Παρασκευή, Απριλίου 04, 2014

Ἀδαμαντίου Πεπελάση: Τὸ ἀρχοντικὸ Σερπιέρη


Ἀδαμαντίου Πεπελάση

Τὸ ἀρχοντικὸ Σερπιέρη
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο 9ο τεύχος


Μὲ προθυμία ἀνταποκρίνομαι, κάθε φορὰ στὴν τιμητικὴ πρόσκληση τῆς Λέξης νὰ συμμετάσχω σὲ ἀφιερώματα τοῦ περιοδικοῦ. Ὅταν ὅμως ἄρχισα νὰ συνθέτω τὸ κείμενο γιὰ τοῦτο τὸ τεῦχος, εἶχα δυσκολίες νὰ ἀπομονώσω γεγονότα, στιγμὲς τῆς ζωῆς μου, ποὺ ἡ ἀφήγησή τους θὰ ξέφευγε ἀπὸ αὐτοβιογραφικὲς σημειώσεις. Δὲν γνωρίζω γιατί, ἴσως καθὼς ὁ βίος ἔχει προχωρήσει καὶ ἡ ζωὴ ὡριμάσει, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ξεχωρίσεις τὴν αὐτοτέλεια γεγονότων, στιγμῶν, ἐμπειριῶν ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὅποιο διαμορφώθηκε ὁ βίος σου. Ἔμαθα ἄλλωστε καὶ κάτι συναρπαστικὸ τελευταῖα, μάλιστα τὸ ἔχω ἐμπεδώσει. Ἀπὸ τὰ σαγηνευτικὰ γραπτά του Malcolm Gladwell. Ὅτι δηλαδὴ εἶναι ἐκείνη ἢ ἀστραπὴ τῆς πρώτης στιγμῆς ποὺ συλλαμβάνει τὴν ἐσώτερη ἀλήθεια τῶν πραγμάτων καὶ τῶν σχέσεων. Ἡ λειτουργία καὶ οἱ ἀντιδράσεις τοῦ ἀνθρώπινου ἐγκεφάλου μέσα ἀπὸ «λεπτὲς φέτες». Ὅπου ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ πρόγνωση εἶναι ζήτημα σχεδὸν ἀστραπιαῖο, τῆς πρώτης στιγμῆς, ὅπως τὸ βλεφάρισμα.


Πρὸς τὸ τέλος τοῦ Αὐγούστου τοῦ 1974, τὶς σκοτεινὲς ἐκεῖνες ἥμερές της προσδοκίας γιὰ κάτι ἄλλο, ποὺ ἀκριβῶς κανεὶς δὲν ἤξερε τί ἦταν, ὁ ἀείμνηστος Κ. Καραμανλής μοῦ ἔκανε τὴ μεγάλη τιμὴ νὰ μοῦ ἀναθέσει τὴν Διοίκηση τῆς Ἀγροτικῆς Τράπεζας. Τὸ πρῶτο Σαββατοκύριακο, μιὰ μικρὴ παρέα, καὶ ὁ «Μπάρμπα-Σπύρος» Βασιλείου ὁ ζωγράφος μαζί, βρεθήκαμε στὴν Τζιά. Θυμᾶμαι λοιπὸν τὸν γλυκότροπο Μπάρμπα-Σπύρο νὰ μοῦ λέει: «Δὲν μπορεῖ, τώρα ποὺ πᾶς στὴν Τράπεζα πρέπει νὰ τὸ ψάξεις, πάντα ἀναρωτιόμουν, τὸ ἀρχοντικό της ΑΤΕ, τότε ποὺ ἔγινε θὰ πρέπει νὰ εἶχε τοιχογραφίες, δὲν μπορεῖ νὰ ζωγράφισαν μόνο τὰ ταβάνια». Δὲν πολυπρόσεξα τὴν παρατήρηση τοῦ Σπύρου. Τὸ μυαλό μου τότε ἦταν ἀλλοῦ, μὲ τὸ βουνὸ μπροστά μου, πῶς δηλαδὴ ἐκείνη ἡ Τράπεζα θὰ μποροῦσε νὰ σταθεῖ στὰ πόδια της.

Ἡ ἐμφάνισή μου τελευταῖες μέρες τοῦ Αὐγούστου στὸ μέγαρο τῆς Τράπεζας, γωνία Πανεπιστημίου καὶ Ἐδουάρδου Λῶ, ἦταν ἀμήχανη. Ἀβεβαιότητα. Ἄγνοια γιὰ τὰ τί πράγματα εἶχαν συμβεῖ ἐκεῖ μέσα. Τί συμβαίνει τώρα. Πῶς προχωροῦν. Διευθυντές, στελέχη, προσωπικό, ὅλοι σὲ σύγχυση. Ἄλλοι φοβισμένοι, ἄλλοι ἔνοχοι καὶ ἄλλοι ταλαιπωρημένοι. Ἔγινε λοιπὸν ἡ πρώτη συνάντηση. Μίλησα γενικὰ γιὰ τὴν ἀνάγκη ἀνασυγκρότησης τῆς Οἰκονομίας, βασισμένη σὲ ἕνα ἄλλο πρόγραμμα, γιὰ τὴν Τράπεζα, γενικόλογα καὶ ἄλλα, ἐνῶ οἱ διορισμένοι τότε συνδικαλιστὲς ἔδιναν ὅρκους γιὰ τὸ μέλλον τῆς Τράπεζας καὶ τοῦ ἀγροτικοῦ κόσμου.

Μὲ βόλευε, ἔπρεπε νὰ κερδίσω χρόνο. Ὁ Καραμανλὴς εἶχε ζητήσει ἀπὸ τοὺς νεοδιορισθέντες τότε διοικητὲς Τραπεζῶν «νὰ προχωρήσουν προσεχτι­κά, νὰ μὴν ταράξουν τὰ πράγματα, νὰ μὴν κάνουν ἀλλαγὲς τὸν πρῶτο καιρό. Αὐτὰ ἀργότερα». Καὶ ἐνῶ, ἐκεῖνο τὸ ἀπόγευμα, ὅλα στὴν συνάντηση «γνωριμίας» ἤσαν ἀνιχνευτικά, κάποια στιγμή, γιὰ νὰ μὲ ἐντυπωσιάσουν στελέχη, διευθυντὲς καί, κυρίως, συνδικαλιστὲς ἀποφάσισαν νὰ μοῦ κάνουν τὴ μεγάλη ἔκπληξη, μὲ ὑπερηφάνεια, γιὰ τὴν Τράπεζα, καὶ τὸ μέλλον της. Μὲ ὁδήγησαν λοιπὸν στὴ μικρὴ αἴθουσα τὴ χωρισμένη μὲ βαρύτιμη βελούδινη κουρτίνα ἀπὸ τὴ μεγάλη αἴθουσα συνεδριάσεων, τὴν «αἴθουσα χοροῦ» ὅπως τὴν ἔλεγαν κατὰ τὴν περίοδο ποὺ οἱ Σερπιέρηδες ζοῦσαν ἐκεῖ. Καὶ ὅπου παραστάσεις μὲ ὁμάδες ἐρωτιδέων ἦταν στὶς δυὸ πλευρὲς τῆς αἴθουσας, γιὰ νὰ δηλώσουν ἔτσι, μὲ τὰ μουσικὰ ὄργανα ποὺ κρατοῦσαν, ὅτι αὐτὴ ἦταν ἡ αἴθουσα τοῦ χοροῦ. Ἐκεῖ λοιπόν, ἂν θυμᾶμαι καλά, μὲ τὴν προσωπογραφία τοῦ Γόντικα νὰ ἐπιβλέπει ἀπὸ ψηλά, πάνω σ' ἕνα μεγάλο τραπέζι ἦταν τὸ περίφημο ἔκθεμα, μακρὺ καὶ ὁλόλευκο. Ἡ μακέτα γιὰ τὸ νέο πολυώροφο κτήριο. «Μοντέρνο», σὰν τὰ περισσότερα ποὺ χτίστηκαν ἐκεῖνα τὰ χρόνια, στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας, καθαρὸ τσιμέντο, στολισμένο μὲ γυαλί, «ἄνετο», λειτουργικὸ δῆθεν, δυὸ φορὲς σύγχρονο ἔκτρωμα ποὺ θὰ χτιζόταν στὰ γκρεμίσματα τοῦ ἀρχοντικοῦ Σερπιέρη, στὰ μπάζα τῆς ἀπύθμενης βλακείας, ἀναισθησίας, εὐτέλειας, ποὺ πολλοὶ τότε ἔπαιρναν ὡς δείγματα τοῦ νέου καὶ τοῦ λειτουργικοῦ —γιὰ τὶς μεγάλες ἐπιχειρήσεις καὶ τοὺς δημόσιους ὀργανισμούς.

Δὲν ξέρω τί ἔκαμα στὴ ζωή μου, ἀλλὰ εὐλογῶ ἐκεῖνο τὸ ἀπόβραδο. «Βλεφάρισμα» (κατὰ τὸν Gladwell) ἀντικρίζοντας τὴ μακέτα. Καὶ ἂν δὲν μὲ παρεξηγήσετε, θὰ πῶ ὅτι δὲν θὰ ἀντάλλασσα τὶς ἀντιδράσεις τῆς στιγμῆς, βίαιες, καθόλου «ἀνιχνευτικές», μὲ καμιὰ ἐμπειρία ἀπὸ τὸν δημόσιο βίο μου. «Μωρέ, σεῖς ὅλοι, δὲν ντρέπεστε; Δὲν ἔχετε τσίπα, δὲν ἔχετε συνείδηση γι' αὐτὰ ποὺ σχεδιάσατε. Τί εἶναι αὐτά, ἀνόητοι καὶ ἀνευλαβεῖς!». Πῶς τὰ εἶπα αὐτὰ ὅλα; Θυμᾶμαι τὴν ὀργή μου. Σχεδὸν θρυμμάτισα μὲ τὰ χέρια μου τὴ μακέτα. Μερικοὶ ψέλλισαν τὸ ὄνομα κάποιου σπουδαίου τάχα μου ἀρχιτέκτονα τότε, καὶ ἀκόμη ὅτι τὸ Δ.Σ. τῆς Τράπεζας εἶχε ἐγκρίνει τὴν κατεδάφιση καὶ ὅτι οἱ ὑπηρεσίες τῆς Τράπεζας εἶχαν προχωρήσει στὶς ἐκ τοῦ νόμου διαδικασίες γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ νέου, ἢ ἄλλα τέτοια. Δὲν θὰ ἐπαναλάβω τὰ λόγια ποὺ χρησιμοποίησα. Μόνο πόσο τὰ χάρηκα, ὅπως καὶ τὴν ὀργή μου. Θυμᾶμαι ἀκόμη τὴν ἔκπληξη τῶν περισσοτέρων καὶ τὶς γκριμάτσες ἀποδοκιμασίας. Πῶς ἕνας ἤπιος ὡς τότε λόγος μεταστράφηκε σὲ τόνο ὑβριστικό. Ἂν πάλι θυμᾶμαι καλά, ἡ πρώτη ἀπόφαση τοῦ νέου μεταπολιτευτικοῦ Δ.Σ. ἦταν ἡ εἰσήγηση πρὸς τὶς ἁρμόδιες κρατικὲς ὑπηρεσίες νὰ κηρυχθεῖ τὸ κτίριο «διατηρητέο». Ἔτσι σώθηκε ἕνα δεῖγμα τοῦ ἑλληνικοῦ κλασικισμοῦ, ἔργο τοῦ Ἀναστασίου Θεοφίλα, ποὺ εἶχε ἐργαστεῖ λίγα χρόνια πρὶν στὴν ἀποπεράτωση τοῦ Πανεπιστημίου καὶ ἀργότερα ἀνέλαβε τὴν διεύθυνση τοῦ Σχολείου τῶν Τεχνῶν.

Οὔτε κι ἐγὼ ποὺ πέρασα δέκα καὶ περισσότερα χρόνια στὴν Ἀγροτικὴ καὶ τὸ ἀρχοντικό της —1963-1967, 1974-1981— δὲν εἶχα ἐκτιμήσει τὸν ἀρχιτεκτονικό, εἰκαστικό, διακοσμητικό του πλοῦτο. Ἡ ἔκδοση τῆς ΑΤΕ Τὸ Ἀρχοντικό της Ἀγροτικῆς Τράπεζας, μὲ κείμενα ἀπὸ τὸν Χρύσανθο Χρή­στου καὶ ἐπιμέλεια ἀπὸ τὴν Ἑλένη Σμαραγδή, γυναίκα τοῦ Γιάννη, εἶναι σαγηνευτικὸ ἀνάγνωσμα, περιδιάβαση μιᾶς περασμένης ἐποχῆς εἰκόνες, λὲς ἀπὸ ἄλλο κόσμο. Ἱστορία τοῦ κτηρίου γραμμένη μὲ γνώση καὶ εὐαισθησία.

Ἀλλὰ ἡ σχέση μου μὲ τὸ ἀρχοντικὸ Σερπιέρη δὲν τελείωνε μὲ τὴ σωτηρία του ὡς διατηρητέου. Τυχαία βρέθηκα στὴ διοίκηση τῆς Τράπεζας. Ἀρχικὰ ὡς ὑποδιοικητὴς τὸ 1963 καὶ λίγο ἀργότερα ὡς Διοικητής, ἐπειδὴ ἴσως εἶχα σπουδάσει, γνώριζα καὶ δούλευα σὲ καυτὰ θέματα τῆς ἐποχῆς, σχετικὰ μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῆς Οἰκονομίας. Κάποια στιγμὴ λοιπὸν ἀκούω ἀπὸ ἕναν ὑπάλληλο, δὲν θυμᾶμαι πῶς, ὅτι ἐνῶ ἄλλαζαν κάποια τηλεφωνικὰ καλώδια στὸ διπλανὸ γραφεῖο, διέκριναν, λέει, κάτι ζωγραφιές. «Μερεμέτια» ἔκαναν γιὰ νὰ ἀλλάξουν τηλεφωνικὰ σύρματα καὶ ξαφνικά, κάτω ἀπὸ τὸ στρῶμα λαδομπογιᾶς, νὰ οἱ τοιχογραφίες. Πάλι τὸ «βλεφάρισμα». Ἀναστατώθηκα, ἀλλὰ ἔλα ποὺ δὲν γνώριζα τίποτα ἀπὸ ἐλαιοχρωματισμούς, ζωγραφιές, βαψίματα ἢ ἀσβεστώματα. Φώναξα τὸν φίλο μου Δημήτρη Ἄνθη, ζωγράφο Κερκυραῖο. Ὁ μακαρίτης, ἄδολος καὶ πρόθυμος πάντοτε, ἤξερα ὅτι δὲν θὰ μὲ παραπλανοῦσε, θὰ μοῦ ἔλεγε τί νὰ κάνω καὶ ποῦ νά ἀπευθυνθῶ. Ἂν πράγματι ἐπρόκειτο γιὰ τοιχογραφίες ποὺ εἶχαν καλυφθεῖ μὲ ἐλαιοχρωματισμούς. Τοῖχοι λευκοὶ καὶ καθαροί. Κατέφυγα στὴν ἑταιρεία τοῦ Φαρινόλα, Ἰταλοῦ στὴν καταγωγή, τοῦ καλύτερου ἴσως τότε συντηρητῆ καὶ ἱκανοῦ γιὰ τὴν «ἀπασβέστωση» τῶν τοίχων. Ἡ ἑταιρεία ἀνέθεσε στὸν Ἐλευθέριο Κωστογλάκη, ζωγράφο ἀπὸ τὴν Κῶ, νὰ προχωρήσει στὴν «ἀπασβέστωση». Ἀποκαλύφθηκε ἕνας πλοῦτος τοιχογραφιῶν σὲ πολλοὺς χώρους καὶ τοῦ δεύτερου καὶ τοῦ τρίτου πατώματος. Καὶ γέμισε τὸ ἐσωτερικό τῆς Τράπεζας ἀπὸ τοιχογραφίες. Σύμφωνα μὲ τὶς πρῶτες τότε ἐκτιμήσεις ἐπρόκειτο γιὰ τοιχογραφίες μὲ μυθολογικὰ θέματα ἀπὸ Ἰταλὸ καλλιτέχνη. «Μπάρμπα-Σπύρο», πόσο δίκιο εἶχες! Τὸ κτήριο εἶναι ἕνα σπάνιο οἰκοδόμημα, ποὺ διατηρεῖ τὴν ἐσωτερική του διακόσμηση τῆς ἐποχῆς. Εἶναι καὶ ἄλλα ἀρχοντικά τοῦ 19ου αἰῶνα ποὺ διατηροῦν τὴν ἐσωτερική τους διακόσμηση, στὸ Ναύπλιο, τὴν Ἐρμούπολη, τὴ Μυτιλήνη, φαίνεται ὅμως πὼς τοῦτο εἶναι τὸ μοναδικὸ στὴν Ἀθήνα.

Ὁ «ἀποελαιοχρωματισμός» εὐτυχῶς προχώρησε γρήγορα. Στὶς 11 Σεπτεμβρίου τοῦ 1979 ὅμως ἡ συντάκτρια τῶν Νέων γιὰ θέματα καλλιτεχνικά, Χαρὰ Κιοσσέ, γράφει γιὰ τὶς «ἀποκαλύψεις» τῶν τοιχογραφιῶν. Τὸ Βῆμα τῆς ἑπομένης ἐπαναλαμβάνει τὴν πληροφορία. Λίγες μέρες ἀργότερα εἰσβάλλει στὸ γραφεῖο μου κλιμάκιο τοῦ Ὑπουργείου Πολιτισμοῦ, νὰ δεῖ μὲ τὰ μάτια του τί αὐθαιρεσία εἶχε διαπραχθεῖ καὶ νὰ ζητήσει τὴν ἄμεση διακοπὴ τῶν ἐργασιῶν. Ὑπογράμμισαν τὴ νομικὴ εὐθύνη μου καὶ τὶς ἐκ τοῦ νόμου ποινές. Φέρθηκα μὲ ἀγένεια, ἀποπέμποντάς τους, ἐνῶ ἔκπληκτοι ἄκουγαν νὰ τοὺς ὑπενθυμίζω τὴ δική τους προηγούμενη ἀπόφαση γιὰ κατεδάφιση.

Γνωρίζετε τί θόρυβος ἔχει ξεσηκωθεῖ τὰ τελευταῖα δεκαπέντε-εἴκοσι χρόνια γιὰ τὸν πολιτισμό, Τί βιομηχανία, λέει, ποὺ εἶναι. Τὶς νέες πολιτικὲς ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν. Δὲν ἔγιναν ἐκλογὲς χωρὶς προηγουμένως ἀρχηγοὶ καὶ πολιτικοὶ νὰ δώσουν ἐγγυήσεις γιὰ τὴ νέα πολιτικὴ ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσαν. Τί πράγματι ὅμως συμβαίνει γύρω μας, τὸ γνωρίζετε. Μάλιστα οἱ ἄνθρωποι τοῦ βιβλίου, τῆς τέχνης, τοῦ θεάτρου. Οἱ μόνοι ποὺ δὲν τὸ ἀγγίζουν εἶναι οἱ πολιτικοί. Ἄλλοτε ἢ τώρα «ὑπεύθυνοι» γιὰ τὸν πολιτισμό. Δὲν ἔχουν χρόνο. Μιά-δυὸ φορὲς τὴν ἡμέρα τρέχουν γιὰ νὰ παρουσιάσουν τὰ νέα βιβλία. Τί κωμωδία εἶναι κι αὐτή. Ἡ ἀνάπτυξη τοῦ πολιτιστικοῦ ὑποστρώματος μιᾶς κοινωνίας εἶναι δύσκολη ὑπόθεση. Ὁ πολιτισμὸς δὲν εἶναι οὔτε βιομηχανία, οὔτε πολιτική. Εἶναι ὕφος καὶ παράδειγμα, ποὺ χρειάζεται χρόνο καὶ πόρους. Πόρους πολλούς, ὅταν μάλιστα μιὰ κοινωνία τόσο βίαια, πολὺ ἀπότομα, λάτρεψε τὸν ἀγροῖκο πλοῦτο καὶ τὴν κατανάλωσή του.








Δεν υπάρχουν σχόλια: