηλου, μὲ γυμνὸ λαιμό, ὡραῖο κόκκινο λειρί, καὶ βλέμμα γεμάτο περιέργεια. «Καίτοι κατάγεται ἀπὸ τὴν Κεντρικὴ Ἀμερικὴ (ἔλεγε ἡ σχετικὴ λεζάντα), ὀνομάζεται ἰνδιάνος καὶ ὄχι ἀμερικάνος, γιατί ὁ Κολόμβος ὀνόμασε τότε τὸν τόπο Δυτικὲς Ἰνδίες».

Ἀργότερα ἄρχισα νὰ τὶς χαζεύω τὶς γαλοποῦλες ὅπου τὶς συναντοῦσα (σὲ αὐλές, κήπους, στὸν δρόμο, σπάνια σὲ χωράφια), στὴν ἀρχὴ τὶς κορόϊδευα, θεωρώντας τες κι ἐγὼ ἠλίθια πουλιὰ ―πλὴν σιγὰ σιγὰ διαπίστωνα στὸ βλέμμα τοὺς ὄχι ἁπλῶς μιὰ περιέργεια, ἀλλὰ καὶ κάποια προσδοκία: ἀπαντοῦσαν πάντα στὸ σφύριγμά μου καὶ ἔτρεχαν πρὸς τὸ μέρος μου, ξεφωνίζοντας χαρούμενα.

Ὅταν κάποια Χριστούγεννα πρωτοδοκίμασα τὸ κρέας τους, διαπίστωσα ὅτι (καλῶς ἐχόντων τῶν πραγμάτων) ἁπλῶς δὲν τρώγεται ―ἑξαιρέσει, ἴσως, σπανίων καὶ ἐκτάκτων περιπτώσεων, ὅπως ἐπὶ λιμοῦ, ἐπὶ πολιορκίας, Κατοχῆς, ἀπὸ ναυαγοὺς σὲ ξερονήσια, ἀπὸ ἐπιζήσαντες καὶ μὴ ἀνευρισκομένους ἀεροπορικῆς τραγωδίας κ.ἄ.

Ἐπέπρωτο, ὅμως, τὰ ἄπραγα καὶ ἀθώα αὐτὰ πτηνὰ νὰ ἐμπλακοῦν (ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο) στὴ μεγάλη ἐτήσια ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων (ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες), ὁπότε, μαζὶ μὲ τὰ ἔλατα, θεωρήθηκαν ἀπαραίτητο συμπλήρωμα, γιὰ νὰ μὴν πῶ προϋπόθεση, τόσο τῆς (περίπου διατεταγμένης) παγκοσμίου καὶ ὁμαδικῆς εὐτυχίας κατὰ τὶς ἅγιες ἡμέρες, ὅσο καὶ –κυρίως– τῆς οἰκουμενικῆς θρησκευτικῆς ἐξάρσεως, ἡ ὁποία δέον νὰ τὶς ἀκολουθεῖ, μέσα σὲ ἕναν ὀρυμαγδὸ καταναλωτικῆς παραφροσύνης.

Ἔτσι οἱ ἄτυχες γαλοποῦλες σφαγιάζονται πλέον ἀνηλεῶς, κατὰ ἑκατομμύρια (μία, ἢ δύο διασώζονται κατὰ τὴν Ἡμέρα τῶν Εὐχαριστιῶν στὶς ΗΠΑ, ὅπου ὁ ἑκάστοτε Πρόεδρος τοὺς ἀπονέμει χάρη (!), ἐπιλέγοντάς τες μὲ ἄγνωστα κριτήρια), οἱ σχετικὲς βιομηχανίες μᾶς τὶς προσφέρουν σὲ ἑλκυστικὲς συσκευασίες (μερικὲς καὶ μὲ θερμόμετρο στὸν κῶλο, γιὰ τὸν ἔλεγχο τῆς καλῆς ἑψήσεως) ―στὸ ἑορταστικό, πάντως, τραπέζι τὰ κουφάρια τους παραμένουν συνήθως ἀφάγωτα, ὑπὸ τὰ ἀμήχανα βλέμματα οἰκοδεσποτῶν καὶ προσκεκλημένων.

*

Τὰ περίεργα αὐτὰ πτηνὰ μοῦ δίνουν τὴν ἐντύπωση ὅτι βρίσκονται σὲ κάποιο ἐξελικτικὸ μεταίχμιο. Δὲν εἶναι ἄγρια, ἀλλὰ δὲν ἔχουν καταστεῖ καὶ τόσο οἰκόσιτα, ὅπως τὰ ὑπόλοιπα πουλερικά, ἂν καὶ ἀρκετοὶ τὰ καταφέρνουν καὶ δημιουργοῦν μιὰ προσωπικὴ οἰκειότητα μαζί τους. Στὴν Πάρο, π.χ., ὁ ὑπάλληλος μιᾶς μεταφορικῆς ἑταιρίας ἐκτρέφει στὸν ἐλαιώνα του γαλοποῦλες, τὶς ὁποῖες δὲν σφάζει καὶ δὲν τρώει ποτέ: τὰ γαλόπουλα ποὺ γεννιοῦνται, τὰ χαρίζει σὲ φίλους. Ὁ ἴδιος, ὅταν ἐπιστρέφει ἀπὸ τὴ δουλειά, κάθεται σὲ μία γωνιὰ τοῦ ἐλαιώνα νὰ ξεκουραστεῖ, καὶ τότε οἱ γαλοποῦλες μαζεύονται καὶ κάθονται γύρω του, χαζεύοντάς τον, λὲς καὶ περιμένουν νὰ τοὺς διηγηθεῖ κάποιο παραμύθι…

Ἡ λογοτεχνία τὰ ἔχει ἀγνοήσει, μᾶλλον, αὐτὰ τὰ πουλιὰ ―ἢ, τουλάχιστον, ἔτσι νομίζω. Θυμᾶμαι μόνον ἕνα διήγημα τοῦ Πυργιώτη ποιητῆ καὶ πεζογράφου Τάκη Δόξα (1913-1976) μὲ τίτλο

«Γαλιὰ στὸν Κάμπο»,

ὅπου περιγράφεται ἡ ἐξόντωση ἑνὸς κοπαδιοῦ γαλόπουλων ἀπὸ γερμανικὴ φάλαγγα ὀχημάτων, κατὰ τὴν (τότε...) γερμανικὴ Κατοχή. Δημοσιεύτηκε στὴ συλλογὴ Πικρὴ Ἐποχὴ (1950) μὲ ξυλογραφίες σὲ πλάγιο ξύλο ἀπὸ τὸν φοιτητή (καὶ μετέπειτα καθηγητή, χαράκτη καὶ ζωγράφο) Θανάση Ἑξαρχόπουλο, καὶ ἀποτελεῖ ἔκδοση-κόσμημα τῆς ἐφημερίδας «Αὐγὴ» Πύργου. Παραθέτω κλείνοντας, δύο μικρὰ ἀποσπάσματα:
«…Ἀπέναντι ἔρχονταν βιαστικὰ-βιαστικά τα καμιόνια κι’ ὅταν εἶδαν τὰ γαλιά, στρίψανε ἀπότομα καὶ πέσανε καταπάνου τους, καγχάζοντας. Ἐκεῖ χάμου εἶχε πυκνώσει τόσο πολὺ ἡ νύχτα ποὺ δὲ μποροῦσε νὰ διακρίνει κανεὶς οὔτε τὸν κίνδυνο. Τὰ γαλιὰ δὲν πρόφτασαν μήτε ν’ ἀντισταθοῦν, μήτε νὰ συλλογιστοῦν πὼς ἔπρεπε νὰ πιαστοῦν ἀπὸ τὸ βραδυνὸ ἀέρα λίγο ψηλότερα, νὰ κάμουν ἕνα μεγάλο κύκλο καὶ νὰ περάσουν ἔτσι βιαστικὰ στὸ μαντρί τους. Ἀρχὴ-ἀρχὴ μάλιστα, ὅταν χτύπησαν στὸ πρῶτο καμιόνι, πίστεψαν πὼς εἶχε ξαφνικὰ πετρώσει τὸ σκοτάδι, καὶ μύτιασαν νὰ τὸ κόψουν, ἄκρη-ἄκρη.

Μέσ’ στὴ νύχτα, τὰ καμιόνια (φαίνονταν πιὸ μεγαλόσωμα, καὶ πιὸ μοχθηρά. Τὰ πρῶτα γαλιὰ τάρριξαν χάμου, τάλιωσαν μέσ’ στὸ αἷμα τους καὶ πέρασαν ἀπὸ πάνου τους σὰ νὰ μὴ βογγοῦσαν τάχα, ἔστω κι’ ἀπὸ τὸν παράδεισο. Μὲ τὶς δεύτερες καὶ τρίτες σειρὲς ἔγινε μιὰ πολύωρη μάχη. Τὰ γαλιά, ὅταν περικυκλώθηκαν, ρίχτηκαν ἀπάνου στὰ καμιόνια κι’ ἄρχισαν νὰ τὰ χτυποῦν, κατάσαρκα. Κεῖνα τὰ τραυμάτιζαν, προπαντὸς στὸ κεφάλι, καὶ τὰ γαλιὰ ὅταν πάσχιζαν νὰ ξεφύγουν, δὲν ἔβλεπαν πιὰ τὸ δρόμο τῆς στάνης καὶ πέφτανε πάλι στὰ καμιόνια, ἐξαντλημένα…

… Ὃ μπάρμπα Ροῦσος καὶ τὸ παιδὶ κατέβηκαν τρέχοντας ἀπ’ τὸ ὕψωμα κι’ ἔψαξαν γιὰ τὰ γαλιά. Γύρισαν παντοῦ, ἀμίλητοι καὶ πονεμένοι. Ξεσήκωναν ἕνα-ἕνα, τὸ φιλοῦσαν κι’ ἔκλαιγαν. Μάζευαν τὰ πτώματα στὴν ἀγκαλιά τους καὶ πήγαιναν καὶ τ’ ἄφηναν στὸ μαντρί, τάχα γιὰ νὰ κουρνιάσουν. Ὅταν κάπου-κάπου βρίσκανε κανένα πόδι πεταμένο, κάθονταν ὑπομονετικὰ καὶ τὸ κολλοῦσαν μὲ τὰ δάκριά τους στὸ γαλὶ ποὺ τοῦ ἔλειπε...




 





 


Κυριακή, Δεκεμβρίου 22, 2013

Δημήτρης Κανελλόπουλος: Εὐτυχισμένα Χριστούγεννα...

Εὐτυχισμένα Χριστούγεννα

του Δημήτρη Κανελλόπουλου

Πλησιάζανε τ Χριστούγεννα, το 1962. Τ φτωχικ μαγαζάκια τς γειτονις, εχανε στολιστε. Τί στολίδια δηλαδ πο ο νθρωποι, μ δυσκολία τ φερναν βόλτα. Τέλος πάντων! Καλ Χριστούγεννα, Ετυχισμένο τ Νέον τος, γραφαν στς τζαμαρίες μ χάρτινα γράμματα, κακοκομμένα μ τ ψαλίδι π χαρτι κόκκινα κα πράσινα γυαλιστερά. Πο κα πο κόλλαγαν κα κάτι μικρς τοφες μπαμπάκι πάνω στ τζάμια. Κα τίποτες γγελάκια κανέναν χοντρό, κατακόκκινο γιοβασίλη…

τσι εχε κάνει κι κρ Γιώργης λιμαντίρης. καλς ατς καριώτης, πο πέρυσι γόρασε τν ΕΒΓΑ στ γωνία Κεδρηνο κα Λουκάρεως κα τν κανε ζαχαροπλαστεο. Ατός, λέγανε πς κέρδισε τ λαχεο Συντακτν, κα μ τ λεφτά, κανε τν ΕΒΓΑ ζαχαροπλαστεο. Τ κατάστημα λοιπν το κρ Γιώργη το λιμαντίρη, σκόρπιζε τ φς του γύρω. Εχε ναμμένα λα τ φτα του, καθς κα μιὰ σειρ λαμπιόνια πο ναβόσβηναν, πενθυμίζοντας στος διαβάτες, πς εναι χρονιάρες μέρες.

Κυριακή, Νοεμβρίου 17, 2013

Dumitru Ţepeneag: Ἕνα χωριουδάκι

Ἕνα  χωριουδάκι

το Dumitru Ţepeneag

Τ σπίτια δν χουν πόρτα. Δν χουν, παρ μονάχα να παραθύρι κι κενο μικρ κα στραβοτοποθετημένο. Σπίτια σν τν πιθήκων, μ σκεπές, κόκκινες λαμπερς π κεραμίδια κα κεραμόπλακες. Στ σοκάκια, καλύτερα στ περάσματα νάμεσα στ σπίτια, πάνω σ τεντωμένα σκοινι π τν μι σδρέχα στν λλη — πλωμένα κάθε εδους ροχα, λων τν χρωμάτων. ν στν πλατεία, μονάχα μεγάλα, κατάλευκα σεντόνια πλωμένα. Κάτω, τ χμα μμδες, κίτρινο. Τ πρωιν εναι γαλάζια κα δροσερά. νεμος πνέει λαφρς λη τὴν μέρα, φουσκώνοντας τ σεντόνια τς πλατείας, σν τ πανι τν καραβιν.
            λα τ σπίτια χουν τν δια πρόσοψη, τν δια κατασκευή. Τ διο κα ο κάτοικοι —λεπτο κα χαρούμενοι! Ζωντας νάμεσα στ ροχα τους, εναι καταδικασμένοι ὅλο ν μικραίνουν, τ μπόϊ τους μικραίνει σταδιακά, ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά. π τν παλι ψη τους διατήρησαν πολ λίγα. Ο στρογγυλς κορφές τους, καρφωμένες στ στθος, λαιμ δν χουν πιά, τ πόδια τους χουν καμπυλωθε πλήρως. Παρ’ λα ατ τος χει μείνει, κομψότης τν νδυμάτων κα — πράγμα πίστευτο— τ φτερά. Κάτι μικρ φτερ στος στραγάλους.

Ντου­μί­τρου Τσε­πε­νιάγκ (Dumitru Ţepeneag) (Βου­κου­ρέ­στι, 14 Φε­βρου­α­ρί­ου 1937). Γρά­φτη­κε στὴ Νο­μι­κὴ Σχο­λὴ τοῦ Βου­κου­ρε­στί­ου χω­ρὶς νὰ τὴν τε­λει­ώ­σει. Στὴν συ­νέ­χεια σπού­δα­σε Παι­δα­γω­γι­κὰ καὶ ἀ­φι­ε­ρώ­θη­κε στὴν Λο­γο­τε­χνί­α. Ὑ­πῆρ­ξε ση­μαῖ­νον στέ­λε­χος καὶ θε­ω­ρη­τι­κὸς τοῦ ρου­μα­νι­κοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ κι­νή­μα­τος τοῦ «Αἰ­σθη­τι­κοῦ Ὀ­νει­ρι­σμοῦ» (1966) καὶ συ­νι­δρυ­τής του μα­ζὶ μὲ τοὺς Leonid Dimov, Vintilă Ivănceanu, Virgil Mazilescu, Daniel Turcea, Iulian Neaşcu, Emil Brumaru, Sorin Titel, Florin Gabrea si Virgil Tănase. Τὸ 1971 με­τὰ τὴν ἔκ­δο­ση τῶν θέ­σε­ων τῆς Ὁ­μά­δας ὑ­πὸ τὸν τί­τλο «Tezele din iulie» («Οἱ θέ­σεις τοῦ Ἰ­ου­λί­ου») ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ ἐκ­πα­τρι­στεῖ στὴν Γαλ­λί­α ἡ ὁ­ποί­α γί­νε­ται δεύ­τε­ρη πα­τρί­δα του. Τὸ 1975 τοῦ ἀ­φαι­ρέ­θη­κε ἡ ρου­μα­νι­κὴ ἰ­θα­γέ­νεια ἀ­πὸ τὸ κομ­μου­νι­στι­κὸ κα­θε­στὼς Τσα­ου­σέ­σκου. Με­τὰ τὴν πτώ­ση τοῦ κομ­μου­νι­σμοῦ μοι­ρά­ζε­ται τὸν χρό­νο του ἀ­νά­με­σα στὸ Πα­ρί­σι καὶ στὸ Βου­κου­ρέ­στι. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ γαλ­λι­κὰ στὰ ρου­μα­νι­κὰ Alain Robbe-Grillet, Pinget, δο­κι­μι­ο­γρά­φους ὅ­πως ὁ Albert Béguin καὶ φι­λο­σό­φους ὅ­πως ὁ Jacpues Derrida, ὁ Alexandre Kojève κ.ἄ., ἐ­νῶ ἀ­πὸ τὴν ρου­μα­νι­κὴ στὴν γαλ­λι­κὴ τοὺς Leonid Dimov, Daniel Turcea, Ion Mureşan, Marta Petreu, Emil Brumaru καὶ Mircea Ivănescu. Στὴν Γαλ­λία ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Pigeon vole, μὲ τὸ ψευ­δώ­νυ­μο Ed Pastenague.
 Mε­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ρου­μα­νι­κά:
Δη­μή­τρης Κα­νελ­λό­που­λος (Νε­μού­τα Ἠ­λεί­ας, 1954). Ἐκ­πα­τρί­στη­κε τὸ 1958, ἀ­κο­λου­θών­τας τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴν Ἀ­θή­να, ὡς ἐ­σω­τε­ρι­κὸς με­τα­νά­στης. Σπού­δα­σε Ἱ­στο­ρί­α-Φι­λο­σο­φί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Babes–Bolyai τοῦ Cluj Napoca τῆς Ρου­μα­νί­ας καὶ Ἱ­στο­ρί­α-Ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α στὸ Ἐ­θνι­κὸ καὶ Κα­πο­δι­στρια­κὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ὑ­πάλ­λη­λος δι­ά­φο­ρων ἐκ­δο­τι­κῶν οἴ­κων καὶ ὡς Φι­λό­λο­γος στὴν ἰ­δι­ω­τι­κὴ ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς συλ­λο­γὲς ποι­η­μά­των Ὁ­μί­χλη πέ­τρι­νη (Ἠ­ρι­δα­νός, 1986) Σκυ­θι­κὲς Ἐ­ρη­μί­ες (Κο­λω­νός, 1996), Σι­γὴ Ἀ­συρ­μά­του (Κο­λω­νός, 2005) καὶ Κλί­νη Σπό­ρου, Κα­λὴ (Ὀ­ρο­πέ­διο, 2010). Ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα στὴ Ρου­μα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Πο­λι­ορ­κί­α, τεῦ­χος 16, Ἀ­πρί­λιος 1982. Τὸ 1984, ὀρ­γά­νω­σε καὶ πα­ρου­σί­α­σε στὸ ρου­μα­νι­κὸ ἀ­να­γνω­στι­κὸ κοι­νό τὴν ἀν­θο­λο­γί­α νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς ποί­η­σης μὲ τὸ τί­τλο 42 Poeţi Grecii Contemporani (42 Σύγ­χρο­νοι Ἕλ­λη­νες Ποι­η­τές). Τὸ 1996 ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὸ θέ­μα τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Πλα­νό­διον τεῦ­χος 24, τὸ ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὸ ρου­μά­νο ποι­η­τὴ Anatol Baconsky. Ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ δι­ά­φο­ρα πε­ρι­ο­δι­κά. Ἀ­πὸ τὸ 2006 ἐκ­δί­δει τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ὀ­ρο­πέ­διο.
 ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ : ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΠΟΝΖΑΪ, ΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ"

Πίνακας: Horia Damian, Casă ţărănească