Δευτέρα, Αυγούστου 26, 2013

Ἠ.Χ. Ππαδημητρακόπουλος: Ἡ Λουκίσσα


Ἠ.Χ. Ππαδημητρακόπουλος
Ἡ Λουκίσσα

Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1938, ἤτοι δύο (περίπου) χρόνια μετὰ τὴν ἐπιβολὴ τῆς δικτατορίας Μεταξᾶ, πήγαινα στὴν τρίτη τάξη τοῦ Δημοτικοῦ, σὲ ἕνα σχολεῖο ποὺ στεγαζόταν σὲ κάποιο ἄθλιο κτήριο μιᾶς κεντρικῆς γειτονιᾶς τοῦ Πύργου. Ἕνα πρωί, κι ἐνῶ παίζαμε ἀμέριμνοι στὸ προαύλιο, ἔγινε εἰσβολὴ ἐνστόλων της Νεολαίας Μεταξᾶ, οἱ ὁποῖοι (συνοδευόμενοι ἀπὸ τοὺς δασκάλους μας) διέταξαν νὰ συγκεντρωθοῦμε κατὰ ἑξάδες, προκειμένου νὰ μᾶς γράψουν μέλη αὐτῆς τῆς ὀργάνωσης.
 Αὐτὴ τὴ Νεολαία τὴ σιχαινόμουν ἐνστικτωδῶς, ὄχι (βέβαια) γιὰ λόγους ἰδεολογικούς, ἀλλὰ γιατί ὅλα τα τσογλάνια καὶ τὰ ὑποκείμενα τῆς γειτονιᾶς ἔσπευσαν νὰ γίνουν μέλη της, νὰ φορέσουν κάτι μπλὲ στολὲς μὲ ἕνα κωμικὸ δίκοχο στὸ κεφάλι, νὰ ἀποκτήσουν τὸν ἀέρα τῆς ἐξουσίας καὶ νὰ μᾶς καταπιέζουν.

Κυριακή, Αυγούστου 25, 2013

ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ: ΜΕΤΑΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΣ ΑΓΩΝ, Το bar Au revoir ...

 

Νίκος Χειλαδάκης
Μεταμεσονύκτιος Ἀγὼν

Μπὰρ Ὢ Ρεβουὰρ, μπὰρ Μπαρὶν, μπὰρ Μοὺν Σουάρ,
 μπὰρ Τὲτ ἂ Τὲτ μπὰρ μπὰρ μπὰρ,
ὁλονύχτια ψιλὴ βροχὴ, ταξί,
 γνωστοὶ, οὐίσκυ κ’ ἐγγλέζικα τσιγάρα.
Θωμᾶς Γκόρπας

 Τώρα τελευταία τὸ πράγμα ἔχει πάρει ἔκταση, ὅση ἔκταση μπορεῖ νὰ πάρει στὴν ἐποχή μας, τὸ κλείσιμο ἑνὸς μπὰρ τῆς δεκαετίας τοῦ ’60. Πρόκειται γιὰ τὸ γνωστό, τουλάχιστον σὲ ὁρισμένους κύκλους, μπαράκι τῆς ὁδοῦ Πατησίων Au revoir ποὺ ἀκούστηκε ὅτι θὰ κλείσει ὁριστικά. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς κατὰ καιροὺς θαμῶνες εὐαισθητοποιήθηκαν καὶ ἔτσι εἶδαν τὸ φῶς σελίδες καὶ ἰστοσελίδες μὲ ἱστορικὲς ἀναφορὲς καὶ καταθέσεις μνήμης ἀπὸ διάφορους καὶ διάφορες ποὺ θέλουνε νὰ μπλέξουν τὴν ἀφεντιὰ τους στὸ θρύλο του.
Ὅπως καὶ νὰ τὸ κάνουμε τὸ Au revoir  ἔχει περάσει στὴν νεοελληνικὴ μυθολογία. Ἐμεῖς βέβαια δὲν τὸ εἴδαμε ποτὲ ἔτσι. Γιὰ μᾶς ὑπῆρξε παραπληρωματικὸ στέκι ὅταν βαριόμαστε τὸ Intime. Εἰδικὰ τὶς βραδινὲς ὧρες ποὺ ὁ περίφημος Θεάκος βιαζότανε νὰ κλείσει συνηθισμένος καθὼς ἤτανε σὲ ὡράρια καφενείου ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ Βαγγέλης ὁ  Γρηγορίου. Τότε ἐμεῖς μαζεύαμε τὰ ὑπάρχοντά μας, δηλαδὴ τσιγάρα καὶ ὄρεξη γιὰ «ἕνα ἀκόμα» καὶ τραβούσαμε γιὰ τὴν ὁδὸ Πατησῖων καὶ Κεφαλληνίας.

Πέμπτη, Αυγούστου 22, 2013

ΕΞΙ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΟΝΙΚΕΣ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ ΣΤΗΝ ΗΛΕΙΑ

 

Δημήτρης Κανελλόπουλος
Νμαστε καλ κα ν χειροκροτομε
Ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία

Εἰσαγωγικὸ κείμενο στὸ 5ο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ Ὀροπέδιο, Καλοκαίρι τοῦ 2008, γιὰ τὸν ἕναν χρόνο ἀπὸ τὶς φονικὲς πυρκαγιὲς στὴν Ἠλεία…
Ζωγραφιὰ ἐξωφύλλου καὶ σχέδια τοῦ τεύχους: Εὔη Τσακνιᾶ
 
να μεσημέρι, καλοκαίρι το 1964 στ Νεμούτα, ρχισε ν χτυπάει καμπάνα τς κκλησις δαιμονισμένα, σπάζοντας τν κινησία τς μεσημβρινς ξεκούρασης. Φωτι επαν. Ο γυνακες ρχισαν ν σκούζουν, κακ ππαθα, μες τ παιδι τρέχαμε στν πλατεία γιομάτα περιέργεια, φωτι ρ μαρε, φωτιά… Ο μεγάλοι ρχισαν ν μαζεύονται στ καφενεο το Τούλα, πο νομίζω τι ταν κα πρόεδρος τς κοινότητας. Σ λίγο κατέφθασαν κα ο ρχς μ’ να τζίπ: μοίραρχος π τ λύμπια κι νωματάρχης π το Λάλα, μερικο χωροφύλακες, μερικο στρατιωτικοί, κ. Καψς, Γραμματέας το χωριο, ο παράγοντες κείνης τς ποχς, κι κόσμος… Πυροσβεστικ δν πρχε τότε γι τς φωτις τς παίθρου χώρας. Χωροφυλακ κανε κουμάντο, πως κα στ κυνήγι τν σκύλων στς συλλήψεις τν ριστερν.
Φωτι ρέ, λέγανε, κι λλοι πήγαιναν κι λλοι ρχονταν.
―Πο πιασε ρέ; Πο; Στ λύμπια;

ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΡΑΜΜΕΝΑ ΣΕ SMS

 
Σωτήρης Παστάκας
Ποιήματα γραμμένα σ SMS
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο, 5ο τεῦχος, Καλοκαίρι 2008   
*
Πάλι σ λάθος τόπο βρίσκομαι
γιατὶ τν χρόνο τν κοιν
δν τν μοιράζομαι
μ κείνη πο γαπ
κι λα φαντάζουνε καμένα
στν οραν πο πάγωσε
φο τ στέρι της πόψε
δν μ συντροφεύει.
Γυρίζω πλευρ
σν τ μισοκαμένο κούτσουρο
γιατὶ ξέρει πς εναι κάπου κε,
φωτι πο ναψε κα σιγοκαίει.
*
Κάνεις τ δάκτυλά μου ν βλέπουν:
νοίγουν μάτια κα μπουμπουκιάζουν
σν νθος γιασεμί,
πο ξεπερνάει τ σχισμ
κα ρίχνει μιὰ κλεφτ ματι
πι ξω π τν φράκτη.
*
Πόσοι εναι ο σπόνδυλοι;
σοι κα τ χρόνια σου;
τσι πως χεις σκύψει
μ τ κεφάλι στν κοιλιά μου
κα τος χω λους στ θέα,
τος βγάζω πενήντα δύο.
Μλλον λάθος κανα.
Ξαναμετρ μ τ γλώσσα μου
ναν πρς ναν
κι χουν τ γεύση
τς ετυχίας τν χρόνων
πο θ εμαστε π σήμερα μαζί:
κριβς τριάντα δύο.
*
Κάπως τσι…
τ κορμί σου σ πισθότονο
να οράνιο τόξο βρέθηκα ν κρατάω
μς στ δεξί μου χέρι
πρέπει ν κουβαλοσα μόνο τν τσάντα μου,
γι πολλ χρόνια
κι εχα ξεμάθει πς εναι
ν κρατς στ χέρια σου γαπημένο σμα
τν στερο σπασμ ν δίνεις κα ν παίρνεις.
*
Μι τρυφερ γκαλι κι να γλυκ φιλ
στ μάτια πο γελνε
στ στόμα σου πο μοσχοβολάει γάπη
στ φιλιά σου πο χορεύουν συρτ
στ μύτη σου πο μ κούει προσεκτικ
στ λοβ το ριστερο σου ατιο
πο δαγκώνει τ γλώσσα μου
στ μικρ λι πο κάθεται στν αχένα σου
κα τν νακαλύπτεις μ κπληξη
γιατὶ δν τ πίστευες
πς θ ταν μοια μ τ δική σου:
χαρ τν φιλιν μου.

Τετάρτη, Αυγούστου 21, 2013

ΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΣ, ΤΑ ΧΕΙΛΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Χρῆστος Μπόκορος, Παναγία
 

Ἠλίας Παπαμόσχος, Τὰ χείλη τῆς Παναγίας
ἀφιέρωμα Καθημερινή της Κυριακῆς, 11.8.2013
(“Μήτηρ Θεοῦ, Μητέρα τῶν ἀνθρώπων‟)

 

Εἶναι πρωὶ κι οἱ καμπάνες σημαίνουν λαγγεμένες τὰ μύρια της ὀνόματα. Ἡ γιαγιὰ Ἑλένη, τῆς μάνας μου ἡ μάνα, τὴν Παναγία τὴν λάτρευε, τῆς ἔχτισε στὸν κῆπο ἐκκλησάκι, κάτω ἀπὸ τὴν κερασιά. Τὴν θυμᾶμαι δεκαπενταύγουστο νὰ ἀνάβει τὸ καντήλι, νὰ σέρνει τὰ ἀκροδάχτυλα στὰ φύλλα σὰν γιὰ νὰ λαδώσει νεοφώτιστο κλαρί, νὰ τὸ τραβάει ἁπαλά, ἀνάκουστη καμπάνα λὲς σημαίνοντας. Σπίθιζαν ὁλόγυρά της καὶ τὴν ἕντυναν στὸ πορφυρὸ τοῦ χιτώνα Της οἱ γλυκεροὶ καρποί, στόματα μυριάδες ποὺ γύρευαν λὲς νὰ τὴν φιλήσουνε. Κι ὅταν ξαπόσταινε, ἀκούμπαγε τὸ χέρι τρυφερὰ στὸν τροῦλο, σὰν πάνω στὸ κεφάλι μου. Θόλοι, ὁ ἕνας μὲς στὸν ἄλλον, τῆς ἐκκλησίτσας, τῶν κλαδιῶν, τοῦ οὐρανοῦ, τὸ ἄκοπο γαλάζιο του μὲ τὸ τρελό τους πέταγμα μυριάδες χελιδόνια τὸ ψαλίδιζαν, τὰ ράμφη ὅλο βυθίζοντας στo μέλι τῶν καρπῶν.

Παρασκευή, Αυγούστου 09, 2013

ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΤΛΕΡ ΓΙΕΗΤΣ: ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


Γουίλλιαμ Μπάτλερ Γιέητς
Τρία Ποιήματα
Μετάφραση: Μοναχοῦ Συμενος

Σ’ να παιδ πο χορεύει στν νεμο
 
Χόρεψε κε πάνω στ’ κρογιάλι·
ποι νάγκη ν νοιαστες
γι νεμο βρυχηθμ κυμάτων;
Κα τ μαλλιά σου τίναξε
π’ τς σταγόνες τς θαλασσινς ρμύρας.
Εσαι μικρς κα δν τν γνώρισες
τ θρίαμβο το νόητου κι κόμα οτε τν
      γάπη
ν χάνεται φο χει κερδηθε
κι οτε τν πρωτομάστορα νεκρ
μ τ δεμάτια μάζευτα.
Ποιά νάγκη ν φοβσαι
τ φρικαλέο ορλιαχτ το νέμου;

Εὔχεται γι τ πέπλα το ορανο

Νἄχα τ οράνια τ κεντημένα πέπλα
τ πλουμισμένα μ χρυσ κα σημένιο φς
τ διάφανα, τ γαλανά, τ γκρίζα,
τς νύχτας, το φωτός τοῦ, δειλινο,
θ τἄπλωνα κάτω π’ τ πόδια σου γι  
      ν περνς·
μ εμαι φτωχς κι λλο δν χω π’ τ  
      νειρά μου
ατ στρωσα στ πόδια σου γι ν διαβς·
πάτα παλ γιατί πατς πάνω στ
νειρά μου…

Ποτὲ μ δίνεις λη τν καρδιά
 
Ποτ μ δίνεις λη τν καρδι
γιατί γάπη δύσκολα φαίνεται ξια
       ν κτιμηθε
π γυνακες παθιασμένες, ν μοιάζει σίγουρη·
κα δν φαντάζονται ποτ τι σβήνει
π φιλ σ φιλί.
Γιατί ὅ,τι εναι ξιέραστο δν εναι
παρ μιὰ σύντομη, νειρικ γλυκι δονή.
, ποτ μ δίνεις τν καρδιά σου πέρα ς
       πέρα
γιατί ατές –κι λα τ χείλη θ τ
       μαρτυρούσαν–
χουν δοσμένες τς καρδις τους στ παιχνίδι.
Κα ποιός θ μπόρειε ν τ παίξει ρκετ
       καλ
ντας κουφός, ντας μουγκς κι π ρωτα
       τυφλός;
ποιος δοκίμασε γνωρίζει τ ζημιά,
γιατὶ χασε, φο δωσε λη τν καρδιά.

Οίλιαμ Μπάτλερ Γιέητς (γγλ. William Butler Yeats) (13 ουνίου 1865, Δουβλίνο-28 ανουαρίου 1939, Γαλλία), γις το ρλανδο ζωγράφου Τζν Μπάτλερ Γιέητς, θεωρεται νας π τος κορυφαίους γγλόφωνους ποιητς το 20ο αώνα. σχολήθηκε μ τν ποίηση, τν πεζογραφία, τ θέατρο, τ δοκίμιο κα τ μελέτη. πηρεάστηκε π τ γαλλικ συμβολισμό, κατόρθωσε ν συγκεράσει τ ρομαντισμ μ τ ρεαλισμό, ν στ ργο του διαφαίνεται γάπη του γι τος μύθους κα τς παραδόσεις γι τν πατρίδα του, ρλανδία, καθιερώνοντας τ κελτικ "στύλ", μ θέματα π τν κελτικ μυθολογία, τ μελαγχολία κα τ μυστικισμό. Τ 1923 τιμήθηκε μ τ βραβεο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

ΠΗΓΗ: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ