Σάββατο, Οκτωβρίου 25, 2014

Δημήτρης Κανελλόπουλος: ΣΤΗΝ ΛΕΩΦΟΡΟ 31ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ




Δημήτρης Κανελλόπουλος
ΣΤΗΝ ΛΕΩΦΟΡΟ 31ΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

Ἀνοίγεις τὸ παράθυρο καὶ σὲ βλέπω·
σὰν ὄνειρο ἀπλώνεις
τὴ ματιά σου.
Τ’ ὁλόξανθο κεφάλι σου σὲ μαῦρο φόντο.

Χάνομαι σ’ αὐτὸν τὸν ἄρρωστο ἥλιο,
ποὺ ἀκουμπᾶ βαριεστημένος στοὺς τοῖχους
καὶ περνῶ ξανὰ και ξανὰ ἀπ’ αὐτὸ τὸν δρόμο
ζητώντας νὰ κλέψω μιὰ ματιά σου
ἕνα σου νεῦμα, μιὰ συγκατάθεση
τὴ μέρα, ποὺ σὰν
βαρὺς χειμῶνας μὲ ζυγώνει

Ἔρχεται ἡ φωνή σου ἀπ’ τὸν βυθὸ
μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια
καὶ μπαίνει μέσα μου
σὰν ντόινα ποὺ πέφτει ἀπτὸ παραθύρι
τῆς λεωφόρου 31ης Δεκεμβρίου
κα μ ξαερώνει.

Δημήτρης Κανελλόπουλος: ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ

Δημήτρης Κανελλόπουλος
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ
                                                                                                                Σ’ ναν πρώην φίλο

Πόσο μικραίνει ὁ καιρὸς
καὶ πίσω ἀφήνει
τοὺς μύθους ποὺ μᾶς ἔφεραν στὴ ζωή.
Κι ἀλλάζει κάθε τὶ τριγύρω
ἡ λέξη φίλος στὸ μεγαλεῖο της
μιὰν ἀνοιξιάτικη νύχτα στὴ Μυτιλήνη.
Ἤ ἄλλοτε, αὐτὸ
ποὺ προσπαθούσαμε νὰ βροῦμε
στὸν πάτο μιᾶς μποτίλιας ἀκριβοῦ κονιάκ
ἄφραγκοι, μέσα στὴν εὐτυχία
ποὺ γεννάει ἡ ἄγνοια·
ἡ ἀποσόβηση τοῦ πνιγμοῦ στὴν μπανιέρα
ἡ διαρκὴς καταγγελία τῶν μυστικῶν ὑπηρεσιῶν
ἡ ἄνευ ὅρων ἀποδοχὴ τῆς ἀπόρριψης τοῦ νόμου
κατόπιν,
ἡ σταδιακὴ παρακμὴ
ἡ ὑποψία ν’ ἀνεβαίνει τὶς σκάλες
νὰ ἐγκαθίσταται μέσα στὸ βλέμμα!

Ποιὰ ἐνοχὴ ἀλήθεια παραμονεύει;

Δὲν εἶναι τυχαία αὐτὴ ἡ ἐγκατάλειψις·
εἶναι θέμα προτεραιοτήτων
ἡ καταδίκη τῆς ἀφέλειας ποὺ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει
μονόπλευρα σὲ μιὰ μεγάλη φιλία.

Δὲν γίνεται ἀλλιῶς, δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀλλιῶς.
Μέσα στὴν ἀχλὺ τοῦ σκληροῦ καιροῦ
ποὺ ἐκτοπίζει τὴ μαγεία τῶν παλιῶν αἰσθημάτων
καὶ ξεριζώνει ἀπὸ μέσα μας τὴ μνήμη
γιὰ ν’ ἀνοίξουν οἱ σιδηροπίκοιλτες πόρτες
τῆς νέας ἐποχῆς,
τὸ ἐθνικόν κέντρον βιβλίου,
ἡ ἕνωσις συγγραφέων,
          
       οἱ ἀναγνωρίσεις τῶν σπουδαίων.
 

Κυριακή, Οκτωβρίου 19, 2014

Mihai Ursachi: Τρία ποιήματα


Mihai Ursachi
Τρία ποιήματα

Μετάφραση από την ρουμανική: Δημήτρης Κανελλόπουλος


Βενέδικτε


Τα αηδόνια της νύχτας
η αγρύπνια εν συνεχεία με θλιβερές κραυγές,
στρογγυλοί θεατές (μεγάλη επαγρύπνηση στον πύργο)
αυτά τα κίτρινα μάτια του αηδονιού
τη νύχτα ...

―Ουαί, ουαί τοις ηττημένοις,
Βενέδικτε, Βενέδικτε,
όλος θάνατος είναι ένα στριπτίζ!



Το σπίτι μας



Θυμάσαι το σπίτι μας,
Μοναχικό, προγονικές καρυδιές και καστανιές, το έκρυβαν
η άψογη τοιχοποιία του...
Ενώ προς τις λευκές σκάλες
υπήρχαν δυο σειρές από σκούρα έλατα.
Οι τοίχοι ψηλοί και λεπτοί, σαν ένας ναός από αφρό,
σαν μοναστήρι ...
Περίεργα σχήματα διακοσμούσαν το ιωνικό του αέτωμα
πάνω στο οποίο θα μπορούσε να υπάρχει μια επιγραφή
αδιανόητη...
Πάνω και κάτω από τα ψηλά παράθυρά του με τις μπάρες
στη σκιά του, μεγάλωνε ο ηλίανθος το δακρυσμένο λουλούδι
εκείνων, που βρίσκονταν εντός του...
Αχ, το σπίτι των ονείρων μας
το εσωτερικό του δεν το γνωρίζουμε,
το εξωτερικό του δεν το φανταζόμαστε...
Το σπίτι αυτό που βρίσκεται
στο πουθενά, κάτω απ’ τις καρυδιές και τις καστανιές,
Αυτό το σπίτι το ουράνιο, το τέλειο, το ανύπαρκτο...

Μέσα στην βαθιά ομίχλη, στον πόνο και στον τρόμο,
Και πόση αγάπη, πόση αγάπη ..
Το θυμάσαι;



Από τις ονειροπολήσεις του κυρίου R.


Όταν ο μοναχικός κύριος R., έφτασε
συμπτωματικώς πλησίον μιας

λογικής δεσποινίδος N., της είπε:
«είμαι ευτυχής που υπάρχετε, δεσποινίς».
Στην έκπληκτη κι αγανακτισμένη σιωπή της, συνέχισε:
«θα μπορούσε, σκέπτομαι, να μην υπήρχατε».
Αλλά αμέσως, προσπαθώντας να διορθώσει το λάθος του, μονολόγησε,
στην πραγματικότητα αυτό, ήταν σταθερή πεποίθησή μου και
(στην πραγματικότητα είχε μετανιώσει και το έθετε τώρα εν αμφιβόλω)
«σας συγχαίρω που υπάρχετε κυρία».
Κατανοώντας (κάπως αργά) ότι ξεπέρασε το μέτρο
κι επανερχόμενος περίπου εγκάρδιος, ως φαίνεται ακολούθως

«Θέλω να πω, προσωπικά, πως είναι γεγονός
ότι με χαροποιεί το ότι υπάρχετε στ’ αλήθεια».
Μόλις τώρα ο κύριος R. διέπραξε μία τεράστια γκάφα.
Του ήλθε μια αναλαμπή, και αντελήφθη ότι η τελευταία του πρόταση
ήταν μια εξωφρενική υπεκφυγή, με υπόγεια υβρίδια
μία απωθημένη πρόταση κι ακόμη
μια παράλογη ματαιοδοξία (σαν να ήταν η δεσποινίς

υπόχρεη περισσότερο ή λιγότερο για την ύπαρξή της)
αναδίδοντας ένα είδος αυταρχισμού
και σολιψίζοντας  να πήγαινε, τελικά, ρεζίλι θα είχε γίνει.
Αλλάζοντας λοιπόν το ύφος του, ο κύριος R. επανήλθε αναλυτικότερος:
«Θα ήθελα να σας ειπώ, πως είστε ένας λογικός άνθρωπος».
Η μέθοδος αυτή, είχε προφανώς μιαν αδυναμία:
η λέξη «πρόσωπο» διολίσθαινε υπαινικτικά, όπως,
και ο κύριος R. ως πρόσωπο, και η δεσποινίς το ίδιο

σε μια αναπόφευκτη επικοινωνία μεταξύ τους,
σαν ένα είδος αδελφοποίησης, λες κι ανήκαν
στην ίδια οικογένεια.
«Πολύ καλά είπε, ανακάλυψα με χαρά το αντικείμενο της λογικής».
Και μετά από μια παύση, κατά την οποία κοκκίνισε:
«Θέλω να πω μια λογική ιδέα, ή, εν πάση περιπτώσει,
μια τέτοια ιδέα εν δυνάμει, ή μιαν

υποψία (κατά βάσιν αρκετά ασαφή) για την δυνατότητα,
γενικά, μιας ιδέας ως, αρχικής,
να μπορεί να παραδέχεται το ότι αν
η ύπαρξη είναι είδος ανώτερο και η ανυπαρξία
είναι υπαρκτή, τότε η ανυπαρξία είναι ύπαρξη, έτσι
δεν υπάρχει και, ως επακόλουθο ...».
Εδώ η λογική δεσποινίς N., εξαιτίας
της παράξενης συμπεριφοράς του παράξενου κυρίου, επανέρχεται
στο απαλό ξεψύχισμα της νύχτας, διαλυόμενη,
την στιγμή που ο κύριος R. καταλήγει στο εξής συμπέρασμα:
«Θεέ μου, ιδού, πάλι
μόνος μου μιλώ στο δρόμο, ίσως και πάλι
ξέχασα, τις σταγόνες μου να πιώ».