Πέμπτη, Φεβρουαρίου 26, 2015

ΠΑΝΤΕΛΗ ΤΡΩΓΑΔΗ: ΕΝΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΚΑΙ ΔΥΟ ΝΕΚΡΟΙ



ΠΑΝΤΕΛΗ ΤΡΩΓΑΔΗ:


ΕΝΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΚΑΙ ΔΥΟ ΝΕΚΡΟΙ1

 (Ἀναδημοσίευση ἀπὸ το περιοδιικό ΟΡΟΠΕΔΙΟ, τχ.11ο, Χειμώνας 2011-20120)




Στη μνήμη καὶ τῶν δυὸ
τοῦ Γ. Θεοτοκᾶ καὶ τοῦ Ν. Καχτίτση

Σ' ἕναν ἀπὸ τοὺς σπάνιους ἡρωισμούς μου νὰ κατέβω στὴν ἀποθήκη καὶ ν ἀντικρύσω τὸ θέαμα τῶν λογὴς χαρτιῶν μέσα σὲ χαρτοκούτια εἰδῶν τροφίμων τῆς «ἄφθονης» βορειοαμερικανικῆς ἀγορᾶς, τὶς προάλλες, ἀνακάλυψα, πεταμένη ἐκεῖ, πάνω ἀπὸ ἕξι χρόνια, μιὰν ἰδιόχειρη νεκρολογία τοῦ —νεκροῦ πιά— Νίκου Καχτίτση γιὰ τὸ Γιῶργο Θεοτοκᾶ. Εἶναι ἐννιὰ φύλλα, διαστάσεων μισῆς «ἀναφορᾶς», πράσινου χρώματος, γραμμένα ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ μὲ τὸ ἴδιο στυλὸ καὶ μελάνι πού, ἀπὸ ὅσο ξέρω, ὁ βασανιστικὰ ἐνδοσκοπούμενος ἐκεῖνος ἰδιότυπος καὶ ἰδιόρρυθμος πεζογράφος μας, ἔγραφε τὰ πάντα ἐδῶ στὴ Μοντρεάλη τοῦ Κεμπέκ.


Ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς νεκρολογίας φαίνεται ὅτι ὑπῆρχε καὶ σχετικὴ δική μου, γιὰ τὴ δεύτερη σελίδα μιᾶς τοπικῆς ἑλληνόφωνης ἐφημερίδας τῆς ὁποίας ἤμουν ἀρχισυντάκτης. Στὴν πρώτη σελίδα τοῦ χειρογράφου του Καχτί­τση, μὲ κόκκινο μαρκαδόρο, ἔχω σημειώσει τὴν ἔνδειξη «δίστηλο» γιὰ τὸ λινοτύπη. Ἀλλά, ὕστερα ἀπὸ ἔρευνα μιᾶς βδομάδας, δὲν μπόρεσα νὰ βρῶ τὸ ἀρχεῖο ἐκείνης τῆς ἐποχῆς —τέλη τοῦ 1966— καὶ αὐτὴ τὴ στιγμὴ ἔχω καταλήξει στὸ συμπέρασμα ὅτι οἱ πιθανότητες νἄχει δημοσιευτεῖ ἡ νεκρολογία τοῦ Καχτίτση γιὰ τὸ Γιῶργο Θεοτοκᾶ, εἶναι πενήντα στὶς ἑκατό. Ὁπωσδήποτε, ἡ νεκρολογία αὐτὴ εἶναι ἄγνωστη στὴν Ἑλλάδα, ἀκόμη κι ἀνάμεσα στοὺς φίλους τοῦ Θεοτοκᾶ καὶ τοῦ Καχτίτση, γιατί θυμᾶμαι ἄτι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη οὔτε ἐκεῖνος οὔτε ἐγὼ στέλναμε στὴν Ἑλλάδα ὅ,τι δημοσιεύαμε ἐδῶ.

Ἔγραψα στὴν Ἑλλάδα, στὸν Σινόπουλο, γιὰ τὴν ἀνακάλυψη τοῦ χειρογράφου καὶ μοῦ ζήτησε ἀμέσως φωτοαντίγραφο γιὰ δημοσίευση. Σκέφτηκα ὅμως, ὅτι τὸ λιτὸ καὶ χαρακτηριστικό τοῦ ὕφους τοῦ Καχτίτση κείμενό του γιὰ τὸ Θεοτοκᾶ, χρειάζεται λίγες συνοδευτικὲς γραμμὲς γιὰ κείνους ποὺ δὲν εἶναι τόσο ἐξοικειωμένοι ἐμπειρικὰ μὲ τὸ κλίμα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καί, προπαντός, ἀγνοοῦν τὸν Καχτίτση καὶ τὸ ἔργο του. Γι' αὐτὸ ζητάω νὰ μοῦ συχωρεθεῖ ἡ περιπλάνηση σ' ἀγκαθερὰ χωράφια. Λίγο ὁ καημὸς τῆς ξενιτειᾶς, λίγο ὁ Θεοτοκᾶς, λίγο ὁ Καχτίτσης, τὴ μνήμη τῶν ὁποίων θέλω νὰ τιμήσω ἐτούτη τὴν παγερὴ νύχτα τοῦ Ἀπρίλη2 στὴ Μοντρεάλη, χιλιάδες μίλια μα­κριὰ ἀπ' τὴν πατρίδα, μὲ ὑποχρεώνουν νὰ ἐκτραπῶ «τῆς εὐθείας ὁδοῦ». Ἔτσι λοιπόν, «δράττομαι κι' ἐγὼ τῆς ἐκπληκτικῆς εὐκαιρίας νὰ σύρω λίγες ταπεινὲς γραμμοῦλες», ὅπως θἄγραφε ὁ Καχτίτσης μὲ τὸ αὐτοσκωπτικὸ ὕφος του.






II

Περίπου τὰ δεκατέσσερα στερνὰ χρόνια τῆς ζωῆς του ὁ Νίκος Καχτίτσης τἄζησε στὴ Μαντρεάλη, χωρὶς «διακοπές». Μόνο τὶς λίγες τελευταῖες ἡμέρες του, ψυχομαχώντας καὶ παραμορφωμένος, ζήτησε καὶ τὸν ἔφεραν3 νὰ πεθάνει στὴν πατρίδα. Πέθανε ἐκεῖ στὶς 25 Μαΐου 1970 καὶ τὸν ἔθαψαν στὴν Πάτρα, λίγοι, συγγενεῖς καὶ φίλοι. Ὁ θάνατός του ἀπασχόλησε τὰ «ψιλά» λίγων ἐφημερίδων, κατὰ τὴ γνωστὴ σαρκαστικὴ ἔκφραση τοῦ Οὐράνη. Ἦταν ἕνας ἀφοσιωμένος στὴ δουλειά του καὶ ἰδιότυπος συγγραφέας, ἂς ποῦμε μετακαφκικός., μὲ ἔργο ποὺ ἀσφαλῶς πρέπει ν’ ἀπασχολήσει τὸν ἱστορικό τῆς νεοελληνικῆς πεζογραφίας. Στὴ Μοντρεάλη ἔγραψε ὅλα σχεδὸν τὰ ἔργα του κι' ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ τὸ ὠριμότερο, τὸν «Ἥρωα τῆς Γάνδης», βασανιζόμενος ἰσόβια ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ἐκφραστικῆς καὶ αἰσθητικῆς τελειότητας. Τὰ τρία τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του, εἶχε ἐγκαταστήσει στὸ ὑπόγειο τοῦ σπιτιοῦ του ἕνα μικρὸ τυπογραφεῖο —στοιχεῖα κάσας καὶ χειροκίνητη πρέσα—, ὅπου τύπωσε, στ' ἀγγλικὰ μεταφρασμένα, λίγα μικρὰ βιβλία, ὑποδείγματα τυπογραφικῆς ἐπιμέλειας. «Ἐν ἀνάγκῃ θὰ ἐπέστρεφα στὸ Γουτεμβέργιο, ἀλλὰ δὲν μ' ἀφήνει τὸ χτικιὸ τῆς βιοπάλης στὸ Μόντρεαλ», μοὔλεγε τότε.



ΙΙΙ

Ἡ Μοντρεάλη εἶναι ἡ μεγαλύτερη πόλη τοῦ Καναδᾶ, μὲ τρία ἑκατομμύρια κατοίκους, λίγα μίλια πάνω ἀπὸ τὰ βόρεια σύνορα τῆς Πολιτείας τῆς Νέας Ὑόρκης, στὶς ὄχτες τοῦ πλωτοῦ καὶ ἀπὸ ὑπερωκεάνια Ἅγιου Λαυρέντιου καὶ τῶν παραποτάμων του. Στὴν πραγματικότητα, ἡ κυρίως πόλη ὅπου ζοῦμε οἱ Ἕλληνες, εἶναι ἕνα ποταμονήσι. Ἡ Μοντρεάλη εἶναι, μετὰ τὸ Παρίσι, ἡ μεγαλύτερη γαλλόφωνη πόλη τοῦ κόσμου. Οἱ Γαλλοκαναδοὶ ἀποτελοῦν τὴ συντριπτικὴ πλειονότητα τῶν κατοίκων της. Οἱ ὑπόλοιποι, συνθέτουμε τὸ μωσαϊκὸ μιᾶς Βαβέλ: 'Αγγλοσάξονες, Ἰταλοί, Ἑβραῖοι, Γερμανοί, Οὐκρανοί, Οὐγγαρέζοι, Πολωνοί, Ἕλληνες, Σπανιόλοι, Πορτογάλοι, Ρῶσοι, Ἀρμένηδες κλπ. Οἱ 'Αγγλοσάξονες καὶ μερικοὶ ἀγγλόφωνοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀντιπροσωπεύουν, μαζὶ μὲ τὶς πολυεθνικὲς (ἀμερικανικές) ἑταιρεῖες, τὴν οἰκονομικὴ δύναμη, καὶ κατοικοῦν στὶς εὔπορες συνοικίες καὶ προάστια. Σχεδὸν ὅλοι οἱ μετανάστες, προσκολλῶνται — τὰ παιδιὰ τους καταβροχθίζονται στὴν ἀγγλόφωνη κουλτούρα, γιατὶ αὐτή, ἀπὸ παράδοση, ἀποτελεῖ τὴν κουλτούρα τοῦ ψωμιοῦ καὶ τοῦ ὑποτιθέμενου εὔκολου πλουτισμοῦ. Εἶναι ἡ γλώσσα τῆς ἠπείρου. Τὸ Κεμπέκ, μὲ ἔκταση σχεδὸν ὅσο ἡ μισὴ Εὐρώπη καὶ μὲ τεράστιες πηγὲς φυσικοῦ πλούτου, στὸ προαύλιο τοῦ Βόρειου Πόλου. Ἔχει σχεδὸν ἕξι ἑκατομμύρια κατοίκους, στὴ συντριπτικὴ πλειονότητα Γαλλοκαναδούς, ριζωμένους ἐδῶ ἀπὸ τοὺς περασμένους αἰῶνες. Γαλλόφωνους, δηλαδή, ποὺ δὲν ἔχουν καμιὰ πατριδολογικὴ σχέση μὲ τὴ Γαλλία πιά. Πατρίδα τους, καὶ τῶν προγόνων τους, εἶναι μόνο τὸ Κεμπέκ. Καὶ ἡ  γλώσσα τους, γαλλικὴ, εἶναι ἰδιότυπη.

Οἱ Ἕλληνες τῆς Μοντρεάλης ἀριθμοῦμε περίπου τὶς ἑξήντα χιλιάδες «ψυχές». Κυρίως μεταπολεμικοὶ μετανάστες καὶ τὰ παιδιά τους ποὺ μεγάλωσαν ἐδῶ. Κατοικοῦμε σὲ δυὸ συνεχόμενες γειτονιὲς πάνω στὸ ποταμονήσι. Στὴν πραγματικότητα, δημογραφικὰ καὶ κοινωνιολογικά, φτιάχνουμε μιὰν ἑλληνικὴ ἐπαρχιακὴ πόλη, μὲ ὅλα τὰ σέα καὶ τὰ μέα της: μαγαζιά, ναούς, μπουζουξίδικα, σωματεῖα, μπιλιάρδα, κινηματοθέατρα, ἐφημερίδες, πρακτορεῖα, γιατροὺς καὶ δικηγόρους, μαχαλόμαγκες καὶ ἑκατοντάδες ἐργαζόμενους φοιτητές, γριὲς μὲ τσεμπέρια καὶ παιδάκια ποὺ θεοποιοῦν τοὺς ἄσσους τοῦ χόκεϋ ἐπὶ πάγου, ἀντὶ τῶν ἄσσων τῆς μπάλλας ποὺ θεοποιοῦν τὰ ξαδερφάκια τους στὴν Ἑλλάδα. Χιλιάδες εἶναι οἱ ἐργαζόμενοι στὰ ἑστιατόρια, —«ἐθνικὴ ἀπασχόλησις τῆς ἠπείρου»—, στὰ ἐργοστάσια (οἱ γυναῖκες στὰ ὑφαντουργεῖα), οἱ σφουγγαριστὲς πατωμάτων, οἱ ἐργάτες νοσοκομείων. Ἡ εἰκόνα τῆς κοινωνιολογικῆς στατιστικῆς τῆς παροικίας εἶναι περίπου θλιβερή, γιὰ πολλοὺς λόγους ποὺ δὲν εἶναι τοῦ παρόντος. Συγκριτικά, ἡ στέγαση καὶ οἱ συνθῆκες ἐργασίας εἶναι γιὰ κλάματα. Ἡ ποιότητα τῆς ἐκπαίδευσης στὰ περισσότερα σχολεῖα ὅπου φοιτοῦν ἑλληνόπουλα —συγκροτώντας τὸ 45 ἕως τὸ 75 τοῖς ἑκατὸ τῶν μαθητῶν— εἶναι γιὰ παιδιὰ πολιτῶν β΄ κατηγορίας. Σχεδὸν ὅλα τὰ ἑλληνόπουλα φοιτοῦν σὲ ἀγγλόφωνα σχολεῖα τοῦ Προτεσταντικοῦ (Διαμαρτυρομένων) σχολικοῦ συστήματος. Γιατί ἡ παλιότερη ἐκπαιδευτικὴ πολιτικὴ —θρησκευτικὸς διαχωρισμὸς τῆς ἐκπαίδευσης σὲ μιὰν ἐπαρχία κυριολεκτικὰ δυναστευόμενη ἀπὸ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία—, καὶ ἡ ἀναγκαστικὴ ροπὴ τῶν μεταναστῶν πρὸς τὴν ἀγγλόφωνη κουλτούρα, τὄφερε ἔτσι ὥστε τὰ δέκα χιλιάδες ἑλληνόπουλα ποὺ φοιτοῦν σήμερα στὰ σχολεῖα τῆς Μέσης Στοιχειώδους Ἐκπαιδεύσεως, νὰ γίνονται κλοτσοσκούφι τῶν Ἄγγλων Διαμαρτυρομένων—στοὺς ὁποίους ὑπάγονται ἐκπαιδευτικὰ— καὶ τῶν Γάλλων, ποὺ τὰ διεκδικοῦν γιὰ νὰ διασωθοῦν πλέον κουλτουριστικά, ἀπὸ τὸ ἀγγλόφωνο μαμμοὺθ ποὺ ἀπειλεῖ νὰ τοὺς λιώσει.



IV

Ὁ Νίκος Καχτίτσης ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στὸ Μόντρεαλ τὸ 1956, μέσῳ Ἀφρικῆς καὶ Δυτικῆς Εὐρώπης ὅπου βασανίστηκε νὰ σταχτώσει λίγα χρόνια πρίν. Ἔζησε κάμποσα χρόνια κάτω ἀπὸ τὴν πολύχρονη, θεοκρατικὴ καὶ ἀδίστακτη δικτατορία τοῦ Ντυπλεσύ, ποὺ τὸν ἔκανε νὰ εἶναι πιὸ κουμπωμένος στὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅσο ὁ κλειστὸς χαρακτήρας του τοῦ ἐπέβαλε. Ἀναθάρρησε κάπως κατὰ τὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ἑξήντα, ὅταν πέθανε δ Ντυπλεσὺ καὶ ἡ λεγόμενη «ἥσυχη ἐπανάσταση» τῶν Φιλελευθέρων ποὺ ἦρθαν στὴν ἐξουσία, προσπαθοῦσε, μέσα στὰ πλαίσια τοῦ ὁμοσπονδιακοῦ συστήματος, νὰ βελτιώσει τὴν κοινωνικὴ μοίρα τῶν κατοίκων πάνω σὲ δημοκρατικὲς διαρθρώσεις, ἀποτοξινώνοντας κάπως καὶ τὸν ἐπὶ δεκαετίες δικτατορικὸ γραφειοκρατικὸ μηχανισμὸ μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Καχτίτσης εἶχε ἀναγκαστικὰ ἐπαφὴ σὰν διερμηνέας καὶ μεταφραστῆς —ὑποδειγματικὸς μάλιστα. Ἄριστος κάτοχος τῆς ἀγγλικῆς καὶ γαλλικῆς, ἀκόρεστος ἐφημεριδοφάγος, μὲ μιὰν ἔμφυτη περιέργεια νὰ ἐνημερωθεῖ πάνω σ' ὅλα, ἔζησε ἔντονα ὅλες αὐτὲς τὶς κοινωνικὲς καὶ πολιτικὲς μεταμορφώσεις στὴ Βαβὲλ τῆς Μοντρεάλης. Κάτι ποὺ δὲ θά, βρεῖ βέβαια ὁ μελετητὴς στὸ λογοτεχνικὸ ἔργο του, πράγμα ποὺ εἶναι ἄλλο θέμα καὶ ὄχι τοῦ παρόντος. (Τὰ ἀξιώματά του γιὰ τὰ συστατικά τοῦ λογοτεχνικοῦ ἔργου, ἦταν ἀπόλυτα. Ἀπόφευγε μὲ ἀποστροφὴ τὸ ἐπίκαιρο, τὸ συγκεκριμένο. Τὰ πάντα, τόπος, χρόνος, πρόσωπα, ἔπρεπε νὰ καλύπτονται ἀπὸ πέπλο ἀμφιβολίας καὶ εἰ δυνατόν, μυστηρίου. Ὅταν μοῦ πρωτοδιάβασε ἕνα κεφάλαιο ἀπὸ τὸν «Ἥρωα τῆς Γάνδης» καὶ τοῦ εἶπα πόσο ἐπιτυχημένα δίνει τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἐποχῆς τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ταράχτηκε, σήκωσε τὸ κεφάλι ἀπὸ τὸ χειρόγραφο καὶ εἶπε: «Ὥστε μπορεῖ νὰ προσδιοριστεῖ τόσο εὔκολα ἡ ἐποχή; Εἶναι αἶσχος») . Ἴσως μάλιστα, ἐπειδὴ ζοῦσε ἔντονα ἐκείνη τὴν καθημερινὴ πραγματικότητα, νὰ τὴν ἐκδικιόταν στὴ λογοτεχνικὴ «φυγή», προσπαθώντας νὰ τὴν ἀγνοήσει ἐντελῶς.

Βιοποριστικά, ζοῦσε δέσμιος τῆς ἑλληνικῆς παροικίας. Διερμηνέας στὰ δικαστήρια, μετάφραζε κατηγορούμενους, μάρτυρες, κατήγορους, συνηγόρους, δικαστὲς ἀπὸ τ' ἀγγλικὰ καὶ τὰ γαλλικὰ στὰ ἑλληνικὰ καὶ τανάπαλιν. Δηλονότι ξεθέωμα καὶ εὐθύνη — μιὰ κακὴ ἀπόδοση στὴν ἀκροαματικὴ διαδικασία μποροῦσε νἄχει συνέπειες. Τ’ ἀπογέματα δούλευε, μεταφραστὴς λογῆς πιστοποιητικῶν, σ' ἕνα ἑλληνικὸ πρακτορεῖο ταξιδίων. Κοντὰ σ' αὐτὰ ἔκανε τὸ διερμηνέα καὶ μεταφραστὴ σὲ διάφορες καναδικὲς δημόσιες ὑπηρεσίες καὶ ἀκόμη, ἔδινε στὸ σπίτι του ἰδιαίτερα μαθήματα, κυρίως ἀγγλικῆς, σὲ Ἕλληνες μετανάστες. Τοὔμενε ἡ βαθιὰ νύχτα καὶ τὸ Σαββατοκύριακο γιὰ ἐκεῖνο ποὺ θεωροῦσε ἅγια τῶν ἁγίων του, τὴ λογοτεχνία.

Μπουχτισμένος ἀπὸ τὸ ρεαλισμὸ τῆς καθημερινότητας, ὅταν ἀπομονωνόταν στὸ μικρὸ γραφεῖο μὲ τὰ χειρόγραφά του, ἔκοβε κάθε ἐπαφὴ μὲ τὴ γύρω του πραγματικότητα, μισοῦσε ὅποιον θὰ τὸν διέκοπτε χωρὶς νὰ τὸ ξέρει ἀπὸ πρίν, κι ἀφηνόταν στὸν κόσμο ποὺ εἶχε ὁ ἴδιος δημιουργήσει, μ’ ἕνα τέλειο σύστημα σκιῶν καὶ ὀνείρων. Ἁπαλὰ μόνο ἄκουγε πάντα κλασικὴ μουσικὴ ἀπὸ ἕνα τρανζίστορ ποὺ ἦταν κρυμμένο κάπου ἀνάμεσα στὰ βιβλία μιᾶς μικρῆς βιβλιοθήκης - ἀντίκας. Ἔτσι τὸν γνώρισα.



V

Μιὰ ἀπόπειρα νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴ βιοποριστικὴ τανάλια τοῦ ἐδῶ ἑλληνισμοῦ καὶ νὰ κερδίσει τὸ ψωμί του στὰ «ξένο» περιβάλλον, ἀπότυχε καὶ τὸν ἀποκαρδίωσε. Μολονότι τὰ ἀγγλικὰ του ἦταν, ὅπως καὶ τὰ ἑλληνικά, διϋλισμένα κατὰ λέξη, μόλις καὶ μετὰ βίας τοῦ δημοσίευσαν δυὸ βιβλιοκριτικὰ σημειώματα σὲ μιὰν ἀγγλόφωνη ἡμερήσια τῆς Μοντρεάλης. Πληγωμένος, δὲν ἀποπειράθηκε ξανά. Ἂν τότε εἶχε πετύχει, ὅπως τοῦ ἄξιζε, θὰ ἔκοβε ἀμέσως, ὅπως μοὔλεγε, κάθε δημιουργικὴ σχέση μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, διατηρώντας μόνο τὴν ἀλληλογραφία μὲ τοὺς λίγους φίλους του συγγραφεῖς στὴν πατρίδα. Γιατί, ὅπως μοὔλεγε, ἡ μεγάλη πίκρα του προερχόταν ἀπὸ κεῖ, ὅπου δὲν μπόρεσε οὔτε νὰ σταδιοδρομήσει4 οὔτε ν' ἀναγνωριστεῖ στὸ βαθμὸ ποὺ τοῦ ἄξιζε.

Πάντως, ἐδῶ, τοὺς ξέγραψε τοὺς ξένους». Ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς Ἕλληνες ἀπόφευγε νὰ «ζεῖ», διατηρώντας μόνο ἐλάχιστες φιλικὲς σχέσεις. Ἦταν ἡ γενικὴ ἀποπνικτικὴ ἀτμόσφαιρα τῶν μεταναστῶν, οἱ καθημερινὲς εἰκόνες ποὺ ζοῦσε στὰ δικαστήρια μὲ τὰ λογῆς προϊόντα της φυλῆς μας, μὲ τὶς μεγάλες καὶ μικροδιαφορές μας «ἐπ' ἀκροατηρίῳ», ὅλα νὰ περνᾶνε γιὰ μία μπουκιὰ ψωμὶ ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλό του μεταφράζοντάς τα στοὺς ἐνδιαφερομένους. Ἔτσι, τὶς λίγες ὧρες ποὺ τοῦ ἀπόμεναν γιὰ δημιουργία, δὲν εἶχε ἄλλη ἐκλογὴ παρὰ νὰ κλείνεται στὸ κέλυφος τοῦ πληγωμένου ψυχισμοῦ του, ζητώντας καταφύγιο ἢ φυγὴ σ' ἕναν ἀλλόκοτο κόσμο, ἐφιαλτικοῦ ὀνείρου, σκώμματος, αὐτοσαρκασμοῦ, ὑποψίας καὶ ἀμφιβολίας τῶν πάντων, ἕναν κόσμο σχεδὸν ρομαντικὸ ἀλλὰ ἐπιφανειακὰ ψυχρόν. Θυμᾶμαι πολλὲς ὧρες νὰ μοῦ ἀναπτύσσει τὴν ἐπιχειρηματολογία του γιὰ ὅλα αὐτά. Ἀναφέρω ἐδῶ ἕνα δεῖγμα, σχετικὰ γνωστό. Ὅταν ἐπὶ μέρες κουβεντιάζαμε τὴν ἔκδοση ἑνὸς ἑλληνικοῦ λογοτεχνικοῦ περιοδικοῦ ἀλλὰ στὴν ἀγγλικὴ γλώσσα, ἦρθε μία μέρα μὲ ἀέρα θριάμβου γιατί βρῆκε τὸν τίτλο: «Παλίμψηστος». Μὲ ρώτησε ἂν ξέρω τί σημαίνει καὶ τοῦ εἶπα ὄχι, «Αὐτὸ εἶναι, αὐτό», φώναζε καταχαρούμενος, «νὰ τρέχουν ὅλοι, Ἕλληνες καὶ ξένοι σὲ μεγάλα λεξικὰ κι’ ἐγκυκλοπαίδειες νὰ βροῦνε τί σημαίνει». Καὶ ὅταν τοῦ πρότεινα νὰ βάλουμε κάτω ἀπὸ τὸν τίτλο «ὄργανο τῶν ἁπανταχοῦ πουλημένων» —ἐννοώντας ἐγὼ τὴ Διασπορά, τὸν καημὸ μου— στάθηκε γιὰ μιὰ στιγμὴ καὶ ἀνέκραξε: «Θαῦμα ἰδέα, ἀλλὰ τὸ ἐπίθετο πολὺ συγκεκριμένο, ἀπαράδεκτα ρεαλιστικό». Ἀργότερα, τὸ ἰδιότυπο αὐτὸ περιοδικό, μὲ τὴ σφραγίδα τῆς ὅλης ἰδιορρυθμίας καὶ λεπτότητας τοῦ Καχτίτση, βγῆκε σὲ δυὸ τεύχη. Κάτω ἀπὸ τὸν τίτλο μπορεῖ νὰ διαβάσει κανεὶς ἑλληνικά: «Ὄργανο τῶν ἁπανταχοῦ πολιορκουμένων»5.



Ι

Ἔτσι τὸν βρῆκα ἐδῶ, πολιορκημένο ἀπὸ ἄγχη. Προσπάθησα νὰ τὸν παρασύρω σὲ μιὰ συμμαχία μὲ τὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα. Δηλαδὴ νὰ ἐπιβιώσουμε, ἑλληνικά, στὸ δοσμένο μας ἑλληνικὸ χῶρο, ὅποιος εἶναι. Πιστεύω πὼς ὡς τὸ θάνατό του δὲν ἀπαλλάχτηκε ἀπὸ κανένα ἄγχος. Εἴχανε ρίζες πολὺ βαθιές. Νομίζω ὅμως ὅτι κάπως συμφιλιώθηκε μὲ τὴν πραγματικότητα, ἐξωλογοτεχνικὰ πάντα —σ' ἐκεῖνα τ' ἄδυτα δὲ χωροῦσε κανένας ρεαλισμός—, ὁπλίστηκε μὲ κάμποση ἀνοχὴ ὥστε νὰ μὴν τοῦ καταστρέφει τὸ λίγο ἐλεύθερο χρόνο ἐκείνη ἡ ἀβάσταχτη γιὰ τὴν εὐαισθησία του καθημερινότητα. Κάποτε ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ «ξανοιχτεῖ» τόσο πολὺ πού, δημόσια, γραπτὰ καὶ ἐνυπογράφως —παρὰ τὶς προσπάθειές μου νὰ τὸν ἀποθαρρύνω γιὰ νὰ μὴν ἀπελπιστεῖ κατόπιν— νὰ καλεῖ τοὺς μετανάστες νὰ μᾶς στέλνουν, πρόχειρα, ἔστω γραμμένα, τὰ ὄνειρά τους. ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΟΝΕΙΡΑ. Ἤλπιζε γιὰ ἐφιαλτικὰ κυρίως, ποὺ βλέπουν ἐδῶ οἱ μετανάστες, σύμφωνα μὲ τὰ λεγόμενά του, καὶ μὲ «ἐκπληκτικὲς πτήσεις» στὴν Ἑλλάδα μονονυχτίς, νὰ τὰ «χτενίζουμε λιγουλάκι» καὶ νὰ τὰ δημοσιεύουμε. Μοὔλεγε: «Δὲ θὰ εἶναι χάρμα νὰ μαζέψουμε τελικὰ καὶ νὰ τυπώσουμε μία γνήσια ΣΥΛΛΟΓΗ ΟΝΕΙΡΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ; Θὰ πλαντάξουν οἱ φίλοι στὴν Ἑλλάδα». Φυσικά, τὸ μόνο ποὺ δημοσιεύτηκε ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τοὔδωσε τὴν ἰδέα, ἑνὸς φίλου συγγραφέα ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, τοῦ Θ.Φ., ἀπὸ μιὰ περιγραφὴ ποὺ τοὔχε κάνει στὴν ἀλληλογραφία του·ς6.



VII

Ὑποδειγματικὸς βασανιστὴς τῆς κάθε πρότασης καὶ λέξης, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐαυτοῦ του, παράδερνε κλεισμένος ἑρμητικὰ στοὺς κόσμους του. Περίεργος καὶ παιδιαριωδῶς προληπτικὸς —πράγμα στὸ ὁποῖο τὸν συναγωνιζόμουν, ὄχι χωρὶς ἐπιτυχία—, ἔφτασε ν' ἀναγάγει τὴν καχυποψία σὲ τέχνη δημιουργώντας ὑπέροχες σελίδες λογοτεχνίας τῆς «ἀμφιβολίας καὶ ἀβεβαιότητας τῶν πάντων», ἀμφιβάλλοντας καὶ γιὰ τὴν καρτεσιανὴ διαλεκτικὴ τῆς ἀμφιβολίας. Ὑποπτευόταν καὶ τὴν ὑποψία του, τὶς περισσότερες φορές, εἶναι ἀλήθεια, σαρκάζοντας μὲ θαυμάσιους συλλογισμοὺς λεπτοῦ χιοῦμορ. Σ' ὁποιοδήποτε ἄσπρο, ὑποπτευόταν, κάπου κρυμμένο, τὸ μαῦρο. Εἶχε φτάσει στὸ σημεῖο νὰ θεωρεῖ κάθε καλὸ ποὺ τοῦ τύχαινε «παραπλανητικὸ προπέτασμα καπνοῦ τῆς μοίρας», καὶ κάθε κακοτυχία «πρελούντιο χειρότερης». Δὲν εἶχε διόλου ἄδικο, ὅπως ἀπόδειξε τὸ πρόωρο καὶ ὀδυνηρὸ τέλος του.



VIII

Σ’ ἕνα φιλολογικὸ μνημόσυνο ποὺ τοῦ ἔγινε ἐδῶ πρόπερσι7, ἔγραψα μερικὲς σελίδες γι' αὐτὰ καὶ ἄλλα σχετικὰ μὲ τὸν Καχτίτση. Πολὺ περισσότερα ἔχω γράψει στὸν φίλο του, τῆς νεότητας καὶ φίλο μου, ποιητὴ Τάκη Σινόπουλο, γιὰ κάποιο βιβλίο ποὺ ἑτοιμάζει γιὰ τὸν Καχτίτση. Ἀπομένουν κάμποσα νὰ στείλω στὸ βιογράφο του, καλύπτοντας ὅσο γίνεται πληρέστερα τὸ θέμα. Πάντως, δὲν μπορῶ νὰ γράψω κάτι γιὰ τὴν «γνωστή, νεκρολογία τοῦ Θεοτοκᾶ χωρὶς ν’ ἀναφερθῶ, μὲ λίγα λόγια, σ' ἕνα παιχνίδι ποὺ εἴχαμε καθιερώσει ἐγὼ μὲ τὸν Καχτίτση, θὲς ἀπὸ ἰδιοτροπία μας, θὲς γιὰ νὰ σπάζουμε τὴ μονοτονία τῆς «βιομηχανικῆς» ζωῆς μας στὴν ξενιτιά. Τὸ λέγαμε «γκρὰν γκινιόλ». Καὶ ὅταν ἔφτασε ἐδῶ ἡ εἴδηση τοῦ ξαφνικοῦ θανάτου τοῦ Θεοτοκᾶ, τὸ «γκρὰν γκινιόλ» ἦταν στὴν πρώτη του ἄνθηση.

Κοντολογὶς ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ μονομαχία «τερατολογίας ποιότητας». Συναγωνιζόμασταν ποιὸς θὰ κάνει, ἀπὸ τὸν καθημερινὸ βίο του, πιὸ τερατώδεις συλλογισμούς, εἰκόνες καὶ προβλέψεις, Ἐκεῖνος, μὲ τὸν καλῶς ἐννοούμενο μαζοχισμό του, κυριολεκτικὰ ἡδονιζόταν νὰ αὐτοσαρκάζεται. Ἀναφέρω ἕνα δεῖγμα, ὄχι ἐνδεικτικὸ τερατολογικῶς, ἀλλὰ «φιλολογικό». Ὅταν μὲ χίλιους κόπους καὶ θυσίες τύπωσε τὸν «Ἥρωα τῆς Γάνδης» —μὲ ἐξώφυλλα, τέσσερα χρώματα διαφορετικὰ καὶ χαρτὶ ὑπερπολυτελείας, σὰν καστόρι—, τοὔλεγα νὰ δώσει, ἔτσι «γιὰ τὴν τιμὴ τῶν ὅπλων», στὰ λίγα βιβλιοπωλεῖα τῆς παροικίας. Γέλαγε πικρά. Πῆγε ὅμως μερικὰ καὶ μοῦ τὸ εἶπε. Σὲ λίγες μέρες τόνε ρώ­τησα, πῶς πάει ἡ κίνηση τοῦ «Ἥρωα» στὴν παροικία. Ἀμέσως τὸν ἔπιασε τὸ δαιμόνιο τοῦ «γκρὰν γκινιόλ» πού, μὲ τὸν καιρό, εἶχε ἀποκτήσει ὁρισμένους ἄγραφους κανόνες. «Δυὸ πατριῶτες, μοῦ εἶπε τάχα σοβαρά, μαχαιρώθηκαν στὴν οὐρὰ ἑνὸς βιβλιοπωλείου τῆς παροικίας, ποιός θὰ πάρει τὸ μοναδικὸ ἀντίτυπο ποὺ ἀπόμενε. Φαντάζεσαι, κύριε, ἀντιμετωπίζω δηλαδὴ καὶ τὴν ἁρπάγην τῆς Δικαιοσύνης. Ἀπειλεῖται ἡ Πὰρκ Ἄβενιου μὲ ἀναρχία κι’ ἐγὼ μὲ τύψεις. Ὁρκίστηκα. Δὲν πρόκειται νὰ ξανατυπώσω ἔργο μου σὲ λιγότερα ἀπὸ 200.000 ἀντίτυπα, νὰ ἱκανοποιήσω στοιχειωδῶς τὸ διψασμένο μας ἀναγνωστικὸ κοινό.». Τέτοια. Αὐτό, σύμφωνα μὲ τοὺς ἄγραφους κανόνες τοῦ παιχνιδιοῦ, σήμαινε ὅτι ἐγὼ ἔπρεπε νὰ τὸ συνεχίσω καί, εἰ δυνατόν, νὰ τὸ ξεπερά­σω. Τὴν ἐπαύριο ἑτοίμασα, γραμμένες σὲ IBM πάνω σὲ ρυζόχαρτο, δυὸ λα­κωνικὲς ὑπηρεσιακὲς ἐπιστολὲς καὶ δυὸ ἐπιταγὲς τῆς τραπέζης, ἐπ' ὀνόματί του, 250.000 δολλαρίων ἡ καθεμιά. Ἡ μιὰ ἦταν ἀπὸ τὸ ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ τῆς Δημοκρατίας τοῦ Ἁγίου Μαρίνου καὶ ἡ ἄλλη ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία τῆς Μαδαγασκάρης, γιὰ τὸ κοπυραΐτ τῆς μετάφρασης τοῦ «Ἥρωα» στὶς ἀντίστοιχες χῶρες. Κλεισμένοι σὲ φακέλους ὑπερπολυτελείας μὲ βουλοκέρι, τά 'δωσα σ' ἕνα Γάλλο ἄνεργο τῆς γειτονίας πού, δασκαλεμένος, τὸν σταμάτησε «καθὼς ἐρχότανε ἀπὸ τὰ δικαστήρια: «Εἶσθε ὁ κύριος Καχτίτσης; Ἐπιτέλους, ἀπὸ τὸ πρωί σᾶς γυρεύω, δέ σᾶς βρῆκα στὸ σπίτι. Ὁρίστε». Ξεκαρδίστηκε στὰ γέλια. Πράγματι, μ' ὅλα τὰ προηγούμενα περὶ στρυφνοῦ χαρακτήρα, δὲν ἔχω γνωρίσει στὴ ζωή μου ἄλλον Ἕλληνα νὰ γελάει τόσο πολύ, ὅταν γελοῦσε κάποτε, καὶ σὰν ἀθῶο παιδί. Ἡ μοίρα τὄθελε, τὸ στερνὸ «γκρὰν γκινιόλ», μὲ βα­ριὰ καρδιά, νὰ τὸ προκαλέσω ἐγώ, ὅταν ἤτανε ἄρρωστος βαριά, λίγες ἡμέρες προτοῦ ρθεῖ στὴν Πατρίδα νὰ ξεψυχήσει. Δὲν ἀπάντησε στὴν πρόκληση. Ἤξερε καλὰ ὅτι ἡ μοίρα του δὲν ἔπαιζε πιά.



IX

Ἂν πράγματι δὲν ἔχει δημοσιευτεῖ ἡ νεκρολογία του γιὰ τὸ Θεοτοκᾶ, θὰ ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι ἄλλαξε γνώμη τὴν ὕστατη στιγμὴ —δὲ θὰ ἦταν ἡ πρώτη φορά. Ἡ ἔνδειξή μου «δίστηλο» γιὰ τὸ λινοτύπη καί, κυρίως, τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ χειρόγραφο βρίσκεται στὰ χέρια μου μὲ ὑποχρεώνουν νὰ δίνω πενήντα στὶς ἑκατὸ πιθανότητες ὅτι δημοσιεύτηκε. Τέτοια «ἐπιλήψιμα» κεί­μενα, ἀδημοσίευτα, δὲν τ' ἄφηνε σὲ κανένα —ἢ τὰ κρατοῦσε στὸ ἀρχεῖο του ἢ συνήθως, τὰ κατάστρεφε. Ἐξὸν κι' ἂν αὐτὸ τὸ λησμόνησε ἢ μούκανε τιμη­τικὴ ἐξαίρεση —πράγμα ποὺ δὲ θυμᾶμαι νὰ συζήτησα μαζί του. Ὅπως εἶπα, καὶ μποροῦν νὰ βεβαιώσουν οἱ φίλοι του, ὁ Νίκος Καχτίτσης εἶχε ἀναγάγει τὴν ὑποψία σὲ καθημερινὸ βίωμα καὶ ἀξίωμα δημιουργικῆς ἔκφρασης. Ἔτσι, μόνον οἱ φίλοι του μποροῦν νὰ φανταστοῦν τί ἔγινε ὅταν τοῦ τηλεφώνησα τὰ τοῦ θανάτου τοῦ Θεοτοκᾶ. Μετὰ τὴν πρώτη ταραχή, μπῆκε σὲ κίνηση ὁ τέ­λειος μηχανισμὸς τῆς ὑποψίας, «Τί σοῦ λέει αὐτό; Αὐτὰ τὰ αἰφνιδίως ἐμένα δὲ μὲ παραπλανοῦν. Ποτὲ δὲν τυχαίνουν σὲ κακούς. Καταλαβαίνεις τί ὑποπτεύομαι». Στὴ συνέχεια εἶπε ξερὰ ὅτι πρόκειται περὶ «πολιτικῆς δολοφονίας». Δὲ συμφώνησα μαζί του, ἰσχυριζόμενος ὅτι ἂν ὑπῆρχε καὶ ὑπόνοια τέ­τοιου, σ' ὅλη τὴν ἀγωνιστικὴ ἔξαρση, ὁ Θεοτοκᾶς εἶχε πανίσχυρους φίλους καὶ ὅλα τὰ μέσα νὰ τὸ καταγγείλουν δημόσια. Ὄχι μόνο δὲν τὸν ἔπεισα, ἀλλὰ ἐπέμενε ὅτι πρέπει νὰ γίνει ἀμέσως νεκροψία, «θὰ βροῦν τὸ δηλητήριο στὰ σπλάχνα του», φώναζε μὲ πεποίθηση. Λίγο ἀβασάνιστα εἶναι ἀλήθεια, παρα­σύρθηκα στὸ χορὸ τῶν ὑποψιῶν του καὶ τοῦ εἶπα: «Ἔχουν πολλοὺς τρόπους. Τοὺς δρομεῖς τοὺς τρῶνε μὲ τρίκυκλα. Τοὺς συγγραφεῖς μὲ ραδιενέργεια, ποὺ προκαλεῖ ἀκαριαῖο θάνατο ἐκ τοῦ μακρόθεν». Τί ἦταν νὰ τὸ πῶ;

Τὴν ἐπαύριο, τὸ μεσημέρι, ἦρθε μὲ τὸ χειρόγραφο, ἀγέλαστος, χωρὶς καμιὰ διάθεση γιὰ «γκρὰν γκινιόλ». Καθὼς διαβάζαμε ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τὰ χειρόγραφα γιὰ τὸ Θεοτοκᾶ —ὅπως εἴχαμε συμφωνήσει ἀπὸ τηλεφώνου—, καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση, μὲ σταύρωνε νὰ τοῦ ἀποκαλύψω ποῦ ἔχω διαβάσει γι' αὐτὸ τὸ «νεοσατανικὸ ὅπλο πολιτικῆς δολοφονίας», τὴ ραδιενέργεια. Ὁ ἴδιος, μοῦ εἶπε, ὅλη τὴ νύχτα ἔκανε χίλιους συλλογισμοὺς γιὰ ἀθέατες προγραφὲς καὶ τρόπους δολοφονίας ποὺ μᾶς ἀπειλοῦν ὅλους. Βρὲ καλέ μου, βρὲ κακέ μου, τίποτα! Θυμᾶμαι ἐκείνη τὴ στιγμὴ νὰ κατονομάζει τὸ δολοφόνο τοῦ Θεο­τοκᾶ. Ἕνα πανίσχυρο θηλυκὸ τῶν τότε παρασκηνίων. Τὸ ἐντόπισε, εἶπε τὰ χαράματα. «Γι' αὐτὸ ἡ ἀγάπη της γιὰ τὴν ἀτομικὴ ἐνέργεια καὶ οἱ ἐπισκέ­ψεις στὸ Δημόκριτο». Μὲ εἶπε ἀφελῆ ὅταν χαρακτήρισα κωμικὴ τὴν «ἀνακά­λυψή» του. Θυμᾶμαι ὅμως, πῶς ἔβλεπε τὸ ἄμεσο πολιτικὸ μέλλον μέσα στὴν ὅλη μαυρίλα τῶν ὠρῶν ἐκείνων, θυμᾶμαι ἀκόμη ὅτι, τὸ θέμα τοῦ θανάτου τοῦ Θεοτοκᾶ τοῦ 'χε μείνει καρφὶ μέχρι ποὺ πέθανε κι αὐτός. Τρία χρόνια μετὰ τὴ νεκρολογία πρέπει νἄχω δημοσιεύσει —ἢ νἄχω τὸ χειρόγραφο— ἕνα ἄλλο κείμενό του, ὄχι λογοτεχνικὸ καὶ μὲ ψευδώνυμο, ὅπου γράφοντας γι' ἄλλα, ἐπανέρχεται στὸ θέμα Θεοτοκᾶ καί, ἂν θυμᾶμαι καλά, ζητάει νὰ διεξαχθεῖ δικαστικὴ ἔρευνα.



Ὕστερα ἀπὸ τὰ παραπάνω, ὁ ἀναγνώστης τοῦ χειρογράφου εὔλογα θ’ ἀ­ναρωτηθεῖ γιὰ ποιὸ λόγο δὲν ὑπάρχει καμιὰ «πολιτικὴ νύξη» σ' αὐτό. Ποῦ εἶναι ἐκείνη ἡ πεποίθησή του καὶ οἱ ἐκδοχὲς τῆς «πολιτικῆς δολοφονίας»; Αὐ­τὸ εἶναι ἕνα ἄλλο θέμα ποὺ μόνο οἱ φίλοι του μποροῦν νὰ εἰκάσουν. Ἐξάλλου ἡ φράση τοῦ χειρόγραφου «Οὔτε ξέρω πολλὰ γι’ αὐτόν» τὸ Θεοτοκᾶ, συμφωνημένο ψέμα, «καὶ ἐπὶ τοῦ προκειμένου παραπέμπω τὸν ἀναγνώστη στὴ γει­τονικὴ στήλη, τοῦ Τρωγάδη», στὴν πραγματικότητα ἦταν προσυμφωνία, μὲ

δική του πρόταση, νὰ καλύψω ἐγὼ «μὲ ὀξύτητα» τὴν πολιτικὴ πλευρά. Μέσα σ’ ὅλο τὸ κύκλωμα τῶν φόβων του κι’ ἔχοντας ζήσει ἐδῶ τὴ δικτατορία τοῦ Ντυπλεσύ, ἤτανε βέβαιος γιὰ τὴν ἑλληνικὴ συνέχεια. Ξέροντάς τον, νὰ δέρνεται μέσα σὲ χίλιους φανταστικοὺς ἢ δικαιολογημένους τρόμους γιὰ τὸ βιοπορισμό του, πρέπει νὰ ὁμολογήσω ὅτι τὶς προάλλες, ὅταν ἀνακάλυψα καὶ διάβασα τὸ ξεχασμένο ἐντελῶς ἀπὸ μένα χειρόγραφο, ἔμεινα κατάπληκτος ἀπὸ τὶς τρεῖς τελευταῖες φράσεις του. Ὑπερβαίνουν πολὺ τὰ Καχτιτσικὰ ἐσκαμμένα ὅπως τὰ ἔζησα ἐγὼ —ὅταν τὰ ὑπόγραφε. Καὶ εἰλικρινὰ θὰ ἀμφέβαλα γιὰ τὴ γνησιότητά τους ἄν μοῦ τἄδειχνε ἄλλος, δακτυλογραφημένα καὶ ὄχι ἰδιόχειρα.



ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΤΡΩΓΑΔΗΣ

ΜΕΡΙΚΕΣ (ΕΩΣ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ) ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ



1. Τὸ δοκίμιο αὐτὸ τοῦ ποιητῆ Παντελῆ Τρωγάδη, μαζὶ μὲ τὴ νεκρολογία τοῦ Γιώργου Θεοτοκᾶ ἀπὸ τὸν Νίκο Καχτίτση, ἐπρόκειτο νὰ δημοσιευτοῦν στὸ περιοδικὸ «ἡ Συνέχεια», ποὺ τὸ Νοέμβρη τοῦ 1973 ἀναγκάστηκε νὰ διακόψει τὴν ἔκδοσή του. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1974, ἀνακάλυψα πὼς ἡ μνήμη τοῦ φίλου μου Παντελῆ εἶχε ἀρχίσει κάπως νὰ κάνει νερά. Γιατί ἡ νεκρολογία Θεοτοκᾶ ἀπὸ τὸν Ν.Κ., ὅπως καὶ μιὰ ἄλλη μικρότερη σὲ ἔκταση τοῦ ἴδιου τοῦ Τρωγάδη εἴχανε δημοσιευτεῖ δίπλα - δίπλα μὲ φωτογραφία καὶ βιογραφικὸ σημείωμα τοῦ Θεοτοκᾶ—στην ἐφημερίδα «Ἑλληνοκαναδικὸν Βῆμα», χρονολογία: : Σάββατον 5 Νοεμβρίου 1966, στὴ δεύτερη σελίδα. Τὴν ἐφημερίδα αὐτὴ τοῦ Μόντρεαλ, εἶχε τὴν καλοσύνη νὰ μοῦ στείλει ὁ ἀγαπητός μας φίλος καὶ παλαίμαχος δημοσιογράφος Τάκης Πετρίτης, ποὺ ὡς τὴ μέρα ἐκείνη ἤτανε ὁ Διευθυντὴς συντάξεως τοῦ «Ἔλ. Βήματος» μὲ ἀρχισυντάκτη τὸν Παντελῆ Τρωγάδη— ὅπως κι ὁ ἴδιος τὸ δηλώνει στὸ ἄρθρο του. Ἀλλὰ κι ἡ δική του μνήμη δὲν πάει καθόλου καλύτερα. Ταχτοποιώντας πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες κάτι παλιὰ χαρτιὰ βρῆκα τὴν παραπάνω δεύτερη σελίδα τοῦ «Ἔλ. Βήματος» μὲ τὶς δυὸ νεκρολογίες ποὺ μοῦ εἶχε στείλει, ἀνάμεσα σὲ πολλὰ ἄλλα, ὁ Νίκος Καχτίτσης τὸ Νοέμβρη τοῦ '66.

2. Τὸ δοκίμιο τοῦ Τρωγάδη γράφτηκε τὸν Ἀπρίλη τοῦ 1973.

3. Στὴν κυριολεξία, ὁ Καχτίτσης ἦρθε στὴν Ἑλλάδα μόνος του. Μοῦ τηλεγράφησε καὶ τὸν περίμενα — μαζὶ μὲ τ' ἀδέρφια του — στὸ ἀεροδρόμιο τοῦ Ἑλληνικοῦ. Ἔφτασε ἀργὰ τὸ μεσημέρι. Τὴ νύχτα τὴν πέρασε στὸ σπίτι ἑνὸς γαμπροῦ του, στὸ Μαρούσι, καὶ τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ἔφυγε γιὰ τὴν Πάτρα. Δυὸ μέρες πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος μπῆκε στὸ νοσοκομεῖο, ὅπου καὶ ξεψύχησε. Ὁ ἐνταφιασμὸς του ἔγινε τὴν ἄλλη μέρα, Τρίτη 26 Μαΐου 1970, στὸ Α΄ Νεκροταφεῖο τῶν Πατρών, ἀλλιῶς Νεκροταφεῖο τῶν Ἀγ­γέλων.

4. Ἡ μεγαλύτερη ἴσως ἀπογοήτευσή του εἶναι πὼς δὲν κατάφερε νὰ «πιαστεῖ» σὰ δη­μοσιογράφος — παρὰ τὶς ἀρχικὰ καλὲς προθέσεις τῶν ὑπευθύνων — στὴν ἐφημερίδα «Ἐλευθερία», ὅπου εἶχε δημοσιεύσει τὸ 1954 μιὰ σειρὰ ἐξαίρετες ἀνταποκρίσεις ἀπὸ τὴ Duala τοῦ Γαλλικοῦ Καμερούν. Μερικὲς λεπτομέρειες γιὰ τὴν περιπέτειά του αὐτὴ θὰ τὶς βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ γράμμα του τῆς 20 Φεβρ. '54 ἀπὸ τὴ Duala.

5. Σημειώνω πὼς ὁ ὑπότιτλος «Ὄργανο τῶν ἁπανταχοῦ πολιορκουμένων» ὑπάρχει στὰ περισσότερα χειρόγραφα καὶ χειροποίητα περιοδικὰ ποὺ σκάρωνε τὴν παλιὰ ἐποχὴ ὁ Καχτίτσης καὶ τἄστελνε σὲ διάφορους φίλους του : Παυλόπουλο, Πεντζίκη, Φάνη Διαμαντόπουλο, Σινόπουλο κ.λπ.

6. Κοίτα ἐφημ. «Ἑλληνοκαναδικὸν Βῆμα», Σάββατον 24 Σεπτεμβρίου 1966, σελίδα δεύ­τερη. Στὴ διπλανὴ στήλη εἶναι δημοσιευμένο καὶ ἕνα σατιρικὸ ποίημα μὲ τίτλο «Τὰ εἰς φίλον» μὲ ἔνδειξη γραφῆς: Μοντρεάλη 1957 καὶ ὑπογραφὴ Νίκος Φίδης, περιστα­σιακὸ ψευδώνυμο τοῦ Νίκου Καχτίτση. Τὸ ἐπίθετο Φίδης ὑποθέτω πὼς βγῆκε ἀπὸ τὰ ἀρχικὰ Φ.Δ. τοῦ παλιοῦ (ἐκ Πύργου) φίλου του Φάνη Διαμαντόπουλου. Ὁ φίλος γιὰ τὸν ὁποῖο εἶναι γραμμένο τὸ σατιρικὸ πρέπει νἄναι ὁ Γιώργης  Παυλόπουλος (ἐκ Πύργου).

7. «Τὸ Ἑλληνρκαναδικὸ Βῆμα». Παρασκευὴ 21 Μαΐου 1971. Τὴν ἰδέα καὶ τὴν ἐπιμέ­λεια τοῦ ἀφιερώματος εἶχε ὁ δημοσιογράφος καὶ φίλος τοῦ Καχτίτση Τάκης Πετρίδης.
ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: