Δευτέρα, Αυγούστου 18, 2014

Δημήτρης Κ. Ψυχογιός Διαιωνίζοντας την κουλτούρα της βίας

Δημήτρης Κ. Ψυχογιός
Διαιωνίζοντας την κουλτούρα της βίας
Περιοδικό Οροπέδιο, τεύχος 6ο
«Σελίδες για τον Σάκη Καράγιωργα»
Θυμάμαι τον Σάκη Καράγιωργα κάθε φορά που περνώ από τα δικαστήρια της Αθήνας, την παλιά Σχολή Ευελπίδων, και αυτό συμβαίνει πολύ συχνά γιατί κατοικώ λίγα τετράγωνα πιο πέρα. Ο τόπος με συνδέει μαζί του με κάτι που είναι και πολιτικό και πολύ προσωπικό αλλά δεν του το είχα ποτέ αναφέρει όταν, μετά τη δικτατορία, γνωριστήκαμε: εκεί, όταν άρχισε η δίκη του και των άλλων της Δημοκρατικής Άμυνα στο στρατοδικείο, τέλη Μαρτίου 1970, είχαμε τοποθετήσει βόμβες και είχαμε ανατινάξει ένα από τα στρατιωτικά φορτηγά («ρέο») που βρίσκονταν στο μέρος που τώρα είναι το μικρό πάρκο, προς την οδό Ευελπίδων. Σήμερα, στον παλιό τόπο της νεανικής αποκοτιάς, κάνω κάτι πολύ πιο ειρηνικό και ευχάριστο, βγάζω βόλτα τον σκύλο μου. Αναρωτιέμαι αν τα ρέο ήσαν εδώ ή λίγο πιο εκεί, ξαναμετράω τα βήματα, ξαναθυμάμαι τον ένοπλο φρουρό που είχα προσπεράσει και είχα καλησπερίσει – και σκέφτομαι πως ήμουν πολύ τυχερός που δεν μου είχε σκάσει και μένα κάποια βόμβα στα χέρια, ίσως επειδή ήμουν των θετικών επιστημών και ήξερα περισσότερα για ηλεκτρικές συνδεσμολογίες. Σκέφτομαι και διάφορα άλλα που θα τα γράψω παρακάτω.

Δεν γνώριζα την ύπαρξή του Σάκη Καράγιωργα ως τη σύλληψή του, το καλοκαίρι του 1969, που η δική του βόμβα έσκασε στα χέρια του. Ήταν δική μου άγνοια, γιατί ήταν ήδη πριν από τη δικτατορία γνωστός στον χώρο της δημοκρατικής Αριστεράς, όπως αυτοαποκαλούνταν όσοι δεν ήθελαν να παραχωρήσουν την αποκλειστικότητα του τίτλου «Αριστερά» στο εκτός νόμου Κομμουνιστικό Κόμμα και στη νόμιμη έκφραση του, τότε, την ΕΔΑ. Ήταν ο κόσμος που ονειρευόταν να ιδρύσει αυτό που δεν είχε υπάρξει ποτέ ως τότε στη χώρα μας, σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Μία από τις βασικές διαφορές εκείνη την εποχή ανάμεσα στους Ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες και κομμουνιστές, πέρα από την άνευ όρων υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης από τους δεύτερους, ήταν το θέμα του «ειρηνικού περάσματος στον σοσιαλισμό»: μπορεί τα κομμουνιστικά κόμματα γύρω στο 1960 να αποδέχθηκαν τη «δυνατότητα» της ειρηνικής αλλαγής αλλά αυτό αποτελούσε απλώς δυνατότητα, όχι ρητή αποκήρυξη της ένοπλης επαναστατικής βίας, όπως συνέβαινε με τα σοσιαλιστικά κόμματα. Υπήρχαν φυσικά και άλλες πολλές που είχα σχέση με τη «δικτατορία του προλεταριάτου», τον έλεγχο των πάντων από το κόμμα, τις εθνικοποιήσεις, αλλά αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι το ζήτημα της βίας.
Ο Σάκης Καράγιωργας ήταν ο ιδεατός τύπος του αριστερού διανοούμενου που θεωρεί καθήκον του την πολιτική στράτευση επειδή θέλει να υπηρετήσει την υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής έμπρακτα και όχι μόνο μέσα από τα γραπτά του αλλά την απόσταση του από τα κομμουνιστικά κόμματα την κράτησε σταθερά σε όλα τα χρόνια της ζωής του. Μετά τη διαγραφή του από το ΠαΣοΚ, μαζί με το σύνολο σχεδόν της Δημοκρατικής Άμυνας, ασχολήθηκε με την τρέχουσα πολιτική μόνο στις εκλογές του 1977, για να βοηθήσει τη «Συμμαχία» _ και τον θυμάμαι τότε στα Λεχαινά να μιλά από την είσοδο του φτωχικού μας εκλογικού κέντρου και να κρατά με το ένα χέρι το μικρόφωνο κουνώντας με δυσκολία το άλλο, το γαντοφορεμένο λόγω του τραυματισμού του. Ήταν αντιπαπανδρεϊκή κυρίως η ομιλία του, αν θέλαμε να πάρουμε ψήφους έπρεπε να περιορίσουμε την άνοδο του ΠαΣοΚ _ και ποιος ήταν αρμοδιότερος από τον Σάκη Καράγιωργα να μιλήσει για το ΠαΣοΚ και τον πρόεδρο του; Όχι μόνο είχε διαγραφεί από αυτόν αλλά τον γνώριζε και είχε συνεργαστεί μαζί του από τη δεκαετία του 1960. Ο Καράγιωργας ήταν από τα ιδρυτικά μέλη, μαζί με τον Κώστα Σημίτη, του ομίλου «Αλέξανδρος Παπαναστασίου» που ήθελε να είναι, ας πούμε το think tank της Κεντροαριστεράς, κάτι σαν τον ΟΠΕΚ της δεκαετίας του 1990. Οι διανοούμενοι που τον αποτελούσαν συσπειρώνονταν πολιτικά (όχι όμως και προσωπικά ή ιδεολογικά) γύρω από τον Ανδρέα Παπανδρέου που αποτελούσε τη μόνη εναλλακτική λύση στους παραδοσιακούς κομματάρχες της Ένωσης Κέντρου.
Μετά το κακό εκλογικό αποτέλεσμα και τη διάλυση της Συμμαχίας ο Σάκης Καράγιωργας δεν ασχολήθηκε με την κομματική πολιτική παρά το 1985, όταν άρχισαν οι διαδικασίες μετεξέλιξης του ΚΚΕ Εσωτερικού σε μη κομμουνιστικό κόμμα της Αριστεράς. Είχε δημιουργηθεί τότε ομάδα ανεξάρτητων αριστερών που πίεζε από τα έξω προς αυτή την κατεύθυνση και ο Σάκης Καράγιωργας δέχθηκε να συμμετάσχει _ τον βρήκε όμως ο θάνατος το καλοκαίρι του 1985· αιφνίδιος και ειρηνικός θάνατος, την ώρα που πάλευε με τα χώματα και τα φυτά στον κήπο του σπιτιού του. Είμαι σίγουρος πως αν δεν είχαμε χάσει τον Σάκη Καράγιωργα θα ήταν διαφορετική η πορεία της ΕΑΡ που δημιουργήθηκε δύο χρόνια μετά και του σημερινού Συνασπισμού που προέκυψε από αυτήν και με όσους διαγράφηκαν από το ΚΚΕ το 1991. Τόσο η προσωπικότητά του όσο και το συμβολικό κεφάλαιο που διέθετε έδιναν ιδιαίτερη βαρύτητα στην παρουσία του και θα επέτρεπαν να διαμορφωθούν αλλιώς οι καταστάσεις που καθόρισαν την πορεία αυτού του χώρου. Τέλος πάντων, αυτό είναι το θέμα μας.
Ο Σάκης Καράγιωργας, λοιπόν, αποφάσισε να δραστηριοποιηθεί πολιτικά όταν το ΚΚΕ Εσωτερικού, ο βασικός φορέας της ανανεωτικής Αριστεράς στην οποία και αυτός ανήκε, αποφάσισε να πάψει να είναι «κομμουνιστικό», να εγκαταλείψει ρητά τον μαρξισμό-λενινισμό, τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και την ένοπλη επαναστατική βία που θα οδηγούσε στη δικτατορία του προλεταριάτου _ όχι πως όλα αυτά ήσαν κυρίαρχες απόψεις στο ΚΚΕ Εσωτερικού, αλλά το «κομμουνιστικός» σε αυτά παραπέμπει και θεωρητικά και πρακτικά. Πώς, λοιπόν, αυτός ο ορκισμένος σοσιαλιστής, ο δημοκράτης αριστερός, βρέθηκε έτοιμος το 1969, σαράντα σχεδόν χρονών και καθηγητής πανεπιστημίου, να ασκήσει ένοπλη βία; Γιατί και οι βόμβες όπλα είναι και μπορούν να σκοτώσουν ανθρώπους, έστω και αν αυτός που τις τοποθετεί δεν έχει αυτή την πρόθεση. Γιατί το ίδιο αποφάσισαν και άλλοι διανοούμενοι και καθηγητές, μέλη της Δημοκρατικής Άμυνας; Ένας από αυτούς μάλιστα ήταν ο Κώστας Σημίτης που αναγκάστηκε να διαφύγει στο εξωτερικό για να μη συλληφθεί μετά τον τραυματισμό του Σάκη Καράγιωργα. Όλους αυτούς, βέβαια, εγώ δεν τους γνώριζα και ας ήμουν μέλος της Άμυνας – όχι μόνο λόγω συνωμοτικών κανόνων, ήταν και η διαφορά status και ηλικίας.
Υποθέτω ότι έγιναν «βομβιστές» για τους ίδιους λόγους που έγινε και ο εικοσάχρονος φοιτητής που ήμουν εγώ τότε. Είχα ενταχθεί αμέσως μετά τη δικτατορία στην Δημοκρατική Άμυνα αλλά  το 1969 αποχώρησα και ιδρύσαμε με κάποιους άλλους συντρόφους, από την Άμυνα οι περισσότεροι, άλλη οργάνωση το «Κίνημα 20ης Οκτώβρη». Λέγαμε, λοιπόν, πως βάζαμε βόμβες για προπαγάνδα, για να δείξουμε πως είμαστε εναντίον της χούντας, πως όλος ο λαός είναι εναντίον της, και αφού δεν μας επιτρέπει να εκδηλώσουμε την αντίθεσή μας με άλλα μέσα, καταφεύγουμε στη βία. Τι άλλο να κάνεις όταν στην παραμικρή διαμαρτυρία σε περίμενε η Μπουμπουλίνας και συχνά τα βασανιστήρια, όπως στην περίπτωση του Σάκη Καράγιωργα που οι ασφαλίτες τον βασάνιζαν τραυματισμένο; Όταν δεν υπάρχουν κόμματα, συνδικαλισμός, σύλλογοι, δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης, τι σου μένει για να δηλώσεις την αντίθεσή σου από τις βόμβες; Μετά οι λόγοι επεκτάθηκαν, θέλαμε και σοσιαλισμό, να φύγουν οι Αμερικανοί, να καταργηθεί η βασιλεία, αλλά φυσικά κανείς δεν υποστήριζε ότι θα βάζαμε βόμβες αν είχαμε δημοκρατία.
Όμως όλα αυτά τα επιχειρήματα υπέρ της «δυναμικής δράσης» είναι προσωπικές εξηγήσεις που αντιπαρέρχονται το κρίσιμο: ότι η δικτατορία ήταν η συνέχεια της πιο ακραίας μορφής πολιτικής βίας, του εμφύλιου πολέμου, που είχε προηγηθεί. Η χούντα συνέχισε ουσιαστικά τον εμφύλιο πόλεμο και εμείς απαντούσαμε, είμαστε η άλλη πλευρά του εμφύλιου. Δεν αρνηθήκαμε την εμφύλια βία, δεχθήκαμε την πρόκληση και απαντήσαμε _ και αυτό ήταν μεγάλο λάθος. Όχι λάθος πολιτικό, επειδή «οι απομονωμένες από τις μάζες οργανώσεις» συντρίβονται από τις δυνάμεις καταστολής, όπως  υποστήριζαν τότε όσοι ήσαν κατά των βομβών και του «δυναμικού αγώνα» _ αυτό το επιχείρημα λέει απλώς ότι πρέπει να γίνουμε πολλοί για να είναι αποτελεσματική η βία και να νικήσουμε. Ήταν λάθος ιδεολογικό, λάθος πολιτιστικό, διαιωνίζαμε την κουλτούρα της βίας.
Η χώρα μας έχει εξαιρετικά βίαιες πολιτικές παραδόσεις. Όλη η ιστορία της από τις αρχές του 20ου αιώνα ως το 1974 είναι ιστορία πραξικοπημάτων, δικτατοριών, εμφυλίων πολέμων, διχασμών, εξεγέρσεων. Είμαστε η μοναδική χώρα της Ευρώπης που έγινε εμφύλιος πόλεμος μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η μοναδική που έγινε δικτατορία _ αλλά και μετά τη δικτατορία συνεχίσαμε αυτή τη βίαιη παράδοση:  η ένοπλη αριστερή τρομοκρατία επέζησε επί 30 χρόνια, ενώ στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία ούτε 5 (στην Ισπανία και την Ιρλανδία υπάρχει εθνικιστική τρομοκρατία). Οι καταλήψεις και οι καταστροφές σε σχολεία και πανεπιστήμια επαναλαμβάνονται τελετουργικά κάθε χρόνο, ενώ σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες έγιναν 2-3 φορές από το 1968. Και το πρόβλημα είναι ότι η μεν τρομοκρατία είχε ως σημείο αναφοράς τη δυναμική αντίσταση κατά της χούντας, οι καταλήψεις στα πανεπιστήμια, το Πολυτεχνείο _ η βία δηλαδή που ασκείται σήμερα δικαιολογείται με αναφορές στην εποχή της δικτατορίας. Και αυτό είναι πολιτιστικό πρόβλημα, όχι πολιτικό.
Όπως πολιτιστικό πρόβλημα είναι η λατρεία του Άρη Βελουχιώτη, του ανθρώπου που ήθελε ευθύς εξαρχής να μετατρέψει την αντίσταση κατά των ναζί σε εμφύλιο πόλεμο· οι τιμές που αποδίδονται στον  Κολοκοτρώνη και στους άλλους οπλαρχηγούς της επανάστασης και οι κατηγορίες σε βάρος των πολιτικών της, των διανοούμενων της, των νομοθετών της – οι πρώτοι θεωρούνται «γνήσιοι λαϊκοί ήρωες», οι άλλοι ξεπουλημένοι στους ξένους πολιτικάντηδες. Πολιτιστικό πρόβλημα είναι οι γιορτές και οι αναπαραστάσεις της τάδε ή της δείνα μάχης σε δεκάδες πολιτείες και χωριά – και αν είναι απολύτως κατανοητό να τιμάται το Μεσολόγγι, η πολίχνη που πολιορκήθηκε και αντιστάθηκε και θυσιάστηκε, δεν είναι ντροπή να εορτάζεται η «απελευθέρωση της Τρίπολης», ήτοι η σφαγή των αμάχων από τους άτακτους του Κολοκοτρώνη; Αλλά αυτά τα τελευταία έχουν περισσότερο να κάνουν με τον εθνικισμό, όπως και η αναπαράσταση της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου: τι σημασία έχει αν πολέμησαν Ισπανοί και Ιταλοί; Σημασία έχει πως ηττήθηκαν η Τούρκοι.
Και υπάρχουν ακόμη όλες οι άλλες μορφές βίας που γίνονται αποδεκτές ως αυτονόητες στη χώρα μας: το δικαίωμα μερικών δεκάδων διαδηλωτών να αποκλείουν το κέντρο της Αθήνας ή τις εθνικές οδούς, ασκώντας βία πάνω σε εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες. Η βία των οδηγών που κλείνουν τις διαβάσεις των πεζών, των μοτοσυκλετιστών που κάνουν ράλι στα πεζοδρόμια, των ελεγκτών εισιτηρίων που ταπεινώνουν και εξευτελίζουν τους παραβάτες, των αστυνομικών απέναντι στους μετανάστες, αυτών που σπρώχνουν στην ουρά για να μας πάρουν τη θέση, αυτών που γεμίζουν τους δρόμους και τους τράφους γύρω από τα χωράφιά τους με τα πλαστικά από τα θερμοκήπια τους, των χούλιγκαν που σβήνουν όλες τις πινακίδες της τροχαίας, των γκαζάκηδων που κάθε βράδυ διασκεδάζουν πυρπολώντας αυτοκίνητα _ και αναφέρομαι μόνο σε μορφές βίας που ασκούνται πάνω στα δικαιώματά μας ως πολιτών, όχι στις διάφορες μορφές της οικονομικής, της σεξιστικής ή της οικογενειακής βίας.
Σε αυτή την κουλτούρα της βίας ενταχθήκαμε και εμείς επί δικτατορίας, όταν αποφασίσαμε ότι θα βάζουμε βόμβες. Γνωρίζω ότι πρόκειται για εκ των υστέρων κριτική, δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς, ήμασταν απελπισμένοι. Όμως οι απελπισμένοι έχουν και άλλα μέσα αγώνα που ταιριάζουν περισσότερο στην κατάστασή τους, όπως η πρόσφατη απεργία πείνας των φυλακισμένων ή η πολιτική ανυπακοή των μαύρων στην Αμερική κατά τη δεκαετία του 1960. Αλλά τέτοιες μορφές αγώνα είναι έξω από τις παραδόσεις μας, οι δικές μας παραδόσεις είναι βίαιες _ και κάναμε το λάθος να τις ακολουθήσουμε, νομίζοντας ότι η διαφορά της βόμβας από την προκήρυξη είναι πως η πρώτη είναι αποτελεσματικότερη. Η βόμβα όμως έκανε κάτι πολύ παραπάνω, διαιώνιζε την βία ιδεολογικά και πολιτιστικά. Και επειδή ο αγώνας μας ήταν σωστός, τη δικαίωνε κιόλας _ για τούτο την επικαλούνται σήμερα οι νέοι. Υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να δικαιώνεται η βία;
Το Πάντειο τίμησε τον καθηγητή και πρύτανη του δίνοντας το όνομα «Σάκης Καράγιωργας» στο μεγάλο αμφιθέατρο του κτηρίου του που εγκαινιάσθηκε προ δεκαετίας περίπου. Μεγάλο αμφιθέατρο, με υφασμάτινα καθίσματα, μικροφωνικές εγκαταστάσεις, συστήματα για άμεση διερμηνεία, για προβολές – δεν του έλειπε τίποτα, κόσμημα του πανεπιστημίου. Δεν έχει σημασία, ίσως, ότι ελάχιστοι από του φοιτητές που μπαίνουν εκεί γνωρίζουν ποιος ήταν ο Σάκης Καράγιωργας, σημασία έχει η καταστροφή που έχει υποστεί το αμφιθέατρο από τις διαδοχικές καταλήψεις και γενικές συνελεύσεις που γίνονται εκεί: τα υφάσματα ξηλώθηκαν ή διακοσμήθηκαν με λεκέδες φραπέ, τα ξύλα τους έσπασαν, οι μικροφωνικές εγκαταστάσεις απαλλοτριώθηκαν ή διαλύθηκαν, οι τοίχοι γεμάτοι ανόητα συνθήματα και αφίσες που λένε τα ίδια και τα ίδια, χρόνια τώρα – αυτή την εικόνα έχω από την τελευταία φορά που το είδα, δεν κάνω μάθημα εκεί, εξετάσεις είχα. Και όλα αυτά επειδή οι φοιτητές θέλουν να έχουν «της γενιάς τους το Πολυτεχνείο». Αλλά κοινωνίες που έχουν ανάγκη να αναβαπτίζονται συνεχώς στη βία, είναι προβληματικές κοινωνίες, δεν είναι δημιουργικές, δεν θα πάνε μπροστά.
Δεν τον πρόλαβα στο Πάντειο, αλλά διάβασα αφήγηση παλαιού φοιτητή του που έλεγε ότι ο Σάκης Καράγιωργας δεν διέκοπτε το μάθημά του όταν γίνονταν γενικές συνελεύσεις των φοιτητών, όπως απαιτεί το σε μόνιμη επαναστατική στύση ευρισκόμενο κίνημα διδασκόντων και διδασκομένων. Για να το καταφέρνει, φαίνεται ότι τα έβγαζε πέρα μαζί τους καλύτερα από εμένα: πέρυσι όρμησαν μέσα στην αίθουσα που δίδασκα καμιά δεκαριά εξαγριωμένοι φοιτητές που με αποκάλεσαν «πράκτορα του υπουργού Παιδείας» και διέλυσαν με το έτσι θέλω  το μάθημα διότι είχαν γενική συνέλευση εκείνη την ώρα και «αποτελεί κατάκτηση του φοιτητικού κινήματος να μη γίνονται μαθήματα, το προβλέπει το άρθρο 16». Και εγώ ο αντιδραστικός έπρεπε να ξέρω ότι «κάποιοι αγωνίστηκαν και έδωσαν το αίμα τους για να μπορείς εσύ να διδάσκεις ελεύθερα», κάπως έτσι μου το είπαν και έφυγαν περήφανοι που με είχαν βάλει στη θέση μου, για την ακρίβεια με είχαν πετάξει από τη θέση μου ως καθηγητή. Έγιναν όλα αυτά και τον Μάη του 1968, αλλά αντέχει το πανεπιστήμιο ένα «Μάη 68» κάθε χρόνο;
Μου φαίνεται πως αν είχαμε τη τύχη να βρίσκεται σήμερα ο Σάκης Καράγιωργας ανάμεσά μας, κάπως έτσι θα σκεφτόταν και αυτός. Γιατί ήταν βαθιά δημοκρατικός και προοδευτικός, ήταν βαθιά μορφωμένος και πίστευε στην αξία της γνώσης, στις αξίες του Διαφωτισμού. Θα του άρεσε που οι φοιτητές οργανώνουν πάρτι και εκδρομές και όχι παράνομες οργανώσεις, όπως τότε. Δεν θα καλλιεργούσε στους φοιτητές του τη νοσταλγία του μαύρου παρελθόντος που ζήσαμε, θα τους εξηγούσε ότι στους αγώνες εκείνους μας έριξε η απελπισία, ας κάνουν ειρηνικά και δημιουργικά πράγματα στη ζωή τους, αυτά κάνουν τους ανθρώπους να ευτυχούν και τα έθνη να προκόβουν.
Και αν καθόμασταν μαζί σε κάποιο παγκάκι στο μικρό πάρκο των νυν Δικαστηρίων και κουβεντιάζαμε για πρώτη φορά για τη βόμβα που, σε ένδειξη συμπαράστασης και τιμής, ανατίναξε το ρέο της Σχολής Ευελπίδων τις ημέρες που η Άμυνα δικαζόταν και ο ίδιος καταδικαζόταν σε ισόβια, μάλλον θα συμφωνούσαμε πως μπορεί εκείνη τη στιγμή να ήταν πολιτικά σωστή, αλλά ήταν ενέργεια ενταγμένη στην βίαιη παράδοση, στον εμφύλιο πόλεμο που συνεχιζόταν. Και πως αν τότε πρώτη προτεραιότητα ήταν η ανατροπή της χούντας, σήμερα το πρόβλημα είναι να απαλλαγούμε από την κουλτούρα της βίας.

Υστερόγραφο: Είχα στείλει το κείμενο μου στον Δημήτρη Κανελλόπουλο την Πέμπτη το πρωί, 4 Δεκεμβρίου, και το Σάββατο ξεκίνησε νέος κύκλος βίας στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τόσες άλλες πόλεις της χώρας. Η αδιανόητη εν ψυχρώ δολοφονία παιδιού από αστυνομικό επειδή η παρέα του πέταξε δύο μπουκάλια στο περιπολικό (που σε οποιαδήποτε δημοκρατική και ειρηνική χώρα του κόσμου θα είχε κοστίσει το πολύ μερικές ώρες στο αστυνομικό τμήμα και αυστηρές συστάσεις στους γονείς) έδωσε το πρόσχημα στους χουλιγκανοαριστεριστές να κάψουν το κέντρο της Αθήνας. Ειλικρινά, λυπάμαι που η κατάληξη του κειμένου μου, για την ανάγκη να απαλλαγούμε από την κουλτούρα της βίας, επαληθεύθηκε τόσο γρήγορα και με τόσο τραγικό τρόπο, με τη ζωή του παιδιού. Αισθάνομαι πως ευθύνομαι προσωπικά για το φονικό, το γιατί είναι σαφές από όσα έγραψα παραπάνω.
Πώς θα προοδεύσει στις τέχνες και τα γράμματα, στην επιστήμη, στην επιχειρηματικότητα, χώρα που παρέα μαθητών από τα καλύτερα και ακριβότερα σχολεία της χώρας θεωρεί ότι της επιτρέπεται να πετά μπουκάλια σε περιπολικά; Πώς θα συμμαζευτεί η βία όταν οι αστυνομικοί πιστεύουν ότι μπορούν να χρησιμοποιούν τον οπλισμό τους με τον ίδιο τρόπο που τα ανήλικα παιδιά χρησιμοποιούν τα πλαστικά μπουκάλια; Πώς θα συμμορφωθεί η Αστυνομία όταν καλύπτεται κάθε βίαιη αυθαιρεσία της και ο περήφανος για την καταγωγή του από την περιοχή μας υπουργός (και πολιτικός υπεύθυνος για την καταστροφή του από τις πυρκαΐες) τους κολακεύει αποδίδοντας τους τον τίτλο praetores urbani; Πώς είναι δυνατόν να επιβιώσει στον παγκόσμιο ανταγωνισμό των «έργων της ειρήνης» η Ελλάδα, όταν τα κόμματα της Αριστεράς δεν καταδικάζουν ρητά και απερίφραστα τη βία των κουκουλοφόρων χουλιγκάνων (που επικαλούνται ακριβώς την Αριστερά όταν αφήνουν αχαλίνωτα να εκδηλωθούν τα καταστροφικά ένστικτά τους) αλλά κρύβονται πίσω από τη φράση «καταδικάζουμε τη βία από όπου και αν προέρχεται»;
Το δυστύχημα για την κοινωνία μας είναι ότι και τώρα οι πολιτικοί, αντί να σκεφθούν πάνω στα καινούργια τραγικά γεγονότα, θα ενδιαφερθούν πώς να τα εκμεταλλευτούν για να κερδίσουν πόντους απέναντι στους αντίπαλους.  Είναι μέρος της δουλειάς τους αυτό, αλλά μόνο μέρος – εμείς όμως, οι πολίτες, τι θα κάνουμε.
Ας μου επιτραπεί και μια προσθήκη, κάτι που ξέχασα να αναφέρω παραπάνω, που δείχνει πόσο μας είχε εμποτίσει όλους η βίαιη κουλτούρα της χούντας. Οι παλαιότεροι θυμούνται ίσως τα προδικτατορικά συνθήματα «Δημοκρατία», «114», «Ο Λαμπράκης ζει», «Προίκα στην Παιδεία και όχι στη Σοφία», ας θυμηθούν και τον ρυθμό με τον οποίο εκφωνούνταν. Ας θυμηθούν όμως το θρυλικό «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» και τα κυρίαρχα συνθήματα μετά τη δικτατορία: «Φόλα στον σκύλο της ΕΣΑ», «Έξω τώρα οι Αμερικάνοι», «Λαέ, πολέμα, σου πίνουνε το αίμα» – ο ρυθμός τους δεν έχει καμιά σχέση με τα προηγούμενα, όλα εκφωνούνται όπως το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Και όπως διαπίστωσα όταν πήγα να υπηρετήσω τη θητεία μου αμέσως μετά τη δικτατορία, όλα τα συνθήματα που μας μάθαιναν οι υπαξιωματικοί να εκφωνούμε σε διάφορες εκδηλώσεις, ήσαν σε αυτόν ακριβώς τον ρυθμό. Διαδηλώναμε και φωνάζαμε δηλαδή σαν στρατιώτες – και όλα όσα μαθαίνουν οι στρατιώτες έχουν σκοπό να τους προετοιμάζουν για τη στιγμή της μάχης. Όπως συνέβαινε και με τις βόμβες, η χούντα είχε επιβάλει να την αντιπαλεύουμε ακόμα και στις διαδηλώσεις τραγουδώντας στον δικό της σκοπό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: