Σάββατο, Νοεμβρίου 01, 2014

ΟΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ: Βασιλείου Μπακατσέλου


ΟΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ
Βασιλείου Μπακατσέλου

Ἐπιλογή: Δημήτρης Κανελλόπουλος

[…Τόν Μάρτιον τοῦ 1970 ἀπεφάσισα νά ἐξομολογηθῶ καί νά πάω νά κοινωνήσω καί ἀναζητοῦσα παππά, πνευματικό, ὁ ὁποῖος νά εἶναι καλός, ξένος, νά μή μέ γνωρίζη οὔτε νά τόν γνωρίζω. Ἄλλα δυστυχῶς τέτοιον παππά δέν ἔτυχε νά βρῶ.
Μιά μέρα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς του 1970, θυμᾶμαι ἦταν ἡμέρα Σάββατον τοῦ Λαζάρου, ἦρθε (στό χωριό μας) κάποιος γειτονικός παππᾶς νά ἐξομολόγηση στό χωριό μας. Μοῦ ἦτο πολύ γνωστός καί φίλος μου. Ἀφοῦ καθήσαμε στό καφενεῖο τοῦ χωριοῦ μας, καί πήραμε ἕναν καφέ, μοῦ λέει παρουσία καί τῶν ἄλλων χωριανῶν: «Βασίλη, ἐπειδή σέ γνωρίζω ὅτι εἶσαι καλός ἄνθρωπος καί ἐμπήκαμε σέ μεγάλη ἡλικία καί δέν ξεύρουμε τί μᾶς βρίσκει, καλόν εἶναι νά ἐξομολογηθῆς καί νά κοινωνήσης, νά εἴμαστε πλέον ἕτοιμοι, διότι δέν γνωρίζομεν πότε ἔρχεται ὁ θάνατος».
Ἐγώ τότε ἐσκέφθην πρός στιγμήν καί τοῦ ἀπαντῶ ἐκεῖ πα­ρουσία τῶν ἐκεῖ εὑρισκομένων χωρικῶν καί, τοῦ λέω: «Ἄκουσε πάτερ νά σοῦ πῶ: Ἐξομολογοῦμαι ἐνώπιόν σου καί τῶν χωρια­νῶν μου. Μόνο (ἕνα) φόνο δέν ἔχω κάνει. Δέν ἔχω σκοτώσει ἄν­θρωπο. Τά ἀλλά, λίγο-πολύ, τά ἔχω κάνει». Καί εἶπα αὐτά γιά νά ξεφύγω λεπτομέρειες καί μικροπράγματα ὀποῦ δέν ἤθελα νά μάθη ὁ παππᾶς. Τότε μου λέγει ὁ παππᾶς: «Αὐτή εἶναι ἤ κα­λύτερη ἐξομολόγηση. Ὄχι σέ μένα μονάχα ἐξομολογήθης, ἀλλά καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους. Καὶ μοῦ λέγει: Γί αὐτά ποὺ ἔχεις κάνει ἔχεις μετανοήσει; Τοῦ λέγω: Βέβαια ἔχω πολύ μετανοήσει. Τότε μοῦ λέγει, δέν σέ ἐμποδίζει τίποτε νά ἔρθης νά πᾶμε εἰς τήν ἐκκλησία νά σοῦ διαβάσω τήν εὐχή, καί νά πᾶς νά κοινωνήσης καί νά μή ξαναπέσης πάλι σέ ἁμαρτία. Καί αὐτό ἔγινε. Ε­πήγαμε στήν ἐκκλησία καί ἀφοῦ μέ ἐρώτησε ἄν ἔχω νά τοῦ πῶ τίποτε ἄλλο τοῦ ἀπάντησα: Ὄχι. Μοῦ ἐδιάβασε τήν εὐχή καί μοῦ εἶπε: εἶσαι ἐλεύθερος νά πᾶς νά κοινωνήσης. Ἀπό τότε ἐνήστευα γιά νά πάω νά κοινωνήσω τήν Μεγάλη Πέμπτη.
Τή Μεγάλη Τετάρτη τό βράδυ, ἀφοῦ τό πρωί ἤθελα νά πάω νά κοινωνήσω, ἐπροσευχήθην διά μετανοίας καί ἐζητοῦσα νά μέ συγχωρέση ὁ Θεός γιά ὅσα εἶχα κάνει καί ἔκλαψα πικρῶς.
Ἔπεσα στό κρεββάτι μου καί ἐκοιμήθηκα καί βλέπω εἰς τόν ὕπνο μου καί ἀνέβαινα σέ ἕναν ἀνήφορο. Ὅταν ἐβγήκα ἐπά­νω ἀπό αὐτή τήν ἀνηφόρα, ἦταν ἕνα διασελάκι, εὐθεία δίπλα δεξιά ἦταν μία πλαγιά μεγάλη καί ἦταν ὅλο χέρσα ἀκαλλιέργητα χωράφια, ὀπού ἀπό τό διασελάκι εὐθεία τά ἔσχιζε ἕνας ἁμαξι­τός χωματόδρομος. Στίς ἀρχές τοῦ δρόμου ἀριστερά ἦταν ἕνας θάμνος, σχίνος, μέσα ἦτο μιά γυναίκα γνωστή μου καί μοῦ φω­νάζει: Ἔλα δῶ. Τῆς λέω: Ὄχι δέν ἔρχομαι. Ὅταν θά γυρίσω θά ἔρθω. Καί ἐπροχωροῦσα τό δρόμο. Αὐτή ἐξακολουθοῦσε νά μοῦ φωνάζη, ἐγώ ἐβάδιζα τό δρόμο περίπου ἕνα χιλιόμετρο, ὀ­πού ἐκεῖ ἐτελείωσε ὁ ἁμαξιτός δρόμος, καρφώνοντας σέ μία με­γάλη δασοπλαγιά, ὅπου ἐκεῖ ἦτο ἕνα βατό δρομάκι πολύ στενό καί ἀνέβαινε πρός τά πάνω τῆς δασοπλαγιᾶς. Ἄρχισα καί ἀνέ­βαινα τό βατό στενό δρομάκι, ἐνῶ δίπλα μου ἦσαν δένδρα μεγά­λα ὀπού τά ἔπλεκαν ἀλίσβατα καί βάτα. Ὅταν ἔφθασα στό μέ­σον τῆς δασοπλαγιᾶς, ἔσβησε αὐτό τό δρομάκι καί ἐσταμάτησα λιγάκι διαλογιζόμενος ποῦθε νά πάω καί τί νά κάνω. Τέλος ἀ­ποφάσισα νά προχωρήσω πρός τά ἄνω τό δεξιό μέρος τῆς δασο­πλαγιᾶς. Ἐπροχώρησα μέ μεγάλη στεναχώρια καί μέ κόπους, διότι μέ ἐμπόδιζαν καί μέ ξέσκιζαν τά ἀλίσβατα καί τά βάτα. Ἐκατόρθωσα νά βγῶ στήν κορυφή τῆς δασοπλαγιᾶς καί ἐστα­μάτησα ἀπότομα ἀφοῦ μπροστά μου ἀντίκρυσα νά ἵσταται ἕνα πελώριο, λευκό, λαμπρό ἀνάκτορο καί ἐνῶ ἐθαύμαζα τήν λαμπρό­τητά του, ἐκοίταξα πέραν τοῦ ἀνακτόρου καί εἶδα ὅτι ἐξαπλοῦται μία μεγάλη πεδιάδα ὅπου ἀνά διακόσια μέτρα περίπου, ἤσαν ὡραῖες λαμπρές βίλλες μέ μπαξέδες γύρω τους. Ἦτο πραγματι­κός Παράδεισος. Κατά τό δεξιό μέρος τοῦ προαυλίου τοῦ ἀνακτό­ρου ἄκουσα νά παίζουν μικρά παιδιά. Ἐπροχώρησα πρός τό μέ­ρος ἐκεῖνο καί εἶδα πολλά παιδιά, κοριτσάκια καί ἀγοράκια, ἀπό ἡλικίας δυό ἐτῶν μέχρι ἕξι νά παίζουν. Ἤσαν δέ ὅλα καθαρά καί λαμπρά. Καί εἶπα μόνος μου: θά πάω ἐκεῖ μέσα στά παιδιά μή τυχόν καί γνωρίσω δυό κοριτσάκια μου πού μου εἶχαν πεθά­νει μικρά. Ἐπῆγα, ἐκοίταξα, δέν ἐγνώρισα κανένα. Δυτικά τοῦ ἀνακτόρου ἤσαν παράγκες ξύλινες. Ἐπροχώρησα πρός τίς παράγκες. Κάτω ἀπό τίς παράγκες ἤσαν πολλά καθίσματα ἀπό τά συνηθισμένα παγκάκια. Καί πάνω στό κάθε κάθισμα ἤσαν κα­θισμένοι πέντε ὡς ἕξι ἄνθρωποι βρωμεροί, μισοπεθαμένοι καί γυρμένοι ὁ ἕνας στήν πλάτη τοῦ ἀλλουνοῦ. Ἤσαν πολλοί ἄνδρες καί γυναῖκες ἀπό ἡλικία 17 ἐτῶν καί ἄνω. Ἐνῶ ἐπροχωροῦσα ἐκατάλαβα ὅτι εὑρισκόμουν στήν Κόλαση καί ἄρχισα νά κλαίω καί νά φωνάζω: Θεέ μου συχώρα με. Καί νά προχωρῶ καί νά ὀδύρωμαι καί νά φωνάζω δυνατά αὐτά τά λόγια. Ἔφθασα εἰς τό κέντρον τῆς παράγκας ὀπού εἰς τό μέσον καθόταν σέ μία πολυ­θρόνα μιά γυναίκα ἡλικίας 55 ἕως 60 ἐτῶν. Ἤσαν τά μαλλιά της σίβα ἀσπρόμαυρα. Ἦτο ἁπλή γυναίκα, καθαρή καί φοροῦσε ἄσπρα. Καί γύρω της ἦσαν γεμάτο γυναῖκες κι ἄνδρες καθι­σμένοι στά παγκάκια ἕνας γυρμένος ἐπάνω στόν ἄλλον, μισοπε­θαμένοι καί βρωμεροί. Ὅταν ἔφθασα σέ δαύτη κλαίγοντας, πήγαινε, μοῦ λέει, σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο ἐκεῖ κάτω, νά σέ ἐπιτι­μήση στό μέτωπο. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἦτο στό κάτω μέρος δεξιά στό ἄκρον τῆς παράγκας. Ἦτο ὄρθιος καί ἦτο χονδροδεμένος, ὄμορφος καί φοροῦσε ροῦχα δεσποτικά, χρώματος βυσσινοπορτοκαλί. Καί ἐνῶ ἐπήγαινα πρός αὐτόν κλαίγοντας καί φωνάζοντας νά μέ συγχώρεση ὁ Θεός, μοῦ λέγει αὐτός μέ ἄγριο ὕφος: Ἄει στόν διάβολο βρέ μήν κλαῖς, κάθησε χάμω. Καί κάθησα μπροστά του σ’ ἕνα παγκάκι πού ἤσαν κι ἄλλοι μισοπεθαμένοι κι ἔκλαιγα. Μοῦ λέγει: Ἔχεις λεπτά; Ἔχω κύριε τοῦ λέω καί ἅπλωσα κι ἔβγαλα τό πορτοφόλι μου ἀπό τήν τσέπη τοῦ σακκακιοῦ μου καί τό κρατοῦσα στά χέρια μου γιά νά τοῦ τό δώσω. Ἀλλά αὐτή τή στιγμή πού ἤθελα νά τοῦ δώσω τά λεφτά ἐφανερώθη καί δεύτερος ἄνθρωπος δίπλα του καί δέν τοῦ τά ἔδωσα. Κι ἀμέσως ἐξύπνησα τρομαγμένος.
Ἐνῶ ἔμεινα ξύπνιος περίπου δυό ὧρες καί διαλογιζόμουνα τά ὅσα εἶδα, ἀποκοιμήθηκα πάλι. Βλέπω πάλι στόν ὕπνο μου στήν ἀριστερή μεριά τῆς ἴδιας δασοπλαγιᾶς καί εἰς τό μέσον αὐτῆς μιά λάκκα ἐπικλινῆ περίπου πενήντα στρέμματα χέρσος ἀγρός καί ἦτο γεμάτη ἀνθρώπους, γυναῖκες καί ἄνδρες. Ἤσαν δέ ὅλοι μελαγχολικοί, μέ λερά ροῦχα καί ξυπόλυτοι. Ἐγώ ἐπῆγα κι ἐστάθηκα εἰς τό μέσον τῆς λάκκας. Ἤμουνα δέ ἀλλαγμένος. Φοροῦσα τά γιορτινά μου ροῦχα, ἀλλά ἤμουν ξυπόλυτος, Ἐκεῖ πού ἐστεκόμουν ἔρχεται ἕνας ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους πού ἦτο σάν γύφτος καί μοῦ λέγει: θέλεις κανέναν ἀπό αὐτούς ἐδῶ μέσα; Τοῦ λέγω: Ὄχι. Μέ ἐπάτησε μέ τό πόδι του στό χτένι τοῦ ἀρι­στεροῦ μου ποδιοῦ. Καί ἐκεῖ πού μ’ ἐπάτησε ἄφησε ἐπάνω στό πόδι μου μουτζούρα. Στήν ἀριστερή παρυφή τῆς δασοπλαγιᾶς ἦτο ἕνα πελώριο ἀνάκτορο καί εἶχε γύρω του μεγάλες ξύλινες ταρά­τσες. Ἦτο δέ τό ἀνάκτορο μουντό, πεπαλαιωμένο καθώς καί οἱ ταράτσες του. Ἐπάνω στίς ταράτσες ἦταν γεμάτο γυναῖκες καί ἄνδρες. Ἐστεκόνταν ὄρθιοι καί ἦσαν ὅλοι μελαγχολικοί καί λεροφορεμενοι. Στό ἀνατολικό μέρος τοῦ ἀνακτόρου συνέχεια ἦσαν παράγκες ξύλινες. Ἐξεκίνησα κι ἐπῆγα στήν πόρτα τῆς παράγ­κας γιά νά τήν ἀνοίξω νά μπῶ μέσα. Πρίν ἀνοίξω τήν πόρτα εὑρέθη στό δεξί μου χέρι ἕνα μαυρομάνικο μαχαίρι, πού εἶχε μή­κος περίπου σαράντα πόντους, ἦτο καινούργιο καί πολύ μυτερό. Ὅταν πῆγα νά πιάσω τά ζεμπερέκι τῆς πόρτας νά τήν ἀνοίξω, ἀνοίγει ἤ πόρτα καί μοῦ παρουσιάζεται ἀπό μέσα ἕνας ἄνθρω­πος μετρίου ἀναστήματος, χοντροδεμένος, ἀξύριστος. Τά μαλλιά του ἐπηγαίνανε πρός τά πάνω σάν τοῦ σκαντζόχοιρου τ’ ἀγκά­θια. Ἐφοροῦσε ἕνα πουκάμισο μακρύ μέχρι τά γόνατά του κι ἕνα σώβρακο ἀνοιχτό μέχρι τά στραγάλια τῶν ποδιῶν του. Τόσο τό πουκάμισο ὅσο καί τό σώβρακο ἤσαν ἀπό ἄσπρο δίμιτο πανί, ἦσαν λερωμένα καί βρώμικα. Ἦταν ξυπόλυτος καί τά πόδια του ἤσαν σγαρτσιασμένα. Ἀμέσως μέ ἅρπαξε ἀπό τό γιακά τοῦ σακκακιοῦ μου καί μέ τράβηξε μέ μεγάλη δύναμη μέσα στό κελλί του. Καί ἀμέσως μέ σπρώχνει πρός τά δεξιά του πού ὑπῆρχε ἕνας πλατύς διάδρομος καί λέγει σέ κάποιον ἄλλον πού ἦταν δίπλα στό κελλί του: Πάρτον καί χάλαστον. Τότε πετάχτηκε ἕνας ἄνθρωπος πού βαστοῦσε στό δεξί του χέρι ἕνα σπαθί γυρι­στό σάν τά παληά τοῦ ἱππικοῦ, ἦτο τοῦ ἰδίου ἀναστήματος τοῦ πρώτου, ἐφοροῦσε τά ἴδια ροῦχα, λερά καί βρώμικα, μέ τή δια­φορά ὅτι τά μαλλιά του ἔπεφταν στούς ὤμους του, στριφτά πλεξάνες. Ἀμέσως ὕψωσε τό σπαθί του μέ τό δεξί του χέρι γιά νά μέ χτυπήση. Ἐν τῷ μεταξύ ἐκεῖ δίπλα μου εὑρέθη ὁ ἀδελφός μου, ὁ Ντίνος καί μοῦ λέγει μέ δυνατή φωνή: Δῶσε μου ἐμένα τό μαχαίρι νά παλαίψω ἐγώ μέ δαῦτον. Τοῦ λέω: Φύγε. Ἐσύ δέν τόν φτάνεις νά τόν χτυπήσης, διότι τό χέρι σου εἶναι κοντό καί τό μαχαίρι κοντό, ἐνῶ τό δικό μου χέρι εἶναι μακρύ. Τότε μονομά­χησα μέ αὐτόν τόν διαβολάνθρωπο. Μοῦ φέρνει αὐτός τό σπαθί καί γρατσούνισε λίγο στό μέτωπο, φέρνω ἐγώ τό μαχαίρι μου καί τόν ἐκάρφωσα στό στῆθος καί τόν πέταξα τρία μέτρα μακρυά. Τόν ἐξάπλωσα νεκρόν. Ἀμέσως ἐξύπνησα πολύ τρομαγμέ­νος, ἐσηκώθηκα ἀπό τό κρεββάτι μου καί δέν ξανακοιμήθηκα μέχρι πού χτύπησε ἡ καμπάνα τῆς ἐκκλησίας. Ἐπῆγα στήν ἐκ­κλησία καί ἐκοινώνησα μετά φόβου Θεοῦ καί Πίστεως…]

Ὁ Βασίλειος Μπακατσέλος γεννήθηκε καί πέθανε στό Νιχώρι Γορτυνίας. Σημαντική προσωπικότητα στό χωριό του, διετέλεσε ἐπί σειράν ἐτῶν πρόεδρος τῆς κοινότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: