Κυριακή, Ιουνίου 15, 2014

Δημήτρης Κανελλόπουλος: ΘΑ ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ, ΠΑΝΤΑ ΜΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ...

ΘΑ ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ, ΠΑΝΤΑ ΜΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Δημήτρης Κανελλόπουλος

Ἀναδημοσίευση  ἀπὸ τ περιοδικ Ὀροπέδιο
τχ. 2, Χειμώνας 2006


Μέσα στὸ ξύλινο μπεσίκι τῆς Παπαγιαννιᾶς, θυμᾶμαι τὶς ριπὲς τοῦ ἥλιου, ποὺ ἔμπαιναν ἀπ’ τὶς χαραμάδες τῶν παραθυρόφυλλων, «ἀπ’ τὰ σκούρα», ὅπως τὰ ἔμαθα ἀργότερα. Ἦταν στὴ σάλα τοῦ σπιτιοῦ μας. Ἀπὸ τὸ ταβάνι κρέμονταν τσαμπιά, σταφύλια. Καὶ κυδώνια. Στὴ γωνιὰ δεξιὰ ἡ εἰκόνα τῆς Βρεφοκρατούσας καὶ μπροστὰ της ἕνα γαλάζιο καντήλι.

Γεννήθηκα τὸ 1954. Στὶς τέσσερις Μάη. Ὁ παππούς μου μὲ δήλωσε μερικοὺς μῆνες ἀργότερα, τὸν Ἰούλιο. Προφανῶς εἶχε κάνει τοὺς ὑπολογισμούς του, γιὰ τὸ πότε θὰ μὲ πάρουν φαντάρο, ἴσως μετὰ τὰ ἁλωνίσματα κι ἔτσι μὲ δήλωσε στὸ Γραμματέα, ὡς γεννηθέντα στὶς ἑφτὰ Ἰουλίου… Εἶδα τὸ φῶς, λίγους μῆνες μετὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ συμπαθέστερου προσώπου (κατὰ τὶς διηγήσεις πολλῶν συμπατριωτῶν μου), τῆς οἰκογενείας μου. Τοῦ ἀμέσως μετὰ τὸν πατέρα μου, ἀδελφοῦ του. Τοῦ Διονύση, ποὺ σκοτώθηκε πέφτοντας ἀπὸ τὰ πλαϊνά του τράμ, μπροστὰ στὸ ξενοδοχεῖο Ἀκροπόλ, ἐπὶ τῆς Πατησίων… Ἡ οἰκογένεια, καὶ πιὸ πολὺ ὁ παππούς μου πέρασε τὴν πίκρα της μὲ μένα, ποὺ ἦρθα μετά.


Ἀπ’ ὅλα τὰ πρόσωπα ποὺ μὲ τριγύριζαν, παίρνοντας με πότε ὁ ἕνας πότε ὁ ἄλλος στὴν ἀγκαλιά του, διεκδικώντας με ὁ καθένας γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἐκεῖνο τὸ πρόσωπο ποὺ θυμᾶμαι λιγότερο ἦταν τοῦ πατέρα μου καὶ κεῖνο ποὺ μὲ χαρακτηρίζει ταυτοσημία, ἀπὸ τότε μαζί του, ἦταν τοῦ παπποῦ μου.

Τὸν πατέρα μου τὸν θυμᾶμαι λιγότερο ἀπ’ ὅλους. Ὅσο καιρὸ βρισκόταν στὴ Νεμούτα, μαζί μας, σηκωνόταν πρὶν χαράξει κι ἔφευγε γιὰ τὶς «πεῦκες». Πότε νὰ πελεκήσει, πότε νὰ μαζέψει τὸ ρετσίνι. Ἡ μάνα μου, τοῦ ἔφτιαχνε κολατσιὸ καὶ κατὰ τὶς ἕντεκα, τὸν περιμέναμε νὰ φτάσει κάτω χαμηλὰ στοὺς κήπους, πιὸ κάτω ἀπ’ τ’ ἁλώνι ποὺ εἴχαμε. Ἐκεῖ μ’ ἀγκάλιαζε, μὲ φίλαγε καὶ πάλι δρόμο. Ἐγὼ ἔκλαιγα. Δὲν τὸν χόρταινα. Τὸ βράδυ ποὺ γύριζε, μετὰ τὸ φαΐ μ’ ἔπαιρνε γιὰ λίγο στὴν ἀγκαλιά του, πρὶν πάει νὰ πέσει νὰ κοιμηθεῖ. Ἡ ἀγκαλιά, ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα μοῦ λείπει… Μύριζε ὅλος ρετσίνι. Αὐτὴ ἡ μυρουδιὰ ἔχει μείνει ἀκόμη στὰ ρουθούνια μου….

Ἔχεις, στὴ μέσα τσέπη

Πευκόφλουδα καὶ σκίνο

Ἡ ἄσφαλτος,

σοῦ καίει τὰ πόδια

Ὅλο ζητᾶς νὰ φύγεις

Ὅμως δὲν ἔχει τραῖνο ἀπόψε γιὰ Καβάσιλα…,


ἔγραφα ὅταν ἰχνηλατοῦσα τὸν κόσμο, στὴν πολὺ μακρινὴ ἐποχὴ τῆς νεότητάς μου. Ἕνα ποίημα ἀφιερωμένο στὸν πατέρα μου, στὸν πιὸ εὐαίσθητο, στὸν πιὸ εὐγενῆ ἄνθρωπο ποὺ  γνώρισα στὴ ζωή μου… Στὸν ἀγαπημένο μου πατέρα.

Ἀπὸ ποῦ ἤθελε νὰ φύγει ὁ πατέρας μου; Μά, ἀπὸ τὸν ξένο τόπο, τὴν Ἀθήνα, ποὺ τὸν ἔφεραν οἱ συγκυρίες τῆς ἐποχῆς. Ποῦ ἤθελε νὰ πάει; Προφανῶς, ὄχι στὰ Καβάσιλα, μὲ τὴν κυριολεκτικὴ ἔννοια. Ἤθελα νὰ γυρίσει στὸ λιμάνι του· στὴ Νεμούτα. Σαράντα χρόνια στὴ ξενιτιά, ἐσωτερικὸς μετανάστης στὴν Ἀθήνα, τίποτα ἄλλο δὲ λαχταροῦσε περισσότερο παρὰ νὰ γυρίσει πίσω.

Ἡ συγκυρία. Δὲν ὑπολογίζει αἰσθήματα ἀνθρώπων, δεσμούς, σχέσεις. Μιὰ συγκυρία τὸν ἔφερε στὴν Ἀθήνα, ἐνῶ λίγα χρόνια πρίν, μιὰ ἄλλη συγκυρία τὸν εἶχε φέρει ἀντάρτη, στὸ βουνό. Ὑπηρέτησε κάτω ἀπὸ τὶς διαταγὲς τοῦ Ζαχαριᾶ καὶ τοῦ Σφακιανοῦ. Τοῦ καλότατου καπετάνιου Γιώργη Ἀρετάκη, ἀπὸ τὸν Κοκξαρὲ Ρεθύμνης.

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΠΑΝΑΓΙΑ ΧΡΥΣΟΠΗΓΗΣ ΚΑΤΑ ΤΑ ΕΤΗ 1947 - 1949



Τί πόδια εἶχες

ποῦ σ’ ἀνέβασαν τόσο ψηλά;

Πῶς ἔβλεπες τὸν κόσμο ἀπ’ ἐδῶ πάνω;

Τὰ πόδια ἀπὸ μόνα τους

δὲν θὰ τολμοῦσαν τέτοιο πράμα.

Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἔδωσε φτερὰ

καὶ δύναμη

τὴν πέτρα αὐτὴ τὴν ἄγρια

νὰ πατήσουν;

Πατέρα, γιατί ἀνέβηκες σ’ αὐτὸ τὸ καταράχι

ποιὸ ὄνειρο σ’ ἔφερε ἴσαμε ἐδῶ

ποὺ μόνο ὁ ἄνεμος γδέρνει ψυχές, σφυρίζοντας

κι ἄγρια πουλιὰ ποὺ ντρέπονται πιὸ κάτω νὰ κατέβουν

σκίζουν μὲ συριγμοὺς τὴν ἀπεραντοσύνη τῶν οὐρανῶν;

Τί ἦταν αὐτὸ ποὺ σ’ ἔκανε νὰ κυνηγήσεις

ὕψη ἀόρατα;

Αὐτό,

ποὺ ξεπερνάει τὴ σκέψη τῶν ἀνθρώπων

τὴν ἥσυχη ζωὴ

τοῦ σπέρνω, θερίζω, ἁλωνίζω;

Ἐπὶ δυόμισι χρόνια στὰ βουνὰ τῆς Ἠλείας, τῆς Ἀχαΐας καὶ τῆς Ἀρκαδίας, μέσα στὰ χιόνια, στοὺς βοριάδες, χωρὶς ψωμί, χωρὶς νερό… Ὅπως ἐκεῖνο τὸ βράδυ στοὺς Παραλογγούς. Ποὺ λυσσασμένοι ἀπὸ τὴν πείνα, κυνηγημένα θεριὰ μπήκατε στὰ σπίτια. Κι ἐσύ, μ’ ὅλη τὴν εὐγένεια ποὺ ἀνάβλυζε ἀπὸ τὰ ὄμορφα μάτια σου, ζήτησες ἂν ἔχουν τὴν καλοσύνη νὰ σοῦ δώσουν μία φέτα ψωμί. Δὲν ἅπλωσες τὸ χέρι νὰ τὸ πάρεις. Καὶ ἐκεῖνοι, οἱ σιωπηλοὶ νοικοκυραῖοι,  δὲν σοῦ ἔδωσαν…

ΜΙΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ‘48



Τί ἀντάρτης ἀλήθεια ἤσουνα

Νὰ παρακαλεῖς γιὰ ἕνα κομμάτι ψωμὶ

Ἀντὶ ν’ ἁπλώσεις τὸ χέρι νὰ τὸ πάρεις;

Μετὰ τὴ μάχη τῆς Ζαχάρως, ἦρθε ἡ διάλυση κι ἡ πτώση κι ὁ διωγμός…Μύριζε θάνατο καὶ ἐθνικοφροσύνη παντοῦ. Ὁ γυρισμὸς στὴν πέριξ τῆς Νεμούτας περιοχή… Μέσα στὰ δάση, μὲ τὴ βροχὴ καὶ τὸ χιόνι. Νὰ προσπαθεῖς νὰ βρεῖς μία ἐπικοινωνία μὲ τοὺς δικούς σου καὶ νὰ μὴν μπορεῖς. Φυλάκια τοῦ στρατοῦ παντοῦ, γύρω ἀπὸ τὸ χωριό. Κανεὶς δὲ δεχόταν νὰ πάρει ἕνα χαρτί, ἕνα μήνυμα γιὰ τὴν οἰκογένειά σου. Κι ἔστειλε ἡ τύχη τὸν Παναὴ ποὺ δέχτηκε, νὰ τὸν ἔχει ὁ Θεὸς καλά… Καὶ εἰδοποίησε τοὺς γέρους. Καὶ ἦρθε ἡ δόλια γριὰ στὸν Ἄη Γιώργη… Ἡ διαρκὴς ἀλλαγὴ τόπων, τὸ κρυφτούλι. Καὶ ὅταν πιὰ ἕσφιγγε ὁ κλοιός, ὀργανώθηκε ἡ παράδοσή σου στοῦ Λυκούρεσι

ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ 2ας  ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1949



Κάνει κρύο.

κι ἡ μέρα εἶναι θυμωμένη.

Ὁ Σίμος κι ὁ Τσόγκας πᾶνε μπροστά.

Ἐγώ, πίσω τοὺς ἀμίλητος.

Σ’ ὅλο τὸ δρόμο,



Τὰ μάτια μου μετράν’ τὸ χῶμα


Ξυπνάει ὁ ταγματάρχης θυμωμένος, καθὼς τὸν εἰδοποιοῦν ὅτι σὲ ἔφεραν…

ΛΥΚΟΥΡΕΣΙ,
ΠΡΩΙ ΤΗΣ 2ας  ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1949

- Τί μου τὸν φέρατε ἐδῶ ρὲ

κι ἀκόμη δὲ χάραξε ἡ μέρα …

Στὸ ρέμα κατεβάστε τὸν

νὰ ἐκεῖ ἀπὸ κάτου…



Ὁ Σίμος εἶχε τὸ κουμάντο. Εἶπε:

- Δὲν εἶναι ἔτσι κύριε ταγματάρχη…

δὲν εἶναι ἔτσι …

Μετά, στὴν Ὀλυμπία δεμένος. Καθὼς σὲ μπάζουν στὴν καρβουναποθήκη τοῦ ξενοδοχείου ΣΠΑΠ, βλέπεις τὸν Ἀνάστο· τὸν ὁδηγοῦν ἔξω. Δὲν ξέρεις ὅτι τὸν πάνε στὴ Μιράκα… Θὲς νὰ τὸν χαιρετίσεις, ἀλλὰ σὲ σταματᾶ ὁ ὑποκόπανος τοῦ ὅπλου ποὺ κατεβαίνει στὸ κεφάλι σου… Δὲν θὰ τὸν ξαναδεῖς ποτέ… Χρόνια μετά, θὰ μᾶς μάθεις νὰ τὸν ἀγαπᾶμε, ὅπως ὅλους ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν. Ν’ ἀγαπᾶμε τὰ ἀδέρφια του ποὺ ἔμειναν πίσω καὶ τὰ παιδιά τους μὲ τὰ ὁποία θὰ παίζουμε στοὺς χωματένιους, γεμάτους καβαλίνες δρόμους τῆς Νεμούτας, τὰ καλοκαίρια τῆς δεκαετίας τοῦ 1960…


ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΝ ΣΠΑΠ



Τὸ καλοκαίρι κατεβαίνουμε στὴν Ὀλυμπία.

Εἶναι καὶ τὰ παιδιὰ βλέπεις ποὺ τὴν ἀγαπᾶνε

καὶ τὴ ζητᾶνε πάλι καὶ πάλι



Ξενοδοχεῖον ΣΠΑΠ,

γράφει ἡ ταμπέλα

καὶ τὸ χορτάρι ἔχει σκαρφαλώσει ὡς τὰ μπαλκόνια.



Καθὼς κοιτῶ τὴ γέρικη φιγούρα του

μέσα στὴ μνήμη μου ἀναδύεται

μουντὸ καὶ κρύο τὸ πρωινὸ

ποῦ σ’ ἔσπρωχναν ξυπόλυτο

στὸ ὑπόγειό του.



Κι ἀναρωτιέμαι βλέποντας τριγύρω

τοὺς πολιτισμένους Βαράγγους

νὰ ὁδεύουν πρὸς τὸν Ἑρμῆ τοῦ Πραξιτέλη,

ποιὸς ἄραγε θυμᾶται ἡ

ποιὸς ξέρει

μέσα ἀπὸ ποιὰ μάτια ἀνέβλυσα

στὸν κόσμο;

H περιπέτεια. Ἀπὸ τὴν Ὀλυμπία, στὴν Πάτρα. Στὸ Παναχαϊκό. Μέσα στὸ Στάδιο, ἐν ἀναμονῇ τῆς δίκης. Χιλιάδες στοιβαγμένοι. Ἡ συνάντηση μὲ τὸν πατέρα σου καὶ πάππο μου. Ἡ κινηματογραφικὴ διάσωσή σου, ἀπὸ τὸ ἀπόσπασμα. Ὁ ὑπομοίραρχος Μῆτσος Σιῶπας, ποὺ σὲ πῆρε μπροστὰ ἀπ’ τὴν κάνη τοῦ ὅπλου, στέλνοντας σε στὶς Σχολὲς Ἀνταρτοπαίδων, στὴ Λέρο…

Η ΕΙΣ ΖΩΗΝ ΚΑΘΟΔΟΣ
4 Μαΐου 2002, Μέγα Σάββατον

Ἂν ἄνθισα

Κι ἔγινα βλαστάρι

Δυὸ λόγια ἂν ἔγραψα καὶ δοκίμασα χαρὲς καὶ λύπες

Καὶ ξενιτεύτηκα μέσα στὸν καιρὸ

Κι ἂν ἔπεισα τὴν ὀμορφιὰ

Νὰ κοιμηθεῖ μαζί μου καὶ νὰ μὲ πάρει σύντροφο

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μάνα μου καὶ τὸν καλὸ πατέρα

Τὸ χρωστάω σὲ δυὸ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔτυχε

Ποτὲ νὰ ἰδῶ

Στὸν Ἀρετάκη Γιῶργο, τὸν ἐπονομαζόμενο Σφακιανὸ

Ἀντάρτη,

Ποῦ ἄφησε ἴχνη μεγαλύτερα ἀπὸ τὸ μπόι του

Στὴν ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων

Καὶ τὸ κορμί του, σ’ ἄγνωστο ρουμάνι,

Μετὰ τὴν ἐπαφὴ ποὺ εἶχε

Μὲ τὸ μαχαίρι κάποιου χίτη.

Ὅταν μ’ ἐπιμονή,

τὸ δόλιό μου πατέρα

ἐκράτησε μακριὰ

ἀπ’ τὴ μάχη τῆς Ζαχάρως



Κι ἀκόμη, στὸ σιωπηλὸ ὑπομοίραρχο Μῆτσο Σιώπα

Ποῦ τιμώντας μία φιλία

Συνέχεια ἔδωκε στὸ σόι μου

Ἀρπάζοντας τὸν, μπροστὰ ἀπ’ τὴν κάνη.



Δὲν ξέρω, μεταξὺ τοὺς ἂν μιλοῦν

Ἐκεῖ ποὺ βρίσκονται βαθιά, στὴν Ἀλησμόνα.

Μὰ κάθε χρόνο

Στὶς ἀρχὲς τοῦ Μάη,

Ἕνα κεράκι ἀνάβω

Γιὰ τὶς ψυχοῦλες τους

Ποῦ φτερουγίζουν μὲς στὴ μνήμη.

Δὲν εἶχες δεῖ ποτὲ θάλασσα. Δεμένος μέσα στ’ ἀμπάρι τοῦ πλοίου, ξυπόλυτος καὶ ρακένδυτος ἔφτασες στὸν Πειραιᾶ κι ἀπ’ ἐκεῖ στὴ Λέρο. Σχολὲς Ἀνταρτοπαίδων. Ἡ βασίλισσα Φρειδερίκη, ἔδειχνε τὸ ἔλεός της στοὺς ἀνταρτόπαιδες…



Στὸ  πίσω μέρος τῆς φωτογραφίας γράφει τὴν ἡμερομηνία καὶ τὰ ὀνόματα. 10 – 11 – 1949. Ἐνθύμιον Λέρου. Καὶ κατὰ σειρά, Γεώργιος Κανελλόπουλος, Γεώργιος Μάρας, Μπακατσέλος Ἀνδρέας, Τυροβολᾶς Ἰωάννης, Ντίνος Κανελλόπουλος. Στὸ τέλος γράφει ἀνορθόγραφα «ἐνθύμιον φύλιας», ἀντὶ Ἐνθύμιον φιλίας. Καὶ στὰ πλάγια «ἦμε μὲ τὴν φόρμα ποὺ δουλέβο στὸ μηχανουργίον».

Πέντε πρόσωπα, πέντε νέοι πάνω - κάτω στὴν ἴδια ἡλικία. Οἱ τρεῖς ἀπὸ τὴ Νεμούτα, ὁ ἕνας ἀπὸ τὴ Χώρα Γορτυνίας κι ὁ ἄλλος ἀπὸ τὰ Φίχτια Ἀργολίδας, πάνω σὲ μιὰ μεγάλη σιδεροσωλήνα. Προφανῶς, ἔξω ἀπὸ τὸ «μηχανουργίον». Κι ἀκόμη δυὸ πρόσωπα ἄγνωστα στὸ κάτω δεξὶ μέρος τῆς φωτογραφίας.

Τὰ πρόσωπα: ἐσὺ εἶσαι πρῶτος, μ’ ἕνα μειδίαμα κοιτάζεις τὸ φακό. Ξέρω καλὰ τὸ πικρό σου γέλιο… Φορᾶς ὅπως γράφεις στὸ πίσω μέρος, τὴ φόρμα ἐργασίας. Πίσω σου ὁ Ἀντρέας Μπακατσέλος, γιὸς τοῦ γερὸ Δημοσθένη, ποὺ ἔκοψαν τὸ νῆμα τῆς ζωῆς του στὴ Νεμούτα, κι ἀδελφός τοῦ Κωστάκη Μπακατσέλου, ποὺ πιάστηκε μὲ τὸ Λουμιώτη στὴ Νεμούτα καὶ τὸν βρῆκε τὸ μαχαίρι λίγο πρὶν ἀπὸ τοῦ Λάλα.

Κατόπιν, ὁ συνεπώνυμος, Ντίνος Κανελλόπουλος ἀπὸ τὴ Χώρα Γορτυνίας. Γιὸς τοῦ Νάκου, ποὺ εἶχε ἐκτελεστεῖ κάμποσο καιρὸ πιὸ πρίν. Ἕνας ἐπιστήθιος φίλος, ποὺ δὲν ἔμελλε ποτὲ νὰ γυρίσει στὴ Χώρα· σοῦ εἶπε ὅταν ἀπελύθης: ποῦ νὰ γυρίσω ἄλλωστε; Τί θὰ ᾿βρίσκε πίσω; Ἔμεινε στὰ Δωδεκάνησα ὅταν ἀπολύθηκε. Πῆγε στὴν Κῶ, γιὰ νὰ ᾿βρεῖ καμιὰ δουλειά. Κι ἐκεῖ, ἕνα φορτηγὸ σταμάτησε τὴ ζωή του… Ἔμεινε γιὰ πάντα ἐκεῖ… Πιὸ πίσω, ὁ δευτεροξάδερφός σου ὁ Γιώργης ὁ Μάρας, ὁ γιὸς τοῦ καλοῦ κι ἀγαθοῦ Μπάρμπα Τάσου, ὁ καλόκαρδος, ποὺ ἔφυγε κατόπιν στὴν Ἀμέρικα. Καὶ τελευταῖος, ὁ Γιάννης Τυροβολᾶς, ὁ φίλος ἀπ’ τὰ Φίχτια τῆς Ἀργολίδας, ποὺ ἔκανες σαράντα χρόνια νὰ ξαναϊδῆς.



Αὐτὴ εἶναι ἡ συνοπτικὴ καταγραφὴ μιᾶς τροχιᾶς, ἑνὸς παιδιοῦ ἀπὸ τὴ Νεμούτα, ποὺ συμπτωματικὰ ἔγινε ὁ πατέρας μου. Ἕνας ἀνυποχώρητος ἀγωνιστής, μὲ μίαν εὐγένεια κληρονομική, ὅπου ἔδωσε τὸ σκληρὸ ἀγώνα τῆς ζωῆς καὶ πέτυχε. Πάντα στὴν ἴδια θέση Ἀρχῆς. Ποὺ ἀνάθρεψε τρία παιδιά. Χωρὶς βοήθεια ἀπὸ καμιὰ κρατικὴ ἀρχή. Χρόνια ὁλόκληρα, πάλευε τὴ νύχτα στὸ τιμόνι. Χωρὶς γιορτές, ἀργίες, Κυριακές…



Γιὰ σένα, γιὰ τὰ πράσινα μάτια σου, θὰ γράψω τὸ μεγαλύτερο ποίημα τῆς ζωῆς μου…




Δεν υπάρχουν σχόλια: