Μέλπως Ἀξιώτη,
Ἡ Κάδμω (ἀπόσπασμα)
Κι ἐγὼ τώρα σὲ ποιὸν θ’ ἀφήσω τὴν κληρονομιά μου;...Ὄχι
τὴν ὑλικὴ κληρονομιὰ
- δὲν ἔχω ἐγὼ παρόμοια, κι ἔτσι δὲν εἶμαι τώρα πιὰ παρὰ
ἕνα ἄγαλμα μαρμάρινο
πάνω σ" ἕνα μικρὸ σταυροδρόμι...".
(Ἡ Κάδμω, 1972).
Κάθεσαι τώρα στὸ
τραπέζι τὸ τρίκλινο ποὺ εἶναι κόντρα στὸν τοῖχο, μπροστὰ σ’ ἕνα παράθυρο. Καὶ
γράφεις. Πάντα κόντρα στὸν τοῖχο. Ὁδὸς Ἀριστοτέλους, ὅταν δοκίμασες γιὰ πρώτη
φορὰ τὴ γραφή, ὁδὸς Τιμολέοντος, ἐκεῖ ποὺ σὲ βρῆκε ὁ θάνατος τῆς καλύτερης
φίλης σου, ὁδὸς Κεφαλληνίας ποὺ σὲ βρῆκε ὁ πόλεμος, ὁδὸς Γκουφιέ, ὅπου ἔμενες ἐσὺ
στὸ κάτω μέρος τοῦ σπιτιοῦ καὶ πάνω κατοικοῦσε ἡ ἄλλη φίλη σου, ἡ Μάρω — ποὺ ἔμεινε
στὴ μνήμη σου, καὶ στὴν Ἱστορία, τουφεκισμένη μὲ τὸ πολυβόλο ἀπὸ τὸν ξένο ἐχθρό,
μέσα στὴν Κατοχή. Στὸ χῶρο τοῦ Θυσιαστηρίου τῆς Καισαριανῆς.
Ἐκεῖνο τὸ τραπέζι τὸ
τρίκλινο τὸ εἶχες πάρει τότε ἀπ’ τὸ Μοναστηράκι — τί χρόνος ἦταν, τρέχα γύρευε.
Τότε ἦταν ποὺ καθόσουν σ’ ἕνα ψηλὸ σπίτι, κι ὁ κῆπος ἀπὸ κάτω μὲ τὴν πασχαλιὰ
ποὺ ἄνθιζε καὶ φούντωνε κανονικὰ κάθε χρόνο. Ἐκείνη τὴ μέρα ποὺ κάθησες τὸ πρῶτο
πρωινό, γιὰ πρώτη φορὰ στὸ τραπέζι, ἤξερες τί θὰ γινόταν; Ἤξερες ὅτι θὰ μποροῦσες
νὰ γράψεις βιβλία δικά σου; Τὸ συλλογιζόσουνα, τὸ ’λεγες, μὰ δὲν τὸ ’βαζε ὁ νοῦς
σου στὰ σίγουρα. Κάθεσαι τώρα, εἶναι νύχτα, κι ἀντίκρυ ἀπ’ τὸ κρεβάτι σου ἦρθαν
ἀραδιασμένα ὅλα σου τὰ βιβλία, καὶ σὲ κοιτάζουν μὲ μάτια κατάπληκτα. Ἐλάχιστα
κατασκευάσματα ποὺ εἴχανε τὴ χάρη νὰ εἶναι ἀκόμα ζωντανά. Ἐλάχιστα εἶναι τὰ
πράγματα ποὺ τοὺς κάνει ὁ χρόνος τὸ χατίρι νὰ τὰ διατηρεῖ. Ἡ κοντέσα Ἰωάννα ντὺ
Μπαρρύ, εὐνοούμενη τοῦ βασιλέα Λουδοβίκου ΙΕ΄, ὅταν τὴν ἀνέβαζαν στὴ λαιμητόμο,
«Κύριε δήμιε, —ἐφώναξε μὲ μιὰ γλυκιὰ φωνὴ— ἀφῆστε με ἀκόμα μιὰ στιγμούλα!».