Κυριακή, Αυγούστου 25, 2013

ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ: ΜΕΤΑΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΣ ΑΓΩΝ, Το bar Au revoir ...

 

Νίκος Χειλαδάκης
Μεταμεσονύκτιος Ἀγὼν

Μπὰρ Ὢ Ρεβουὰρ, μπὰρ Μπαρὶν, μπὰρ Μοὺν Σουάρ,
 μπὰρ Τὲτ ἂ Τὲτ μπὰρ μπὰρ μπὰρ,
ὁλονύχτια ψιλὴ βροχὴ, ταξί,
 γνωστοὶ, οὐίσκυ κ’ ἐγγλέζικα τσιγάρα.
Θωμᾶς Γκόρπας

 Τώρα τελευταία τὸ πράγμα ἔχει πάρει ἔκταση, ὅση ἔκταση μπορεῖ νὰ πάρει στὴν ἐποχή μας, τὸ κλείσιμο ἑνὸς μπὰρ τῆς δεκαετίας τοῦ ’60. Πρόκειται γιὰ τὸ γνωστό, τουλάχιστον σὲ ὁρισμένους κύκλους, μπαράκι τῆς ὁδοῦ Πατησίων Au revoir ποὺ ἀκούστηκε ὅτι θὰ κλείσει ὁριστικά. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς κατὰ καιροὺς θαμῶνες εὐαισθητοποιήθηκαν καὶ ἔτσι εἶδαν τὸ φῶς σελίδες καὶ ἰστοσελίδες μὲ ἱστορικὲς ἀναφορὲς καὶ καταθέσεις μνήμης ἀπὸ διάφορους καὶ διάφορες ποὺ θέλουνε νὰ μπλέξουν τὴν ἀφεντιὰ τους στὸ θρύλο του.
Ὅπως καὶ νὰ τὸ κάνουμε τὸ Au revoir  ἔχει περάσει στὴν νεοελληνικὴ μυθολογία. Ἐμεῖς βέβαια δὲν τὸ εἴδαμε ποτὲ ἔτσι. Γιὰ μᾶς ὑπῆρξε παραπληρωματικὸ στέκι ὅταν βαριόμαστε τὸ Intime. Εἰδικὰ τὶς βραδινὲς ὧρες ποὺ ὁ περίφημος Θεάκος βιαζότανε νὰ κλείσει συνηθισμένος καθὼς ἤτανε σὲ ὡράρια καφενείου ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ Βαγγέλης ὁ  Γρηγορίου. Τότε ἐμεῖς μαζεύαμε τὰ ὑπάρχοντά μας, δηλαδὴ τσιγάρα καὶ ὄρεξη γιὰ «ἕνα ἀκόμα» καὶ τραβούσαμε γιὰ τὴν ὁδὸ Πατησῖων καὶ Κεφαλληνίας.

Σίγουρα τὸ Au revoir εἶχε ἕναν διαφορετικὸ ἀέρα ποὺ ἔκανε ἐμφανῆ τὴν ἱστορία του καὶ καθήλωνε αὐτὸν ποὺ τὸ ἐπισκεπτότανε γιὰ πρώτη φορά. Ἀνάμεσα στὴ πελατεία του συγκαταλεγόντουσαν πολλὰ  γνωστὰ ὀνόματα κυρίως τοῦ καλλιτεχνικοῦ κόσμου καὶ λὲς πὼς ἕνα κομμάτι τῆς αὔρας τους παρέμενε ἀνακατεμένο μὲ τὶς μυρωδιὲς τῶν ποτῶν καὶ τοῦ καπνοῦ ἀπὸ σέρτικα τσιγάρα ὡς πανάκριβα ποῦρα.
Ἐκεῖ γνωρίσαμε τὴν ἱστορία τοῦ μαγαζιοῦ ἀπὸ πρῶτο χέρι, δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς Διόσκουρους ἰδιοκτῆτες Λύσανδρο καὶ Θόδωρο, τὰ δυὸ ἀδέλφια ποὺ τουλάχιστον ἐγὼ πάντα τοὺς μπέρδευα παρόλο ποὺ δὲν ἦταν δίδυμοι. Ὡστόσο ἀποτελοῦσαν περίφημο δίδυμο ἐπιτυχημένων μπάρμαν. Ἔτσι μάθαμε πὼς τὸ μπὰρ τὸ εἶχε σχεδιάσει ὁ γνωστὸς καὶ ἰδιόρρυθμος ἀρχιτέκτονας Ἀριστομένης Προβελέγγιος,     μαθητὴς καὶ συνεργάτης τοῦ διάσημου Γάλλου Ἀρχιτέκτονα τοῦ Λὲ Κορμπυζιέ.  Τυχαία τὸν εἶχε γνωρίσει ὁ Θόδωρος ἕνα βράδυ καὶ αὐτὸς ἀνάλαβε νὰ τοῦ σχεδιάσει τὸ μαγαζί. Πράγματι τὸ σχεδίασε, καὶ τὸ σχεδίασε μὲ πολὺ μεράκι καὶ καλὲς ἰδέες γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἐπισκέπτης δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ θαυμάσει τὸ διακοσμημένο μὲ χρωματιστὰ γεωμετρικὰ σχήματα ξύλινο ταβάνι τὴν ἐπένδυση μὲ ψάθα καὶ ξύλο στοὺς τοίχους μὲ τὶς ἀσορτὶ ἀπλίκες ποὺ χάριζαν τόσο φῶς μόνο ὅσο χρειαζόντουσαν οἱ ἐπίσης ἰδιόρρυθμοι θαμῶνες. Ἀποκορύφωμα τὸ τσιμεντένιο μπὰρ μὲ τὴ ξύλινη μπάρα ποὺ ἤτανε μονίμως κατειλημμένο ἀπὸ ἡρωικὲς μορφὲς ἀντρειωμένους τοῦ ποτοῦ ὅπως ὁ Κόππας καὶ ὁ Μπερτόλης.
Στὸ Au revoir πηγαίναμε καὶ Κυριακὲς μεσημέρι ἔτσι γιὰ ἀλλαγή. Τὸ καθιέρωσε πρῶτος ὁ Ζώης Μάναρης. Ἤθελε νὰ ἀποφύγει τὰ σκληρὰ ποτὰ ποὺ παρασυρότανε καὶ ἔπινε στὸ Intime γι’ αὐτὸ ἄραζε στὸ Μπὰρ τῆς ὁδοῦ Πατησίων μὲ ἕνα μικρὸ μπουκάλι κρασὶ καὶ κάποιο μεζὲ ποὺ τοῦ ἔφτιαχνε ὁ Θόδωρος ἢ ὁ Λύσανδρος ἀναλόγως μὲ τὸ ποιὸς εἶχε βάρδια.         Ἐμεῖς, δηλαδὴ ὁ Γιῶργος ὁ Καραβασίλης, ὁ Βασίλης ὁ Πάντος, ὁ ἐπονομαζόμενος καὶ «ΚΑΒΑΣΑΚΗΣ» κι ἐγὼ συνήθως βρισκόμαστε κατὰ τὶς 12 στὸ Intime. Μερικὲς φορὲς ἐρχότανε καὶ ὁ ναύαρχος, ὁ Δημήτρης Γιακουμάκης, ὁ ὁποῖος παρόλο ποὺ ἦταν φανατικὸς φίλος τοῦ οὔζου δὲν ἤθελε νὰ πίνει γιατὶ φοβότανε τὸ ζάχαρό του. Ὅπως ἀντιλαμβάνεστε λοιπὸν ἡ παρέα μας ἦταν κακὸς σύμβουλος καὶ τὸ περιβάλλον τοῦ Intime ἄκρως προτρεπτικὸ γιὰ ἀκολασίες καὶ καταχρήσεις τοῦ εἴδους. Ἔτσι συνήθως ὁ Καραβασίλης ἔριχνε τὸ σύνθημα ἀφοῦ προηγούμενα εἶχε καταναλώσει τὸ «καθ’ ὑπέρβαση» καὶ τὸ «κατὰ παράβαση» δηλαδὴ τὸ τέταρτο καὶ τὸ πέμπτο οὐίσκι τρίβοντας μ’ ἐκείνη τὴν χαρακτηριστικὴ κίνηση τὰ χέρια του καὶ λέγοντας :
―Δὲν πᾶμε νὰ δοῦμε καὶ τὸν Ζώη…
Τὸ νὰ πᾶμε ἦταν μιὰ κουβέντα. Ἔπρεπε νὰ φύγουμε ἀπὸ τὸ Intime νὰ διασχίσουμε τὴ ὁδὸ Γ΄ Σεπτεμβρίου καὶ νὰ βροῦμε ἐλεύθερο ταξὶ ποὺ θὰ μᾶς μετέφερε ἀπὸ τὴ Φερρῶν στὴν Κεφαλληνίας ποὺ ὅσο ἁπλὸ καὶ νὰ φαίνεται γιὰ μᾶς ἔπαιρνε ἐπικὲς διαστάσεις, ἀφοῦ τὸ θεωρούσαμε μεγάλη ἐπιχείρηση. Ὅταν μᾶς συνόδευε καὶ ὁ Γιακουμάκης, ἔμπαινε μπροστὰ καὶ οἱ ὑπόλοιποι στριμωχνόμαστε στὸ πίσω κάθισμα γιὰ νὰ διανύσουμε τὴν ἀπόσταση τῶν πέντε δρόμων ποὺ χωρίζανε τὸ Intime ἀπὸ τὸ Au revoir.
Τὰ Κυριακάτικα μεσημέρια εἶχαν τὴ δική τους ἱεραρχία στὸ Au revoir. Στὸ γωνιακὸ τραπεζάκι στὸ παράθυρο καθότανε ὁ Λευτέρης Παπάνος μαθηματικὸς ἐξ Ἀγρινίου. Ἕνα κοφτερὸ μυαλὸ ποὺ τοῦ τὸ εἶχε διαλύσει ἡ μακρόχρονη ἐνασχόλησή του μὲ τὸ ἀλκοόλ. Ἔχοντας προβλέψει τὴν πιθανὴ ἔλευσή μας περίμενε πῶς καὶ πῶς γιὰ νὰ ἀρχίσει νὰ μᾶς πειράζει. Πάντα μὲ τὴν καλὴ κουβέντα στὸ στόμα, τί νὰ σοῦ πῶ δηλαδή. Πάντα εἶχε μιὰ πικρόχολη παρατήρηση γιὰ τὸν καθένα ποὺ τὴν ἀκολουθοῦσε ἡ ἀνάλογη ἀπάντηση καὶ οἱ λεκτικοὶ διαξιφισμοὶ φούντωναν.
Δίπλα στὸ τραπέζι τοῦ Λευτέρη καθότανε ὁ Νίκος Καλφακάκος. Τὸν ἔχουμε συναντήσει καὶ στὸ Intime. Μάγκας παλιὸς Μανιάτης ὑπῆρξε συνέταιρος στὸ περίφημο μπὰρ τοῦ “Λαλάκη” στὴν ὁδὸ Βουκουρεστίου. Τελευταία εἶχε περιοριστεῖ στὰ δυὸ αὐτὰ μπὰρ καὶ ἀπόφευγε τὸ κέντρο. Χαρακτηριζότανε ἀπὸ τὸ ἰδιόρρυθμο χιοῦμορ του καὶ τὶς γνωριμίες του στὴν ἀριστοκρατία τοῦ ὑποκόσμου ἀλλὰ καὶ τῆς ἀγορᾶς. Πάντα εἶχε ἕτοιμα μερικὰ ἀνέκδοτα τελευταίας ἐσοδείας ποὺ στὰ ἔλεγε στὸ αὐτὶ μὲ τὴν χαρακτηριστικὴ φωνὴ ἔτσι μὲ τὸ καλημέρα κάτι σὰν ἀπεριτὶφ δηλαδή.
Στὴ μπάρα ἦταν ἐγκαταστημένοι ἔνθεν καὶ ἐκεῖθεν ὁ Κόππας κι ὁ Μπερτόλης. Ὁ πρῶτος γελοῦσε μὲ τὸ μοῦτρο του χωμένο στὸ ποτήρι του καὶ ὁ ἄλλος μᾶς ὑποδεχότανε μὲ τὴν ἐπωδὸ γνωστὴ καὶ ὡς Μπερτόλιος ρήση:
εἴσαστε ὅλοι ἐξώλης καὶ προώλης
                       ....Γεώργιος Μπερτόλης !
Ζώης εἶχε ἤδη πιάσει τὸ δεύτερο ἐσωτερικὸ τραπέζι ἔχοντας παραγγείλει τὸ κρασί του καὶ τὸν ἀνάλογο μεζέ. Ἐκεῖ καταλήγαμε κι ἐμεῖς. Ὁ ναύαρχος ὡς πιὸ κοντινὸς καθότανε δίπλα στὸ Μάναρη ὁ ὁποῖος χάιδευε τὴν ἀρειμάνια μουστάκα του καὶ πλατάγιζε τὴ γλώσσα του καθὼς ρουφοῦσε ἀπολαυστικὰ τὸ κρασί του. Ὁ Γιακουμάκης ἄρχιζε νὰ μᾶς ἐξηγεῖ γιατί δὲν πρέπει νὰ πιεῖ ἀλλὰ συνήθως δὲν προλάβαινε γιατὶ πρόφταινε ὁ Λύσανδρος ἢ ὁ Θόδωρος ἀνάλογα νὰ φέρει τὰ “πρῶτα” κεράσματα πράγμα ποὺ δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀρνηθεῖ ἀκόμα καὶ ἂν ἔφερε τὸ βαθμὸ τοῦ ναυάρχου, ἀκόμα καὶ ἂν εἶχε διατελέσει ἀρχηγὸς τοῦ Οἰκονομικοῦ Κλάδου τοῦ Γ.Ε.Ν.
Τελείως διαφορετικὰ ἦταν τὰ πράγματα  τὰ βράδια. Τὸ Au revoir τότε ἀποκτοῦσε ἄλλο ἀέρα. Οἱ θαμῶνες ἦταν πιὸ ἐπίσημοι, πιὸ ἐπώνυμοι καὶ πιὸ πότες. Ἐμεῖς ὅσες φορὲς πηγαίναμε βράδυ περιοριζόμαστε σὲ πιὸ διακριτικὴ παρουσία. Ἀκόμα καὶ ὁ Καραβασίλης ποὺ εἶχε ἀπαράγραπτα δικαιώματα τὰ βράδια ἦταν ἀπόλυτα σοβαρός, ἐπίσημος καὶ αὐτός.  
Ὅπως ἀντιλαμβάνεστε ἀγαπητοὶ ἀναγνῶστες, ὅσοι παρακολουθεῖτε αὐτὴ τὴν στήλη δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ μὴ ποῦμε δυὸ λέξεις γιὰ τὸ Au revoir ποὺ μαζὶ μὲ τὸ GALAXY καὶ μὲ τὸ μπαράκι τῆς Λώρα στὴ Πλ. Μαβίλη ὑπῆρξαν στέκια διανοουμένων μετὰ ἀπὸ τὸ κλείσιμο τοῦ Λουμίδη. Ἐδῶ θὰ κλείσω τὸ σημείωμα καὶ ἐλπίζω νὰ μὴ κλείσει τὸ bar. Σᾶς ὑπόσχομαι ὅμως νὰ σᾶς διηγηθῶ σὲ προσεχὲς σημείωμα μιὰ ὡραῖα ἱστορία μὲ πρωταγωνιστὴ τὸν μακαρίτη τὸν Γκόρπα ὥστε νὰ δικαιολογοῦνται καὶ οἱ στίχοι του ποὺ χρησιμοποίησα ὡς μότο.


Δεν υπάρχουν σχόλια: