Πέμπτη, Αυγούστου 22, 2013

ΕΞΙ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΟΝΙΚΕΣ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ ΣΤΗΝ ΗΛΕΙΑ

 

Δημήτρης Κανελλόπουλος
Νμαστε καλ κα ν χειροκροτομε
Ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία

Εἰσαγωγικὸ κείμενο στὸ 5ο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ Ὀροπέδιο, Καλοκαίρι τοῦ 2008, γιὰ τὸν ἕναν χρόνο ἀπὸ τὶς φονικὲς πυρκαγιὲς στὴν Ἠλεία…
Ζωγραφιὰ ἐξωφύλλου καὶ σχέδια τοῦ τεύχους: Εὔη Τσακνιᾶ
 
να μεσημέρι, καλοκαίρι το 1964 στ Νεμούτα, ρχισε ν χτυπάει καμπάνα τς κκλησις δαιμονισμένα, σπάζοντας τν κινησία τς μεσημβρινς ξεκούρασης. Φωτι επαν. Ο γυνακες ρχισαν ν σκούζουν, κακ ππαθα, μες τ παιδι τρέχαμε στν πλατεία γιομάτα περιέργεια, φωτι ρ μαρε, φωτιά… Ο μεγάλοι ρχισαν ν μαζεύονται στ καφενεο το Τούλα, πο νομίζω τι ταν κα πρόεδρος τς κοινότητας. Σ λίγο κατέφθασαν κα ο ρχς μ’ να τζίπ: μοίραρχος π τ λύμπια κι νωματάρχης π το Λάλα, μερικο χωροφύλακες, μερικο στρατιωτικοί, κ. Καψς, Γραμματέας το χωριο, ο παράγοντες κείνης τς ποχς, κι κόσμος… Πυροσβεστικ δν πρχε τότε γι τς φωτις τς παίθρου χώρας. Χωροφυλακ κανε κουμάντο, πως κα στ κυνήγι τν σκύλων στς συλλήψεις τν ριστερν.
Φωτι ρέ, λέγανε, κι λλοι πήγαιναν κι λλοι ρχονταν.
―Πο πιασε ρέ; Πο; Στ λύμπια;

―Ὄχι κατ το Πόθου, κι νεβαίνει κατ πάνου κα κατεβαίνει κατ κάτου
Στ καφενεο στήθηκε τ μικρ γραφεο γι τς νάγκες τς «πιστράτευσης». Βγάλαν τ χαρτιά, επαν λοι π δεκαοχτ μέχρι σαράντα, πρέπει ν πιστρατευτον κι γραφαν τος κανος πρς πιστράτευσιν νδρες στν κατάσταση, τος συμβούλευαν αστηρς γι’ ατ πο πρεπε ν πάρουν μαζί τους, μι πετσέτα, να τσεκούρι κασσιάρι κι να παγούρι γι νά ’χουν πόσιμο νερό. Ο «πιστρατευμένοι» εχαν μισ ρα περίπου γιὰ ν μαζευτον. Θ ’ρχόταν μέχρι τότε κα τ Τζαίημς π τν Ντάρδιζα κα θ’ ναχωροσαν γι τ μέτωπο τς φωτις
κύριος μοίραρχος επε τι φωτι εχε ξεκινήσει πίσω π’ το Πόθου κι τσι τν πρώτη ναστάτωση τν διαδέχθηκε ψυχραιμία. Τότε, κε, σ’ κείνη τν ναμπουμπούλα πιασα κάτι νεύματα, κάποιες συνεννοήσεις μ τ μάτια κα θυμμαι πς μερικο εχαν ρχίσει ν γλιστρον π τ πλθος κα ν’ ποτραβιονται. κουγα κα κάτι μισόλογα, χει παιδι ν ζήσει νθρωπος , νά τ παιδ λείπει δερφούλα μου, εναι τν πέρα μεριά. φωτι ταν μακριά μας· δν μς φοροσε κα τόσο
πιστρατεύτηκαν, σοι πιστρατεύτηκαν, πγαν μαζ μ λλους π λλα χωρι κα παρέα μ τος φαντάρους, σβησαν τ φωτι κα νομίζω πς τν λλη μέρα γύρισαν. Τ θέμα κλεισε μετ π λίγο. Τ καλοκαίρι συνέχιζε τν πορεία του, γ συνέχιζα τς νδραγαθίες μ τος φίλους μου, (κείνους πο ργότερα νέλαβαν ν σώσουν τν κόσμο κα καταδίκασαν κα καταδικάζουν μετ βδελυγμίας τν δική μου «προδοσία»), ρημάζοντας τς πιδις τς θεις μου τς Γιωργίτσας, προσπαθώντας ν πιάσουμε σες σβουγκονες (χρυσόμυγες) γίνεται περισσότερες κάνοντας ξορμήσεις στν μπουλα, στ Ποτάμι στ ρέμα το Χαρατσάρι
τσι ξεκίνησε στορία. Σιγ-σιγά. Στν ρχ μικρς πυρκαγιές, ργότερα μεγάλες. Τότε, δν φαίνονταν τ’ ποτελέσματα. σαν μικρς ο πυρκαγις κα τ δάσος πούλωνε γρήγορα τς πληγές του.
Θυμμαι, ταν ρχόμασταν μ τ λεωφορεο κα μετ τν λυμπία παίρναμε τν νηφόρα λοξά, ριστερά, τι ο πεκες, κάτι θεόρατες πεκες σμιγαν π τ μία μερι το δρόμου κα τν λλη καί, μέχρι το Λάλα, δν βλέπαμε ορανό.
ργότερα, τ σκηνικ λλαξε. νοίχτηκαν δρόμοι, εσέβαλε μ ταχύτητα πολιτισμς μ τ παράγωγά του: πλαστικ σακούλα, λιπάσματα, «κορσες»… λλαζαν τ χωρι ψη, λλαζαν κα ο νθρωποι. λλαζαν κα ο τρόποι. κε πο δν τολμοσε κανες ν κόψει λίγα κλαρι κουμαρις γι τ «μαρτίνια» (τ μάτι το γροφύλακα βρισκόταν παντο κα μήνυση το χωροφύλακα κολουθοσε), ρθε κακς ννοούμενη λευθερία. λαϊκ εγένεια ντικαταστάθηκε π τν κακς ννοούμενη «σότητα». ρθε μ τ σειρά της κα «λλαγή». Τρομερ πράγμα. Ατ κατήργησε κα τν γροφύλακα κα τν χωροφύλακα! Καὶ σωστὰ ἔπραξε! Ἀλλὰ ἡ  εραρχία ρθε «τούμπα». Πσα εραρχία! Στ νομα τς σότητας κα τς λευθερίας. Κι ννοεται, ταν μιλμε γι σότητα κα λευθερία, ννοομε τν πλήρη συδοσία! Ατήν, πο μετατρέπει τος νθρώπους σ «στομάχι κα γεννητικ ργανα». Πο τος κλέβει τν κρίση, τν ραση, τν ασθηση τς συνέχειας μέσα στ χρο, τν μεγαλοκαρδία κα τ σεμνότητα, κα στ θέση τους βάζει τν «μηχανορραφία», τ πς δηλαδ θ «ξιοποιήσουμε» τν πορρόφηση τν πακέτων Ντελόρ, τς πολυθρύλητες πιδοτήσεις..! να περφίαλο «γ» ντικατέστησε τν πλότητα κα τν ταπεινοσύνη.
Κάθε λλαγ πιστεύει μ πόλυτο τρόπο στν αυτό της. Δν θέλει καμι σχέση μ τ παρελθόν. τσι μαζ μ τ «ξερ» καίει κα τ «χλωρά».  Καταργε παραδίδει στν δράνεια νόμους, συνήθειες, συμπεριφορές. τσι κατήργησε τ νόμο, πο ποχρέωνε τν δημόσιο πάλληλο ν μὴν διορίζεται στν τόπο καταγωγς του κι κόμη, πέτρεψε στος δημοσίους παλλήλους ν πολιτεύονται συστόλως, κα ντς το τόπου στν ποο γεννήθηκαν. Τ συναλλαγ πο μφιλοχωροσε σ’ ατν τν κατάσταση, κανες δν τν ντελήφθη καναν λοι πς δν καταλάβαιναν. Μ τ νόμο πιά, μετετράπησαν λοι σ «Γκρούεζες», σ μικροκομματάρχες, σν τν «Γκρούεζα», τν κομματάρχη-συνεργάτη το Μαυρογιαλούρου, τς κλασικς πι σπρόμαυρης λληνικς ταινίας, πο μς πενθυμίζει π καιρο ες καιρόν, τ χάλια τς πολιτικς μας ζως. Χειροκροτομε, διαρκς χειροκροτομε. Ποιά γεία, ποιά παιδεία, ποιά ξιοκρατία κα δικαιοσύνη..; ρπαξε ν φς κα κλέψε νχεις… μες νμαστε καλ κα ν χειροκροτομε
Ο μικρς πυρκαγις γιναν μεγάλες. Τ δάση ξαφανίστηκαν μ τς γνωστς συνέπειες. ταν τώρα νεβαίνεις π τν λυμπία πρς το Λάλα, βλέπεις τ γύμνια τν βουνν. Βλέπεις τ δαφος πο ποχωρε. Τ πεκα λάχιστα, ο λις πολλές. ς μν συνεχίσουμε. Τχουμε ξαναπε. λα κάηκαν. Κα τ κυριότερο: κάηκε μνήμη. ς θυμηθομε τ λόγια το συντοπίτη μας ποιητ Τάκη Σινόπουλου:
                     […Στν ποχή μας πως κα σ περασμένες ποχς
                               λλοι εναι μέσα στ φωτι κι λλοι χειροκροτονε…]
                                       Τάκης Σινόπουλος, « Καιόμενος»,
                                     Μεταίχμιο Β, Δίφρος, θήνα 1957.

Δεν υπάρχουν σχόλια: