Κυριακή, Ιουλίου 28, 2013

EDGAR ALLAN POE: ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ


ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ
Μετάφραση: Κώστα Οὐράνη
Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ἐνῶ ἐμελετοῦσα
κατάκοπος κι ἀδύναμος ἕνα παλιὸ βιβλίο
μιᾶς ἐπιστήμης ἄγνωστης, ἄκουσα ἕνα κρότο
σὰ νὰ χτυποῦσε σιγανὰ κανεὶς στὴ ξώπορτά μου.
«Κανένας ξένος», σκέφτηκα «ὁποῦ χτυπᾶ τὴ πόρτα,
τοῦτο θὰ εἶναι μοναχὰ καὶ ὄχι τίποτ’ ἄλλο».
Θυμᾶμαι ἦταν στὸν ψυχρὸ καὶ παγερό Δεκέμβρη
καὶ κάθε λάμψη τῆς φωτιᾶς σὰ φάντασμα φαινόταν.
Ποθοῦσα τὸ ξημέρωμα, μάταια προσπαθοῦσα
νὰ δώσει μὲ παρηγοριὰ στὴ λύπη τὸ βιβλίο,
γιὰ τὴ γλυκιὰ Ἐλεονόρα μου, τὴν ὄμορφη τὴ κόρη
ὅπως οἱ ἀγγέλοι τὴ καλοῦν, ἐνῶ ἐδῶ δὲν ἔχει
γιὰ πάντα οὔτε ὄνομα.
Καὶ τ’ ἀλαφρὸ μουρμουρητὸ ποὺ κάναν οἱ κουρτίνες
μὲ ἄγγιζε, μὲ γέμιζε μὲ τρόμους φανταχτούς,
καὶ γιὰ νὰ πάψει τ’ ἄγριο τὸ χτύπημα ἡ καρδιά μου
σηκώθηκα φωνάζοντας: «Θὰ εἶναι κάποιος ξένος
ὅπου ζητᾶ νὰ κοιμηθεῖ ἐδῶ στὴ κάμαρά μου
αὐτὸ θὰ εἶναι μοναχὰ καὶ περισσότερο ὄχι».
Τώρα μοῦ φάνηκε ἡ ψυχὴ πιὸ δυνατὴ γιὰ τοῦτο,
«Κύριε» εἶπα, «ἢ Κυρά, ζητῶ νὰ συγχωρεῖστε,
γιατί ἐγὼ ἐνύσταζα κι ὁ κρότος ἦταν λίγος,
ἥσυχος, ποὺ δὲν ἄκουσα ἐὰν χτυπᾶ ἡ πόρτα»
κι ἄνοιξα στοὺς ἀγέρηδες ὀρθάνοιχτη τὴ πόρτα
σκοτάδι ἦταν γύρω μου καὶ ὄχι τίποτ’ ἄλλο.
Μὲς στὸ σκοτάδι στάθηκα ὤρα πολλὴ μονάχος,
γεμάτος τρόμους κι ὄνειρα ποὺ πρώτη φορὰ τότε
ἡ λυπημένη μου ψυχὴ στὰ βάθη της ἐπῆρε,
μὰ ἡ σιγὴ ἦταν ἄσωστη καὶ τὸ σκοτάδι μαῦρο
κι «Ἐλεονόρα» μοναχὰ ἀκούγονταν ἡ ἠχὼ
ἀπὸ τὴ λέξη ποὺ ’βγαινε ἀπ’ τὰ ἀνοιχτά μου χείλη.
Αὐτὸ μονάχα ἤτανε καὶ ὄχι τίποτ’ ἄλλο.
Γυρίζοντας στὴ κάμαρα μὲ μιὰ καρδιὰ ὅλο φλόγα,
ἄκουσα πάλι νὰ χτυποῦν πιὸ δυνατὰ ἀπὸ πρῶτα.
«Σίγουρα κάποιος θὰ χτυπᾶ ἀπὸ τὸ παραθύρι,
ἂς πάω νὰ δῶ κι ἂς λύσω πιὰ ἐτοῦτο τὸ μυστήριο,
ἂς ἡσυχάσει ἡ μαύρη μου καρδιὰ καὶ θὰ τὸ λύσω,
θὰ εἶναι οἱ ἀγέρηδες καὶ ὄχι τίποτ’ ἄλλο.
Ἄνοιξα τὸ παράθυρο κι ἕνα κοράκι μαῦρο
μὲ σχῆμα μεγαλόπρεπο στὴ κάμαρά μου μπῆκε
καὶ χωρὶς διόλου νὰ σταθεῖ ἢ ν’ ἀμφιβάλλει λίγο,
ἐπῆγε καὶ ἐκάθισε στὴ πέτρινη Παλλάδα
ἀπάνω ἀπὸ τὴ πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
Κουνήθηκεν, ἐκάθισε καὶ ὄχι τίποτ’ ἄλλο.
Τὸ ἐβενόχρωμο πουλὶ ποὺ σοβαρὸ καθόταν
τὴ λυπημένη μου ψυχὴ ἔκανε νὰ γελάσει.
«Χωρὶς λοφίο», ρώτησα, «κι ἂν εἶν’ ἡ κεφαλή σου
δὲν εἶσαι κάνας ἄνανδρος, ἀρχαϊκὸ κοράκι,
ποὺ κατοικεῖς στὶς πένθιμες ἀκρογιαλιὲς τῆς Νύχτας;
Στ’ ὄνομα τῆς Πλουτωνικῆς τῆς Νύχτας, τ’ ὄνομά σου!»
Καὶ τὸ κοράκι ἀπάντησε: «Ποτὲ ἀπὸ ’δῶ καὶ πιά»


Δεν υπάρχουν σχόλια: