Πέμπτη, Αυγούστου 08, 2013

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΑΝΑΡΓΙΩΤΗΣ: Ο ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ

Ἀλέξανδρος Βαναργιώτης
Ὁ ἐπίτροπος
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο, τεῦχος 3ο, Ἄνοιξη-Καλοκαίρι 2007
     ταν εειδς γι τν λικία του κα καλοστεκούμενος. Μελαχρινς μ γκρ κροτάφους, βλέμμα αστηρό, ψος γύρω στ να κι γδόντα, νοιγμα πλάτης τεράστιο κα βάρος πο θ πλησίαζε τ κατ κιλὰ, διέθετε ξιοπρόσεκτη παρουσία. Τν λεγαν Διονύση Μπασιᾶ, λλ στ νησ ταν γνωστς μ τ παρατσούκλια « τάλιρος»  κα « επρεπς», τ ποῖα το δόθηκαν λόγω τς θέσης το πιτρόπου στν Παναγία, τν κεντρικ κκλησία τς Χώρας, τν ποία κατεχε πάρα πολλ χρόνια.

   Μοναχοπαίδι, γόνος νς μέθυσου ξεπεσμένου καραβοκύρη πο δν φηνε στ παράπονο χήρα κα λεύθερη –νθρωπος τς «προσφορς», πως σχολίαζαν χαμογελώντας ο χωριανο– κα ποος πέθανε νωρς λόγω καταχρήσεων, μεγάλωσε μ τ μητέρα του  μ μεγάλη νέχεια. μάνα, μι καλοκάγαθη γυναίκα λαϊκς καταγωγς, κουβαλοσε μέσα τηςλη τὴ θεοσέβεια, λλ κα τ θρησκοληψία πο χαρακτηρίζει τος γράμματους, πλος κα φελες ν πολλος νθρώπους το λαο. γάπη πρς τν νδρα της τν μπόδιζε ν το ποδώσει  εθύνες. Γι λα φταιγαν τ παλιοθήλυκα, ατία πο νθρωπος χασε τν παράδεισο κα πο κοινωνία πάει π τ κακ στ χειρότερο. Κα τς πόψεις ατές, πως εναι φυσικὸ, τς μετέδωσε κα στ γιό της. Μπασις δν παντρεύτηκε ποτέ, γιατί  δν τς μπιστευόταν τς γυνακες. λες ο γυνακες κάτω τν σαράντα δν ξιζαν τν μπιστοσύνη του.
―«Σήμερα γουστάρουν μένα, αριο θ γουστάρουν λλο. πιστα ντα, πιστα!», λεγε στος φίλους του, μι μάδα γεροντοπαλίκαρα,  ταν συζητοσαν  σχετικ τ πογεύματα στ καφενεα το χωριο. Κα ο πι πολλς πάνω π τ σαράντα δν ξιζαν τν κόπο ς γυνακες, κατ τ γνώμη του. Μ διαίτερο σεβασμ ντιμετώπιζε τς λικιωμένες, τς νήμπορες. Γι’ ατς γινόταν θυσία. ψαχνε ν τος βρε θέση τν Κυριακ στν κκλησία.
  ς ντρας, μως, κα λόγω καταβολν, ταν γλυκοαίματος. βραζε τ κορμί του. ρχόταν καθημεριν σ παφ κα μ πολλς γυνακες λόγω δουλεις ‒ταν ταμίας στ ποκατάστημα τς θνικς. Εχε γι᾿ ατ τ λόγο  ργανωθε. Χρησιμοποιοσε τ γγλικά του κα «ψηνε» τουρίστριες. Γι ν μν κτεθε στ χωρι βγαζε εσιτήριο μ καμπίνα δίκλινη γι Νάξο, δθεν γι ψώνια κα δουλειές, κα στς ξι ρες πο διαρκοσε τ πήγαινε-λα κανε τς «δουλειές» του χωρς ν τν καταλάβει κανείς.
   Ατ τ μεγμα  πουριτανισμο, πιθυμίας πρς τς γυνακες κα φόβου ταυτόχρονα καθς κα μι γάπη γι τ χρήματα, στω κι ν δν εναι δικά του, πο το μεινε π τν παιδικ στέρηση, τν καναν ν θέτει ποψηφιότητα κα ν πανεκλέγεται πίτροπος στν Παναγία. Κα ο διες μμονς συνέβαλαν στ γέννηση τν προσωνυμίων. Τ «τάλιρος» προλθε π τ συνήθειά του κατ τν καταμέτρηση το ταμείου τς κκλησίας ν τυλίγει τ χρήματα σ μασούρια. ς τραπεζικς ξερε τι τ καλύτερα ματσάκια γίνονταν μ τάλιρα. Πήγαινε λοιπν στ μαγαζι κα ρωτοσε: «Μήπως χετε τάλιρα ν σς δώσω ψιλά;»
  Τ «επρεπς», πάλι, προλθε ς ξς: Κάθε Κυριακ στεκόταν πίσω π τ παγκάρι, τν καλύτερη θέση γι ν λέγχει κανες τ πάντα, ποις μπαίνει, ποι μπαίνει, τί φοράει κα λα τ σχετικ πο προσέχονται π’ σους δν προσεύχονται. Κάθε φορ λοιπν πο μπαινε καμι νοστιμούλα μ λίγο χαμηλότερο τ ντεκολτ κάπως κοντύτερη τ φούστα, τν ρα πο παιρνε τ κερ τς κανε νόημα ν πλησιάσει κα σκύβοντας πάνω της, κουμπώντας σχεδν τ πρόσωπο του στ δικό της, τς λεγε  στ ατ ψιθυριστά, γι ν μν διασαλευτε ξέλιξη τς κολουθίας : «ν ρχεσθε επρεπς νδεδυμένη» κα δειχνε μ τ βλέμμα του κα μι κίνηση το κεφαλιο  τ πίμαχο σημεο. ν κάποια κοπέλα ντιδροσε σχημα κα κανε θέμα, συμπλήρωνε ἐσπευσμένα : «Σς ζητ συγνώμην. ,τι κάμνω, τ κάμνω δι τν κκλησιαστικν τάξιν κα δι ν μν σκανδαλίζονται ο πιστοί» κα τ πρόσωπό του σταζε γιοσύνη.
  Τν τελευταία φορ πο τν συνάντησα στ νησ ταν τ προηγούμενο καλοκαίρι, στν κκλησία, χι μως καμαρωτ πίσω π τ παγκάρι, λλ καταβεβλημένο, πίσω π τ φέρετρο τς μητέρας του. Φοροσε να τσαλακωμένο μαρο κοστούμι κι κλαιγε σν μικρ παιδί. Πι πίσω στεκόταν κουστωδία τν γεροντοπαλίκαρων πο τν χτυποσαν κάθε τόσο φιλικ στν πλάτη κα το λεγαν μ τρόπο δέξιο λόγια παρηγορις:«Μν κάνεις τσι», «τί κερδίζεις τώρα», «ντρας εσαι, θ τ καταφέρεις» κα λλα στοχα, μ τ ποῖα ο ντρες δείχνουν τν μηχανία τος πέναντι στν πόνο.
  π ατος τος φίλους πληροφορήθηκα τ Χριστούγεννα το διου χρόνου τι ζήτησε μετάθεση γι τν θήνα. π τότε τ χνη του χάθηκαν κόμα κα γι τος φίλους του. Δν πικοινωνοσε μ κανέναν.
  Τν  συνάντησα τυχαα στ Μετρ στ μέσα Μαρτίου. Τ μαλλι του ταν βαμμένα κατάμαυρα κα στος κροτάφους κιτρίνιζαν κάπως. Δίπλα του στεκόταν μι γυναίκα γύρω στ σαράντα κα κουβέντιαζαν. Μόλις μ ντιλήφθηκε φόρεσε τ γυαλι λίου κα κοίταξε λλο.
  να χρόνο μετ μαθα στ χωρι τι συζοσε μ μι Οκραν στ Μενίδι. νέλαβε κα πάλι τ ρόλο το πιτρόπου, λλ μ τς πρτες παρατηρήσεις στς γυνακες παπς τν ποπρε, τν πομάκρυνε π τ παγκάρι κα τν τοποθέτησε ποκλειστικ κα μόνο  στν καταμέτρηση. κε εχε μπόλικη δουλειά, γιατί ο κκλησίες στν θήνα κερδίζουν πολλά. Μετροσε ρες τέλειωτες ερ κα τ κανε μασούρια, καθς  εχε πι φθονο χρόνο, μιᾶς καὶ εἶχε ἤδη βγεῖ στ σύνταξη.
   Στ νησ ταξίδευε ραι κα πο μόνος, λλ δν  κυκλοφοροσε. Πήγαινε μονάχα στ νεκροταφεο τ πογεύματα κα ναβε τ καντήλι στν τάφο τς μητέρας του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: