Δευτέρα, Φεβρουαρίου 23, 2015

Δημήτρης Κανελλόπουλος: Συνταξιούχος Σιδηροδρομικός, πρώην Εντομολόγος...



Δημήτρης Κανελλόπουλος
Συνταξιούχος Σιδηροδρομικός, πρώην Εντομολόγος...
(Από τα αδημοσίευτα διηγήματα Ιστορίες από το Kolozsvár)


Ο Albach Géza, σηκώθηκε νωρίς. Ήταν κακόκεφος γιατί, όλη την νύχτα δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι. Από μέρες είχε λάβει ειδοποίηση ότι σήμερα, θα έπρεπε να παρουσιαστεί στην Επιτροπή Αξιολόγησης Πανεπιστημιακών Υπαλλήλων, μια επιτροπή που σχηματίστηκε από καθηγητές και πανεπιστημιακούς υπαλλήλους μετά την ψήφιση από την κυβέρνηση του νόμου για την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση.  

Ήταν καθηγητής Εντομολογίας στην Κτηνιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Cluj. Το ίδιο κι ο πατέρας του, ο βαρώνος  Albach István, ο οποίος είχε δωρίσει μεγάλο μέρος της περιουσίας του στο Πανεπιστήμιο και συγκεκριμένα στην έδρα Εντομολογίας. Μέχρι εκείνη την στιγμή, ήταν ένας άνθρωπος ευτυχισμένος!  Ζούσε μέσα στους αιθέρες της επιστημονικής έρευνας, η προσωπική του ζωή, ήταν μια ζωή χωρίς προβλήματα. Απολάμβανε τα ταξίδια του στο εξωτερικό και όταν είχε ελεύθερο χρόνο, έπαιζε μπριτζ με τους φίλους του στο Tivoli café, πλάι στο Παλάτι Bánffy.  Όλοι τον γνώριζαν στο Cluj, όχι μόνο για την καταγωγή του, ήταν ο τελευταίος απόγονος μιας πολύ παλιάς οικογένειας, αλλά και γιατί από τα νιάτα του ήταν ένας γαλαντόμος μπον βιβέρ… Ένας ανοιχτόκαρδος ευγενής που μόνον έχθρες δεν είχε… Πολλές φορές σκεφτόταν πως ήταν τυχερός που γεννήθηκε σε μια τέτοια οικογένεια, σε μια τέτοια εποχή! Ήταν τυχερός που ανήκε στην οικογένεια Albach. Μια οικογένεια ευγενών, της οποίας, τον 19ο αιώνα, μέλος της ήταν κι ένας από τους σπουδαίους δημάρχους της πόλης! Τελευταία, αντιμετώπιζε βέβαια κάποιες δυσκολίες. Υπήρχαν βέβαια τα προβλήματα που είχε δημιουργήσει η εισβολή του Κόκκινου Στρατού, που συνέτριψε τους ναζί, καθώς και η επιβολή του νέου καθεστώτος. Αλλά όλος ο κόσμος είχε προβλήματα. Χαιρόταν που είχε τελειώσει ο Πόλεμος....


Μετά την χιονοθύελλα των προηγούμενων ημερών, πυκνά στρώματα ομίχλης είχαν σκεπάσει την πόλη. Από εκεί ψηλά, από το Fellegvár, όπου βρισκόταν το σπίτι του, δεν φαινόταν ούτε το καμπαναριό του Αγίου Μιχαήλ. Ο Géza Albach βγήκε από την βαριά, σιδερένια εξώθυρα στον δρόμο. Ντυμένος με ένα βαρύ birkabőr και μια γούνινη σάπκα στο κεφάλι, πήρε να κατεβαίνει με δυσκολία την κατηφόρα προς την Nagy utca κι όταν έφτασε εκεί, έκοψε δεξιά προς την γέφυρα και κατευθύνθηκε προς το κέντρο της πόλης. Πάνω στην γέφυρα βρισκόταν ένα πρόχειρο φυλάκιο όπου μερικοί πολιτοφύλακες με κόκκινα περιβραχιόνια ήλεγχαν την κυκλοφορία. Τον σταμάτησαν για έλεγχο των στοιχείων του.

     Géza Albach , καθηγητής στο Πανεπιστήμιο; Τον ρώτησε ο αξιωματικός βαριανασαίνοντας…

     Μάλιστα είπε ο Géza Albach, καθηγητής Εντομολογίας στο Πανεπιστήμιο…

     Εντομολογίας; Τι είναι αυτό, ψιθύρισε ο αξιωματικός… Και πού πηγαίνετε σύντροφε καθηγητή;

     Μα πού αλλού; Στο Πανεπιστήμιο…

Ο νυσταγμένος και ξυλιασμένος από το κρύο αξιωματικός, δεν είχε όρεξη για περαιτέρω ερωτήσεις και επέστρεψε την ταυτότητα στον Géza Albach, λέγοντάς του:

     Καλή σας μέρα σύντροφε…

Ο Géza συνέχισε να περπατά με δυσκολία πάνω στο παχύ στρώμα χιονιού. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί παντού τον αποκαλούσαν σύντροφο… Δίπλα του, πέρασε ένα σοβιετικό στρατιωτικό φορτηγό, αγκομαχώντας πάνω στο χιόνι και χάθηκε μέσα στην ομίχλη, προς την περιοχή του Central Parkban.  Ελάχιστοι άνθρωποι βάδιζαν στον δρόμο. Ακούστηκε το ρολόι της εκκλησίας των Μεθοδιστών. Η κακοκαιρία ήταν απίστευτη. Παρ’ όλα αυτά, από την Széchenyi István tér, ακούγονταν οι φωνές των αγροτών που τοποθετούσαν τη λιγοστή πραμάτεια τους πάνω στους μπάγκους. Ένα παράξενο βουητό ερχόταν από την πλατεία.



Όταν έφτασε πλατεία Főtér, στην Κεντρική πλατεία της πόλης και καθώς περνούσε από το παλάτι Bánffy, σήκωσε το βλέμμα του προς τα πάνω και προσπάθησε να διακρίνει τα αγάλματα της πρόσοψης… Σήμερα σκέφτηκε, δεν φαίνονται ούτε ο Περσέας, ούτε ο Απόλλων, ούτε ο Άρης, ούτε η Παλλάδα Αθηνά, ούτε η Άρτεμις, ούτε ο Ηρακλής, στην πρόσοψη… Αυτό δεν είναι για καλό σκέφτηκε… Προσπέρασε το Tivoli cafe, που είχε από μήνες κλείσει, αφού δεν μπορούσε να εξασφαλίσει τα τριάντα περίπου είδη καφέ που παλιότερα προσέφερε στους θαμώνες…

Πέρασε πάνω στην πλατεία Főtér.  Γύρω από το ξενοδοχείο New York, όπου είχε εγκατασταθεί η Διοίκηση του σοβιετικού στρατού, μετά τις φονικές μάχες του 1944-45, είδε πολλούς στρατιώτες καθώς και πολλούς ένοπλους πολίτες με κόκκινα περιβραχιόνια να είναι μαζεμένοι πάνω στο πεζοδρόμιο. Προσπέρασε. Δεν ήθελε να υποδηλώσει την παρουσία του.

Στην Piarista templom, σήκωσε το βλέμμα του και διάβασε πάνω από την ύλη: Honoris Snctissimae Trinitatis Ένιωσε μια κρυάδα να διαπερνά όλο του το κορμί. Δεν ήταν ιδιαίτερα θρήσκος. Όμως εκείνη την μέρα, για πρώτη φορά στην ζωή του, αισθανόταν έναν απροσδιόριστο φόβο. Μεγαλύτερο κι από την περίοδο των βομβαρδισμών προς το τέλος του πολέμου, όταν η πόλη ισοπεδώθηκε σχεδόν όλη, από το ποτάμι μέχρι τον Σιδηροδρομικό Σταθμό. Ή κι ακόμη, μεγαλύτερο από εκείνον τον φόβο που ένιωσε, όταν χάθηκε μαζί με άλλους τρεις συναδέλφους του στην απέραντη ζούγκλα του βόρειου Κονγκό. Τότε που τους συνέλαβε μια άγρια φυλή Νειλο-χαμητών το καλοκαίρι του 1935…

Σήμερα, η μέρα δεν προμήνυε κάτι καλό. Τον καλούσαν στο Πανεπιστήμιο για να τον αξιολογήσουν. Ποιοι θα τον αξιολογούσαν; Μια επταμελής επιτροπή, της οποίας τα μέλη δεν ήσαν εκπαιδευτικοί. Πρόεδρός της ήταν ένας σιδηροδρομικός. Ο Gyula Mocsayi, συνδικαλιστής που είχε ξεσηκώσει τον κόσμο στα 1933, με τις απεργίες που καθοδηγούσε για συμπαράσταση στους εργάτες στα Επισκευαστήρια των τραίνων, στην Griviţa

Στην Επιτροπή Αξιολόγησης, ένας μόνο εκπαιδευτικός υπήρχε. Ο Mircea Kihaia, βοηθός στην Σχολή της Χημείας. Άγνωστος παντελώς! Τον ανησυχούσε αυτή αξιολόγηση! Από την σκέψη του περνούσαν, σαν φίλμ οι εικόνες της προσωπικής δυστυχίας του. Με την «αγροτική μεταρρύθμιση», τον Μάρτιο του 1945, είχε χάσει όλη την περιουσία που κατείχε η οικογένειά του επί αιώνες. Στα αυτιά του, ηχούσε ακόμη το σύνθημα του όχλου:                                          Η Άννα, ο Λούκα και ο Ντεζ,

σπέρνουν τρόμο στους μποργκέζ…

Φωνάζοντας αυτό το σύνθημα οι αγρότες, εφορμούσαν κι άρπαζαν την γη, η οποία είχε κατασχεθεί προηγουμένως από την κυβέρνηση…

Ύστερα, είχε έλθει η «οικονομική και νομισματική μεταρρύθμιση». Στα 1947. Τότε έχασε όλα τα χρήματα που είχε στην Τράπεζα, καθώς και τις μετοχές τις οποίες είχε κληρονομήσει από την οικογένειά του και εισέπραττε ένα μεγάλο μέρισμα κάθε χρόνο. Σιγά-σιγά έχασκε μπροστά του το φάσμα της αβύσσου. Η ίδια η κόλαση, αφού δεν είχε τρόπο να εξοικονομήσει τα αναγκαία προς το ζην. Ο μισθός του εξανεμιζόταν τις πρώτες… ώρες μετά την μισθοδοσία. Στεκόταν με τις ώρες στα κρατικά πια μανάβικα για λίγες λαχανίδες! Ή κατέβαινε στην Széchenyi István tér, αναζητώντας λίγους σπόρους σιτάρι, καμιά σάπια πατάτα ή τίποτε πιπεριές από τους μικροϊδιοκτήτες γης, που είχαν απομείνει ακόμη ελεύθεροι… Τα κοσμήματα που είχε κληρονομήσει από την οικογένειά του, τα είχε σχεδόν όλα προωθήσει στους μαυραγορίτες. Αυτοί, οργίαζαν όπως και κατά την διάρκεια του Πολέμου! Ήταν περίεργο, που ασκούσαν την ληστρική ενασχόλησή τους, χωρίς να τους ενοχλεί καμιά εξουσία! Ευτυχώς δεν είχε διαπράξει το λάθος να δημιουργήσει δική του οικογένεια και οι υποχρεώσεις του αφορούσαν μόνο τον εαυτό του...

Και τώρα, μέσα στην ομίχλη, περπατούσε προς μια απροσδιόριστη αξιολόγηση. Αυτός ο κορυφαίος εντομολόγος της Κεντρικής Ευρώπης. Γιος ενός ακόμη φημισμένου εντομολόγου! Εγγονός βαρόνων. Δισέγγονος του δημάρχου του Kolozsvár, του οποίου έφερε και το όνομα. Βραβευμένος σε ευρωπαϊκούς αγώνες ξιφασκίας… Με εκατοντάδες επιστημονικές δημοσιεύσεις και διεθνή επιστημονικά βραβεία για το έργο του. Ήταν υποχρεωμένος τώρα, να παρουσιαστεί ενώπιον μιας αμφιλεγόμενης κομματικής επιτροπής και να απαντήσει στις ερωτήσεις αξιολόγησης των μελών της…

Έδειξε τα χαρτιά του στους ασεβείς φαντάρους που στέκονταν μπροστά στην μεγάλη, πλαϊνή είσοδο, απ’ όπου έμπαινε παλιά η άμαξα του Πρύτανη κι ανέβηκε στην Γραμματεία της Πρυτανείας. Κατόπιν βάδισε στον διάδρομο με τα πήλινα πορτρέτα των Πρυτάνεων και κατευθύνθηκε στο αμφιθέατρο της Σχολής Φυσικών Επιστημών. Οι σκάλες, οι διάδρομοι και τα αμφιθέατρα ήταν γεμάτα από φοιτητές που πηγαινοέρχονταν. Οι πανεπιστημιακοί χώροι, σε αντίθεση με το τι συνέβαινε αμέσως μετά την αποχώρηση των γερμανών και των μαγυάρων, έλαμπαν. Δεν υπήρχε πουθενά ίχνος συνθημάτων στους τοίχους. Καμία αφίσα. Μόνο ένα τεράστιο πανό στην κορυφή της σκάλας που έγραφε: 
        «Ανοιχτό Πανεπιστήμιο για τον Λαό.  
           Partidul Muncitoresc a Romaniei».

Έσπρωξε την δίφυλλη πόρτα και μπήκε στον διάδρομο της Σχολής των Φυσικών Επιστημών. Μπροστά από το αμφιθέατρο, αναγνώρισε κι άλλες καταβεβλημένες φιγούρες συναδέλφων του που περίμεναν υπομονετικά την έναρξη της διαδικασίας. Μιας διαδικασίας η οποία ήταν άγνωστη σε όλους και θα λάμβανε χώρα για πρώτη φορά. Διέκρινε στα πρόσωπα των ανθρώπων μια αγωνία και μια ταλαιπωρία. Μερικούς απ’ αυτούς τους γνώριζε από πολλά χρόνια πριν. Χαιρέτησε ευγενικά και χωρίς δεύτερη κουβέντα πήγε στη άκρη του διαδρόμου, κάτω από ένα μεγάλο παράθυρο και έκανε πως κοίταζε στον δρόμο με αδιαφορία. Παρ’ όλα αυτά, η προσοχή του ήταν τεταμένη. Είχε το νου του, μήπως κι ακούσει κάτι και καταλάβει περί τίνος επρόκειτο…

Παρ’ ότι βρίσκονταν αρκετοί άνθρωποι στον διάδρομο μπροστά στο Αμφιθέατρο, επικρατούσε μια παγερή σιωπή. Οι άνθρωποι, απέφευγαν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον, να μιλήσουν μεταξύ τους. Ένας περίεργος φόβος είχε φωλιάσει στο μυαλό τους κι αυτός ο φόβος ήταν ορατός στο βλέμμα όλων.

Έκανε κρύο. Ο Géza στεκόταν ακίνητος σαν άγαλμα με την πλάτη γυρισμένη στους ανθρώπους που περίμεναν έξω από την πόρτα του αμφιθεάτρου, βυθισμένος στις μαύρες του σκέψεις, όταν η πόρτα άνοιξε και μια νεαρή φοιτήτρια είπε δυνατά:
― Σύντροφοι ξεκινάει η διαδικασία αξιολόγησης. Ένας- ένας, που θα ακούει το όνομά του θα εισέρχεται, θα κάθεται μπροστά στην Επιτροπή και θα απαντά στις ερωτήσεις των συντρόφων μελών της… Όταν τελειώνει η διαδικασία, θα αποχωρείτε από την έξοδο δεξιά της Επιτροπής… Να περάσει ο σύντροφος Nicolae Mitrofan και να ετοιμάζεται ο σύντροφος Edward Tamási…

Έτσι ξεκίνησε η «διαδικασία». Ως το μεσημέρι, είχαν εξεταστεί τέσσερα άτομα, τα οποία έφυγαν από την έξοδο που βρισκόταν από την δυτική πλευρά του αμφιθεάτρου. Κανείς από όσους βρίσκονταν εν αναμονή, δεν είδε τους αποχωρήσαντες… Έτσι, αυτοί που ανέμεναν να εξεταστούν δεν είχαν καμιά πληροφορία για την συμπεριφορά των μελών της επιτροπής, ούτε για το είδος των ερωτήσεων. Το μεσημέρι σταμάτησαν για 30 λεπτά. Αμέσως μετά, όταν τελείωσε το διάλλειμα της επιτροπής, η νεαρή γραμματέας από την μισάνοιχτη πόρτα του αμφιθεάτρου, φώναξε το όνομά του.

     Να περάσει ο σύντροφος Géza Albach…

Αστραπιαία σκέφτηκε τι σχέση μπορεί να είχε αυτός με την κοντόχοντρη γραμματέα της Επιτροπής Αξιολόγησης. Από πού κι ως πού είμαστε σύντροφοι, σκέφτηκε μπαίνοντας στο αμφιθέατρο, χαιρετώντας τα ανέκφραστα μέλη της επιτροπής. Προχώρησε εκεί που τού υπέδειξε η γραμματέας να καθίσει. Όταν κάθισε κι άρχισε να κοιτάζει με προσοχή τα μέλη της Επιτροπής, εξεπλάγη όταν είδε μια γνωστή φυσιογνωμία να έχει καρφώσει το βλέμμα πάνω του. Παραξενεύτηκε. Ο πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο γιος του Mátyás Bródy, του καλοκάγαθου λογιστή που είχε ο πατέρας του συνεργάτη για σαράντα χρόνια. Δυσκολεύτηκε να τον γνωρίσει. Αν είναι δυνατόν! Είχε να τον δει από παιδί. Αλλά αυτός τώρα είχε άλλο όνομα. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει! Ο Bródy έκλεισε τα μάτια του γέρνοντας με νόημα ελαφρά το κεφάλι του. Ήταν μια κίνηση προς αυτόν…

 Η κοντόχοντρη γραμματέας πήρε θέση στο άκρο του πάνελ κι αφού τακτοποίησε τα χαρτιά της, άνοιξε τον φάκελο του Albach Géza, ζητώντας του να επιβεβαιώσει τα στοιχεία του, γέννηση, τόπο κατοικίας, ηλικία, επαγγελματική ιδιότητα… Κατόπιν ενημέρωσε τον αξιολογούμενο, ότι η σημερινή διαδικασία έχει στόχο την ποιοτική ανύψωση των παρεχόμενων μαθημάτων προς τα παιδιά του Λαού. Μια υποχρέωση που απορρέει από τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και του ανθρωπισμού… Τέλος, είπε ότι ο αξιολογούμενος, ότι πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του απευθύνουν οι συντρόφισσες και οι σύντροφοι της Επιτροπής…

            Ο Albach Géza όση ώρα μιλούσε η γραμματέας, παρατηρούσε τα πρόσωπα των μελών της Επιτροπής. Αναγνώρισε ανάμεσα σ’ αυτούς έναν θυρωρό του ανατολικού θυρωρείου του Πανεπιστημίου. Ήταν ένας τριανταπεντάρης με κοκκινωπό πρόσωπο, γνωστός αλκοολικός στους κύκλους του Πανεπιστημίου. Και κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν ο Mircea Kihaia. Ένας ξανθός τριανταπεντάρης, ο οποίος κοίταζε συνεχώς τα χαρτιά του και απέφευγε να τον κοιτάξει.

            Η γραμματέας τον κάλεσε να επιβεβαιώσει τα στοιχεία του. Όνομα, επώνυμο, ημερομηνία γεννήσεως, οικογενειακή κατάσταση, επαγγελματική ιδιότητα… Ο Géza έπρεπε να απαντά επιβεβαιώνοντας ότι τα στοιχεία ήταν τα σωστά… Όταν τέλειωσε κι αυτό, η γραμματέας επιστρατεύοντας όλη την σοβαρότητά της, έδωσε τον λόγο στον Πρόεδρο της Επιτροπής.

     Ο σύντροφος Gyula Mocsayi, Πρόεδρος της Επιτροπής έχει τον λόγο…

Ο Gyula Mocsayi, ένας μεσόκοπος ψαρομάλλης με γαμψή μύτη και βλέμμα διαπεραστικό, παλιός σιδηροδρομικός, γνωστός συνδικαλιστής των CFR, συμπαθητικός στην όψη, είπε δυο λόγια για τους σκοπούς της Αξιολόγησης, για το τι συνέβαινε μέχρι τώρα και τι θα γίνεται απ’ εδώ και πέρα και ζήτησε να συνεχιστεί η διαδικασία προς όφελος του Πανεπιστημίου και του Λαού. Καθησύχασε με μειλίχιο τρόπο τον αξιολογούμενο, ότι δεν έχει τίποτε να φοβηθεί, γιατί η Λαϊκή Κυβέρνηση και το PMR, δεν στρέφονται εναντίον των πολιτών που κάνουν το καθήκον τους, δεν έχουν λόγους να δημιουργήσουν προσκόμματα σε κανέναν, παρά μόνον σε εκείνους που εξυπηρετούν την μπουρζουαζία και τα συμφέροντα των αριστοκρατών grofi...

             O Albach Géza άκουγε προσεκτικά το κήρυγμα αυτού του ανθρώπου, που η μοίρα το έφερε να τον γνωρίζει. Από τον τρόπο που άκουγαν προσεκτικά τα μέλη της Επιτροπής, με τα μάτια, κατά τι περισσότερο ανοιχτά, είχε την εντύπωση πως, ο «σύντροφος» Gyula Mocsayi, ο Bródy δηλαδή, ήταν μια σπουδαία προσωπικότητα, από την οποία τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής, είχαν να διδαχθούν πολλά.

            Η τελευταία φράση του σύντροφου Gyula Mocsayi ή Bródy, έκανε να διαπεράσει την σπονδυλική στήλη του Albach Géza κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Ήταν ο ίδιος απόγονος μιας γνωστής αριστοκρατικής οικογένειας. Ένας grof..! Άραγε, σκέφτηκε, κατά ποιόν τρόπο, η καταγωγή ενός ανθρώπου παίζει ρόλο στην εργασία του; Η εργασία έχει κανόνες δικούς της. Έχει υποχρεώσεις στις οποίες ανταποκρίνεται κάποιος ανεξαρτήτως καταγωγής. Πώς μπορεί, σε μια επιστήμη σαν την δική του, δηλαδή μια φυσική επιστήμη της οποίας τα συμπεράσματα είναι αναμφισβήτητα, να εμποδίζει η καταγωγή την παρατήρηση, την καταγραφή και ανάλυση των συμπεριφορών των εντόμων, τον ρόλο και τις επιπτώσεις των στις επιδημίες που μπορούν να προκαλέσουν στην ανθρώπινη κοινωνία;

            Μετά τον Gyula Mocsayi άρχισαν να τίθενται τα ερωτήματα. Πότε διορίστηκε στο Πανεπιστήμιο, αν ήταν πράγματι γιος του Albach István, αν πράγματι είχε τιμηθεί με τα βραβεία… Ο Mircea Kihaia, ο βοηθός καθηγητής Χημείας ήταν προετοιμασμένος καλύτερα από όλους τους άλλους στα ζητήματα της επιστήμης του. Πήρε τον λόγο και είπε:

     Σύντροφε Καθηγητά, έχετε εκδώσει ένα πλήθος βιβλίων σχετικά με τους φορείς που μεταδίδουν στον άνθρωπο μια σειρά επικίνδυνων λοιμώξεων… Εστιάσατε τα τελευταία χρόνια τις έρευνές σας στην ανάλυση των ιών που προκαλούν την νόσο του Lyme και του τύφου… Στα βιβλία σας δεν αναφέρεται πουθενά η παραμικρή υποψία, ότι το παλιό καθεστώς της μπουρζουαζίας, δεν έπαιρνε κανένα μέτρο προφύλαξης των μαζών, καμιά ενημέρωση δεν παρείχε….

     Αγαπητέ Κύριε, είπε ο Géza διακόπτοντάς τον, θα ήθελα να σας… και πριν προλάβει να ολοκληρώσει τον λόγο του, με πολύ αυστηρό τρόπο τον σταμάτησε η κοντόχοντρη γραμματέας χωρίς καμιά τυπική ευγένεια και μιλώντας του απειλητικά στον ενικό…

     Άκου να σου πω Albach Géza, για πρώτη και τελευταία φορά σού επισημαίνω, ότι εδώ θα μας αποκαλείς συντρόφους… Τρία χρόνια τώρα με διάταγμα της Λαϊκής Κυβέρνησης έχει καθιερωθεί καινούργια προσφώνηση… Η προσφώνηση που εκστόμισες ανήκει στον παλιό κόσμο της μπουρζουαζίας κι όχι στον καινούργιο κόσμο που ανέτειλε στις 23 Αυγούστου 1944…

     Αγαπητή μου, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι κάποιος είναι Κύριος ή κάποια είναι Κυρία εκ των πραγμάτων… Αλλά αν αυτό επιθυμείτε, δεν έχω αντίρρηση να συμμορφωθώ με την υπόδειξή σας…

Για λίγα λεπτά επικράτησε μια μικρή αναταραχή μεταξύ των μελών της Επιτροπής και από τις εκφράσεις των προσώπων τους, κυρίως της γραμματέως ο Albach Géza κατάλαβε πως δυσαρεστήθηκαν πολύ…

     Συνέχισε είπε με έντονο ύφος η γραμματέας…

     Έλεγα λοιπόν αγαπητέ… με δυσκολία πρόφερε την λέξη σύντροφε… ότι η Επιστήμη πρέπει να κάνει το καθήκον της, ανεξαρτήτως κοινωνικοπολιτικού συστήματος…

     Σας εννοώ σύντροφε, σας εννοώ είπε ο Mircea Kihaia… αλλά θέλω να μου πείτε την προσωπική σας άποψη επί του εξής ερωτήματος: οι συνθήκες που ένα σύστημα δημιουργεί ή ανέχεται είναι υπεύθυνες για την εκδήλωση διαφόρων νόσων όπως η νόσος του Lyme και του τύφου, η οποία στα μέρη μου έκανε θραύση πριν μερικά χρόνια…

     Ναι, υπό μίαν έννοια… Το κράτος πρέπει να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να μην εκδηλώνονται τέτοιες επιδημίες… Υπάρχουν όμως και οι κανόνες Υγιεινής που εν μέρει πρέπει να τηρούνται από το κοινό…

     Μου αρκεί σύντροφε είπε ο Mircea Kihaia

Τότε πήρε τον λόγο ο Πρόεδρος της επιτροπής και πάλι και ρώτησε χωρίς να τον κοιτάζει:

     Σύντροφε Albach Géza, τα χαρτιά μας λένε ότι είστε στενός φίλος με τον εχθρό του Λαού, τον τέως καθηγητή Ανατομίας Victor V. Papilian;

     Αγαπητέ σύντροφε, ο καθηγητής Victor V. Papilian είναι μια μεγάλη επιστημονική προσωπικότητα. Έχω παρακολουθήσει το επιστημονικό του έργο και είμαι θαυμαστής του. Η σχέση μου με αυτόν είναι παλαιά και αυστηρά, μέσα στα πλαίσια των επιστημονικών μου ενδιαφερόντων… Τις πολιτικές προτιμήσεις του τις γνωρίζω αλλά ουδέποτε με απασχόλησαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο… Δικές του είναι. Όχι δικές μου! Κι απ’ ότι γνωρίζω, σήμερα εδώ, έχω κληθεί για να κριθώ επιστημονικά. Νομίζω πως δεν πρέπει να κριθώ, βάσει των κοινωνικών μου επαφών, αλλά κατά πόσον είμαι χρήσιμος για την Παιδεία και Εκπαίδευση του Λαού….



Έγινε μια μικρή παύση. Οι επίτροποι κάτι συζήτησαν ψιθυριστά μεταξύ τους ανασηκώνοντας ο καθένας τα χαρτιά του, για να μην βλέπει ο αξιολογούμενος τα χείλη τους… Φαίνεται πως κάτι δεν τους άρεσε… Ο Albach Géza είχε βαρεθεί και εν μέρει είχε απηυδήσει με το χαμηλότατο επίπεδο της συζήτησης με τους αξιολογητές του. Οι ερωτήσεις που έγιναν για την αξιολόγηση της δουλειάς του, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια ανάκριση για να δουν την στάση του έναντι του νέου καθεστώτος. Η είσοδος της Πολιτικής, με απροκάλυπτο τρόπο στα ζητήματα της Επιστήμης! Ήταν ενημερωμένος σχετικά. Αλλά δεν έδινε σημασία. Η Πολιτική, δεν τον απασχολούσε σε τέτοιο επίπεδο. Είχε τις προτιμήσεις του βεβαίως. Αλλά αυτές ήταν δικές του. Δεν είχε κοινοποιήσει ποτέ τις πολιτικές του απόψεις. Αν και αριστοκράτης, έβρισκε τον εαυτό του ανθρωπιστή και φιλελεύθερο. Η οικογένειά του είχε αναπτύξει μεγάλο φιλανθρωπικό έργο στο Kolozsvar… Με την πολιτική, μόνον ο προπάππος του είχε ασχοληθεί. Ήταν Δήμαρχος της πόλης, εν τούτοις κανένα άλλο μέλος της οικογένειας Albach δεν είχε ανάμιξη στην πολιτική, παρά μόνον με την Επιστήμη… Αυτές τις σκέψεις έκανε, όταν τον διέκοψε η ένρινη φωνή της Marta Moisei, μιας νεαρής διοπτροφόρου, μέλους της Επιτροπής και εκπροσώπου της Ένωσης Φοιτητών- USR

     Σύντροφε Albach, είπε… Οι γονείς σας σε ποια κοινωνική τάξη ανήκαν;

     Ευγενείς! Απάντησε αυτός χωρίς περιστροφές…

Η απάντησή του δημιούργησε μιαν αμηχανία στα μέλη της Επιτροπής. Κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους και όλοι μαζί κοίταξαν κατόπιν τον Πρόεδρο…

Τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης Προσωπικού του Πανεπιστημίου, διέθεταν κάποιον «ανθρωπισμό» ακόμη. Ο Gyula Mocsayi ξεροκατάπιε δυο τρεις φορές και κατόπιν είπε σχεδόν ψιθυριστά, με εντελώς διαφορετικό ύφος, απ’ ότι κρατούσε σε όλη την διάρκεια της συνεργασίας μέχρι εκείνη την στιγμή και σαν να τον ικέτευε είπε:

     Σύντροφε Καθηγητά, δεν είναι καλό να γράψουμε αυτό το πράγμα στα χαρτιά… Μήπως μπορείτε να απαντήσετε και πάλι στο ερώτημα μας, με το οποίο θα κλείσουμε τη σημερινή μας συνεδρίαση;

Ο Géza, εκνευρισμένος από την όλη διαδικασία, αλλά και με ένα αυτάρεσκο ύφος, κληρονομημένο από την καταγωγή του αλλά και μην κατανοώντας την ελαφρά μετατόπιση του Προέδρου της Επιτροπής απάντησε:

     Δυστυχώς… σύντροφοι, απ’ ότι γνωρίζετε κι εσείς, τους γονείς δεν μπορούμε να τους διαλέξουμε… Αν εγώ είχα την δυνατότητα να τους διαλέξω, θα διάλεγα δυο Εγγλέζους ευγενείς για γονείς μου, και τώρα, δεν θα καθόμουν εδώ να συζητώ μαζί σας τέτοιες ανοησίες… Είμαι απευθείας ο τελευταίος άρρεν απόγονος της οικογένειας Albach… Αυτό είναι θέμα το οποίον δεν μπορεί να αμφισβητηθεί… Κι εγώ είμαι πραγματικό παιδί του πατέρα μου, όπως λένε όλοι όσοι με είχαν δει μαζί του όσο ζούσε… Και εξακολουθώ να μην σας καταλαβαίνω… Εδώ αξιολογούμαι για την επαγγελματική μου ιδιότητα… Δεν καταλαβαίνω την σχέση που μπορεί να έχουν οι γονείς μου, η οικογένειά μου, οι γνωστοί και οι φίλοι μου μ’ αυτήν…



Με τα λόγια του Albach Géza η Επιτροπή Αξιολόγησης Πανεπιστημιακών Υπαλλήλων έκλεισε την πρώτη συνεδρίασή της. Μετά από δύο ημέρες ο Albach Géza απολύθηκε από το Πανεπιστήμιο, χωρίς να του δοθεί κάποια εξήγηση. Κι αυτό του φαινόταν ανεξήγητο! Όσοι είχαν αξιολογηθεί πριν απ’ αυτόν, συνελήφθησαν και χάθηκαν απ’ το Cluj. Ο φίλος του Victoras Papilian, καθηγητής της Ιατρικής, εξαφανίστηκε… Ακούστηκε ότι, βρισκόταν στην φυλακή. Αλλά περισσότεροι απ’ όσους αξιολογήθηκαν τους μήνες που ακολούθησαν, βρίσκονταν στο νησάκι Sfântul Gheorghe, στον Δούναβη. Εκεί που είχε αρχίσει η «οικοδόμηση» της νέας κοινωνίας. Κανείς δεν γύρισε πίσω!

Ο Albach Géza την γλίτωσε φτηνά. Χάρις στον γιο του Mátyás Bródy, Πρόεδρο της Επιτροπής Αξιολόγησης, τον οποίο δεν ξαναείδε ποτέ. Το 1954 μονάχα, διαβασε στην εφημερίδα Utunk, ότι ο συνδικαλιστής Gyula Mocsayi εκτελέστηκε ως συνεργάτης του Lucrețiu Pătrășcanu…   

Λίγο καιρό μετά, μια άλλη Επιτροπή, η Κρατική Επιτροπή Εθνικοποίησης των Οικιών και της Γης, τον εξεδίωξε από το σπίτι του, επιτρέποντας του να πάρει μαζί του μια αλλαξιά ρούχα, ένα σετ κουταλοπήρουνα, μια καρέκλα κι ένα τραπέζι…  Έτσι ο Albach Géza, βρέθηκε στον δρόμο, ενώ στο σπίτι του, όπως διαπίστωσε αργότερα, εγκαταστάθηκε η οικογένεια της νεαρής φοιτήτριας Marta Moisei, η οποία είχε θέσει το ερώτημα σε ποια κοινωνική τάξη ανήκαν οι γονείς του…

Την πίστη του ότι ήταν ένας άτυχος άνθρωπος που τα έχασε όλα επειδή ήταν απόγονος της οικογένειας Albach, την αναθεώρησε τα χρόνια που ακολούθησαν. Άκουγε συχνά για τις τραγωδίες που συνέβαιναν με ανθρώπους της ίδιας κοινωνικής καταγωγής με αυτόν. Πίστεψε τελικά πως ήταν τυχερός, γιατί επέζησε όλων αυτών των απίθανων καταστάσεων που εκτυλίχθηκαν ως μια παράλογη πραγματικότητα κατά την διάρκεια της ζωής του. Ήταν τυχερός μέσα στην ατυχία του! Παντρεύτηκε με την κόρη μιας οικιακής βοηθού της οικογένειάς του που τον φιλοξένησε χωρίς δεύτερη σκέψη, μόλις βρέθηκε χωρίς σπίτι. Η καλή γνώση της γαλλικής και της γερμανικής, τον βοήθησε να επιζήσει τα επόμενα χρόνια πού ήσαν πολύ σκληρά. Όταν η θύελλα πήρε να κοπάζει, και ηρέμησαν κάπως τα πράγματα, άρχισε να διδάσκει αυτές τις δύο γλώσσες στα παιδιά της καινούργιας «αριστοκρατίας» που αναδείχθηκε μετά την επιβολή του νέου καθεστώτος.

Στο κέντρο της πόλης δεν απέφευγε να κατεβαίνει. Ζούσε με την νεαρή σύζυγό του και τα δυο παιδιά που απέκτησε, παραδίδοντας αγγλικά και γαλλικά στους νεαρούς βλαστούς της νομενκλατούρας και καλλιεργώντας τον λαχανικά στον κήπο τους χωρίς να συναναστρέφεται κανέναν. Ποτέ δεν δίδαξε ξανά Εντομολογία. Όταν τον ρωτούσε κανείς, τι δουλειά κάνει, σήκωνε τα γαλάζια μάτια του, σκεφτόταν λίγο κοιτάζοντας στο κενό και μετά απαντούσε ξερά:

―Συνταξιούχος σιδηροδρομικός… και χαμηλώνοντας τη φωνή του: πρώην Εντομολόγος…


Δεν υπάρχουν σχόλια: