Σάββατο, Μαρτίου 14, 2015

Δημήτρης Κανελλόπουλος Πρόγραμμα επιστημονικής τροφοδοσίας



Δημήτρης Κανελλόπουλος
Πρόγραμμα επιστημονικής τροφοδοσίας
Program de alimentaţie ştiinţifică a populaţiei…

Όταν έπεσε το πρώτο χιόνι, μαζευτήκαμε μέσα στον Croco. Έκανε πολύ κρύο και δεν αντέχαμε να στεκόμαστε όρθιοι και ακίνητοι στα τραπέζια που βρίσκονταν στο πεζοδρόμιο. Ο Locsyi που προβληματιζόταν διαρκώς  για τα ανταλλακτικά τής zavra, έπαψε να προβληματίζεται γιατί δεν μπορούσε να κυκλοφορεί με το μηχανάκι πάνω στον πάγο. Η zavra ήταν ένα προπολεμικό γερμανικό μηχανάκι που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Το μοναδικό ίσως σε ολόκληρη την πόλη. Ησυχάσαμε.
Ωστόσο προέκυψε ένα άλλο ζήτημα. Η εξαφάνιση των τροφίμων από τις Alimentari, μας ανησυχούσε σε μεγάλο βαθμό. Το πράγμα φαινόταν ότι θα τραβήξει σε μάκρος. Οι περισσότεροι στράφηκαν σε μένα. Ήμουν ο «ξένος» της παρέας. Η γέφυρα με
τον έξω κόσμο. Ωστόσο, εγώ είχα περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες και δεν μπορούσα να ανταποκριθώ σε παράλογες απαιτήσεις. Ας πούμε, δεν μπορούσα να επιβαρυνθώ με τη μεταφορά τροφίμων στο Cluj, για πέντε-έξι οικογένειες ακόμη. Εμπόριο μπλού τζιν δεν έκανα. Τους το είχα ξεκαθαρίσει. Σιχαινόμουν αυτούς που έφερναν τζιν και τσιγάρα και τα εμπορεύονταν. Η παρέα το είχε αποδεχτεί. Αν κάποιος ήθελε ένα σαπούνι ή ένα πακέτο ΚΕΝΤ, μάζευε τα χρήματα και του το αγόραζα από το Shop, στο οποίο είχα μόνο εγώ το δικαίωμα να μπαίνω επιδεικνύοντας το διαβατήριό μου…
Με τις ελλείψεις τροφίμων από την αγορά, άρχισαν να εισέρχονται στην ζωή μας κάποιες καινούργιες έννοιες: bon, raţie, călorii… Program de alimentaţie ştiinţifică a populaţiei (δελτίο τροφίμων, σιτηρέσιο, θερμίδες, Πρόγραμμα επιστημονικής τροφοδοσίας του πληθυσμού κ.λπ.). Το καινούργιο αυτό κοινωνιολογικό περιεχόμενο της γλώσσας δεν το είχαμε καν υποψιαστεί. Έμελλε να μας σημαδέψει.
Στην παρέα, ήμασταν εφτά ή οχτώ. Το ’79,  όταν άρχιζε η κρίση, έφυγαν δύο. Ο Nicky Μ. και ο Dan Τ. O πρώτος, χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν εξαφανίστηκε. Μάθαμε αργότερα, από τις ανακρίσεις που έγιναν, ό,τι δραπέτευσε στο εξωτερικό. Κολυμπώντας πέρασε τον Δούναβη και ζήτησε πολιτικό άσυλο στην Γιουγκοσλαβία. Την επόμενη χρονιά έλαβα ένα καρτ ποστάλ στο σπίτι μου στην Αθήνα. Ήταν από την Γερμανία. Αποστολέας Nicky Μ. Έγραφε: Να μάθεις κολύμπι. Είσαι και από την Ελλάδα. Θα σου χρειαστεί! Μην πετάς άλλο στα σύννεφα. Πίνω πραγματικό καφέ, στην Φρανκφούρτη… Nicky
Ο Dan Τ. έμενε σε ένα μικρό παλατάκι στην οδό Jozsa Bella πίσω από το ξενοδοχείο Napocă. Ήταν πλουσιόπαιδο. Ο πατέρας του, γνωστός γιατρός της πόλης, δραπέτευσε στην Γερμανία το 1965. Ο Dan Τ. και η μάνα του έμειναν πίσω. Ο πατέρας του με την πάροδο του χρόνου, δουλεύοντας σκληρά, έγινε κλινικάρχης στην Γερμανία. Ο Dan Τ. σπούδασε κι αυτός γιατρός. Όταν πέθανε η μάνα του, έκανε τα χαρτιά του να φύγει στο εξωτερικό νομίμως. Να πάει στον πατέρα του. Εκεί άρχισαν τα προβλήματα. Τον καλούσαν συνεχώς στη Ασφάλεια επί χρόνια, πότε για το ένα και πότε για το άλλο. Στο τέλος, ανάμεσα σε πολλά που τού γύρεψαν, ήταν να υπογράψει και μια δήλωση ότι αποποιείται την περιουσία του. Έτσι, εθνικοποιήθηκε το σπίτι και παραχωρήθηκε σε άλλη οικογένεια.
Εκείνες τις μέρες ο Bad Tony είχε βάλει το μυαλό του να δουλέψει για το καλό ολόκληρης της ομάδας. Ο Bad Tony δεν ήταν Κλουζιανός. Καταγόταν από ένα χωριό τού Bihor. Κοντά από στην Oradea. Εκεί ο πατέρας του είχε κάμποσα στρέμματα γης. Έτσι, του Bad Tony δεν του έλλειπαν τα τρόφιμα ποτέ. Αυτός ήταν ο μόνος που κατοικούσε στις φοιτητικές εστίες, εκτός από μένα. Ειδικότης του τα παλιά βιβλία και γενικώς τα παλιά αντικείμενα.
—Σκέφτηκα κάτι… Δεν ξέρω αν το εγκρίνεται… Εγώ θα βάλω το αυτοκίνητό μου…
—Μπα; Άρχισες να σκέφτεσαι; Εσύ, ο εκπρόσωπος της παλιάς τάξης των grofi..; είπε ο Locsyi
—Η πρόταση είναι σοβαρή αγαπητέ σύντροφε, υιέ ιδρυτικού μέλους του Κόμματος, είπε ο Bad Tony… ρουφώντας την υγρή του μύτη…
—Ακούμε είπα εγώ… Και παρακαλώ να λείπουν οι σχολιασμοί περί της κοινωνικής καταγωγής των συντρόφων…
—Λέγε είπε ο  Sandu, με την μονίμως άδεια από καπνό πίπα του, που κρεμόταν απ’ τα χείλη του.
—Σκέφτηκα είπε ο Bad Tony, ό,τι θα μπορούσαμε να επισκεφτούμε τον Σιδηροδρομικό Σταθμό, να δούμε τι ώρα έρχεται το τραίνο… Το διεθνές δρομολόγιο, που έρχεται από Βερολίνο και περνάει την νύχτα προς Βουκουρέστι…
—Και τι να κάνουμε; Να πάμε στο Βουκουρέστι και να επισκεφτούμε τον Sef; Τον διέκοψε ο Liuba, που ήταν αμίλητος μέχρι εκείνη τη στιγμή…
—Αν είχες υπομονή, θα περίμενες να ακούσεις… Αλλά δεν έχεις, όπως στο κρεβάτι… Δεν θα πάμε στο Βουκουρέστι. Όπως όλοι γνωρίζετε, το τραίνο έχει μέσα καντίνα. Αυτό το τραίνο που έρχεται από το Βερολίνο. Διαθέτει πλούσια καντίνα γιατί στην DDR δεν υπάρχει πρόβλημα στα τρόφιμα… Εκτός αυτού, περνάει από την Βουδαπέστη, που από όσο ξέρω δεν αντιμετωπίζει κρίση τροφίμων ούτε η Ουγγαρία! Και κατόπιν εισέρχεται στο δικό μας έδαφος… Στην Oradea. Αλλά δεν σταματά πουθενά! Πρώτος σταθμός του στο έδαφος της Ρουμανίας, είναι το Cluj… Μόλις φτάσει στο Cluj, τρεις από μας ανεβαίνουν πάνω. Έχουν μαζί τους από δύο-τρία μεγάλα σακιά απ’ αυτά που βάζουν μέσα το σιτάρι, έχω εγώ απ’ αυτά… Πάνε κατ’ ευθείαν στην καντίνα και αγοράζουν σε εξευτελιστικές τιμές, τα πάντα: τσιγάρα, nectar bolgar, κρασιά, κονσέρβες τα πάντα…
Έκανε μια διακοπή, ήπιε μια γουλιά καφέ και συνέχισε:
—…Ακόμη, είμαστε τυχεροί, γιατί το τραίνο, κάνει μία και μοναδική στάση στην Câmpia Turzii, τριάντα χιλιόμετρα από εδώ. Μετά πηγαίνει διακόσια πενήντα χιλιόμετρα μακριά για να κάνει την επόμενη. Στο Brasov. Έτσι, τρεις ανεβαίνουν, πάνε στην καντίνα και μαζεύουν τα πάντα. Εγώ με έναν ακόμη, πηγαίνουμε με το αυτοκίνητό μου στην Câmpia Turzii και περιμένουμε τους «ταξιδιώτες» στον σταθμό. Τους βοηθούμε να κατεβάσουν τα σακιά και κατόπιν, όλοι μαζί γυρίζουμε στο Cluj
Πέρασαν δυο-τρία λεπτά μέχρι να συνειδητοποιήσουμε το σχέδιο. Είναι μερικές φορές, που κάτι το εντυπωσιακό, δυσκολεύεται να το επεξεργαστεί ο νους του ανθρώπου. Πρώτος αντέδρασε ο Feri λέγοντας:
—Σαν να μου ακούγεται καλό.. Υποψιάζομαι ότι μετά, ότι απ’ αυτά δεν μας χρειάζεται, θα μπορούμε να τα πουλάμε σε καλύτερη τιμή, ή να τα αλλάζουμε με άλλα προϊόντα… Ας πούμε κρέας από τους χωριάτες...
—Ναι είπε ο Bad Tony
Μετά από λίγο ξεθάρρεψαν όλοι. Το σχέδιο έγινε αποδεκτό με ενθουσιασμό. Αποφασίσαμε να το βάλουμε σε εφαρμογή. Ο Bad Tony μας κάλεσε να μιλούμε χαμηλόφωνα γιατί πλάι μας έπινε περιέργως καφέ ο Alladar, ο μεγαλέμπορος που έκανε τον Adrian Paunescu να χάσει τα λόγια του στο Cenaclul Flacăra. Αυτός σύχναζε στο Conti κι έκανε μεγάλες δουλειές. Με τα αράβια και τους μαύρους. Είπαμε να φύγουμε από εκεί και συνεννοηθήκαμε να πάμε στο σπίτι τού Locsyi που ήταν κοντά.
Δεν θέλαμε να αποκαλύψουμε το σχέδιό μας, γιατί αυτή η curva ordinara, ήταν ικανή να μας αρπάξει τη μπουκιά μέσα απ’ το στόμα… Βγήκαμε δυο-δυο, τρεις-τρεις και κάναμε πως φεύγουμε προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Εγώ, επειδή ήμουν ξένος και πάντα ήθελε να ξέρει τι διάολο κάνω μ’ αυτούς τους φτωχοδιάβολους, πήρα το maxi-taxi κι ανέβηκα στις φοιτητικές εστίες στην strada Haşdeu κι από εκεί κατέβηκα με τα πόδια στην Calea Moţilor, όπου ήταν το σπίτι του Locsyi.
Η Λίζα χάρηκε που μας είδε και παρά την εγκυμοσύνη της, έφερε τσούϊκα με φρέσκα κρεμμυδάκια και λίγα κομμάτια σλανίνα… Η μεγάλη, παλιά σόμπα από τούβλα (sobă din teracotă), εξέπεμπε μια γλυκιά ζέστη που εισχωρούσε στο σώμα και μαζί με το οινόπνευμα μας νάρκωνε… Ωστόσο ο Bad Tony, έδειχνε ακαταπόνητος και δεν έλεγε να σταματήσει… Τα είχε σχεδιάσει όλα στην εντέλεια.
—Λοιπόν, συνεχίζω… ο Grecu, δηλαδή εγώ, θα πάει αύριο να πάρει τις ακριβείς ώρες των δρομολογίων. Τώρα θα βάλετε από δέκα λέι ο καθένας για τη βενζίνη. Και από τριάντα λέι ο καθένας για τα ψώνια… Ο Liuba θα ρωτήσει αν μπορούμε να μπούμε στο Cluj από κάποιον παλιό δρόμο για να μην πέσουμε πάνω στον έλεγχο της Αστυνομίας. Στο Feleac υψώσανε έναν Πύργο δεκαπέντε μέτρων με ισχυρούς προβολείς…
Μπήκαμε στην σκέψη αυτής της περιπέτειας και αρχίσαμε να ταξιδεύουμε νοερά. Παράλληλα κάναμε τις κατάλληλες προετοιμασίες. Εγώ πήγα στα γραφεία του CFR και κατέγραψα τα δρομολόγια. Άλλοι πήγαν στην Gara, ανά δύο σε διαφορετικές μέρες και παρακολούθησαν την κίνηση των επιβατών. Το τραίνο ήταν τεράστιο σε μήκος. Η μηχανή του ήταν μια τεράστια μηχανή που έγραφε Maschinen… και κάτι άλλα ακαταλαβίστικα και με μεγάλα γράμματα Deutsche Demokratische Republik. Διαπιστώσαμε ότι το τραίνο φτάνει με υψηλή ακρίβεια μεταξύ 10:50 και 10:55. Παρέμενε στον σταθμό, μόλις 7 λεπτά της ώρας και έφευγε μέσα σ’ έναν δαιμονιώδη θόρυβο.
Μια μέρα, ανέβηκα εγώ με τον Ovidiu και κάναμε το πολυπόθητο ταξίδι μέχρι την Câmpia Turzii. Επισκεφθήκαμε το ρεστοράν του τραίνου το οποίο έκλεινε εκείνη την ώρα καθώς και την καντίνα. Τσεκάραμε τα προϊόντα. Είδαμε ότι τα περισσότερα ήσαν ουγγρικής παραγωγής γιατί προφανώς ο ανεφοδιασμός είχε γίνει πριν το τραίνο μπει στο ρουμανικό έδαφος. Είχε κάτι πρασινοκόκκινα κουτιά με μπέικον, παλίνκα, χυμούς olympusz, κρασιά Egri Bikavér όλα μαγυάρικα προϊόντα… Αλλά στα κάτω ράφια διέθετε κρασιά Carmel από το Ισραήλ, κονιάκ Σκεντερμπέη από την Αλβανία, χυμούς nectar bolgar από τη Βουλγαρία, ανανά κονσέρβα από τη Νότιο Αφρική, τσιγάρα BΤ από την Βουλγαρία, ρούμι Havana Club από την Κούβα, ρουμάνικες κονσέρβες DAKOR, βότκα Wyborowa και Żytnia από την Πολωνία καθώς και Stolichnaya από την Ρωσία, καθώς και άλλα προϊόντα από την Κίνα, το Βιετνάμ κ.α.
Καταγράψαμε τα είδη, αγοράσαμε ένα αλβανικό κονιάκ με 17 λέι και μετά από μισή ώρα κατεβήκαμε. Ο Bad Tony περίμενε μέσα στην ομίχλη του σταθμού. Κατεβήκαμε και βαδίσαμε όλοι μαζί προς το αυτοκίνητο. Ανοίξαμε το κονιάκ και το ήπιαμε. Εγώ και ο Ovidiu. Ο Bad Tony δεν έπινε και δεν κάπνιζε. Πέρασε η ώρα. Πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο μέσα στο πηχτό σκοτάδι, συζητήσαμε για τους χρόνους και τα προϊόντα. Έτσι, χωρίς να το καταλάβουμε, φτάσαμε στον σημείο ελέγχου στο Feleac. Έγινε ο έλεγχος, ένας έλεγχος ρουτίνας. Καθόμουν πίσω από τον συνοδηγό. Ένας μπάτσος έριξε το φως από τον φακό που κρατούσε στο πρόσωπό μου. Έκανε face control. Ευτυχώς, δεν κατάλαβε ότι ήμουν ξένος. Ένας άλλος έδωσε το μπαλονάκι που το έλεγαν φιόλα στον Bad Tony. Το φύσηξε. Οι  μπάτσοι τον βρήκαν εντάξει. Κατόπιν του είπαν ν’ ανοίξει το πορτ μπαγκάζ. Έκαναν έλεγχο, να δουν τι κουβαλάμε και μας άφησαν να φύγουμε…
 Το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή μια κρύα νύχτα του Μάρτη. Δεν πήραν μέρος όλοι γιατί, δεν είχαν λεφτά ή έπαιρναν μέρος σε άλλες «επενδύσεις». Η παρέα κράτησε τη συνοχή  της επί μακρόν. Αρχικά πήραμε μέρος πέντε. Ο Bad Tony, ο Liuba, ο Feri, ο Locsyi κι εγώ. Αυτοί ήμασταν οι βασικοί. Kατά καιρούς όμως μεγάλωνε η ομάδα. Κάθε Δευτέρα, τρεις από εμάς ανέβαιναν στο tren international και πήγαιναν μέχρι την Câmpia Turzii. Ο Bad Tony με άλλον ένα έκανε την navetă όπως την λέγαμε μέχρι την Câmpia Turzii και περίμεναν εκεί, μέχρι να φτάσει το τραίνο.
Η δραστηριότητά μας αυτή είχε και μια άλλη πτυχή. Αυτά τα προϊόντα χρειάζονταν για να ανοίγουν πόρτες. Περισσότερο όμως χρησίμευαν στην εύρεση και ανταλλαγή με άλλα προϊόντα άμεσης ανάγκης. Με το κρέας ας πούμε, το οποίο είχε εξαφανιστεί από τα κρεοπωλεία. Η εξεύρεση κρέατος ήταν μια αληθινή περιπέτεια. Και ήσαν διαφορετικοί και οι προμηθευτές. Για μεν το χοιρινό, προμηθευτές ήσαν μεμονωμένοι αγρότες. Το μοσχαρίσιο ήταν μια άλλη ιστορία. Οι αγρότες δεν έσφαζαν τα μοσχάρια που είχαν δικαίωμα να κρατούν στο σπίτι. Έτσι στραφήκαμε στις κολεκτίβες. Εκεί, με τις κατάλληλες «συνεργασίες», κατά καιρούς «κοινωνικοποιούσαμε», όποτε αυτό ήταν εφικτό, ένα μοσχαράκι ολοζώντανο. Η επικινδυνότητα, του να αποκτήσουμε μοσχαρίσιο κρέας ήταν μεγάλη, γι’ αυτό περιοριζόμασταν στα χοιρινά, στα κουνέλια και στα πουλερικά…
Την λεία την μοιράζαμε πάντοτε, ανάλογα με το τι χρειαζόταν ο καθένας. Εγώ δεν χρειαζόμουν το αλβανικό κονιάκ, ούτε τα κρασιά Carmel, ούτε τα βουλγαρικά τσιγάρα ΒΤ… Τα κρατούσα όμως για να κάνω ανταλλαγές με κουνέλια, πουλερικά και κανένα κεφάλι τυρί emental που μου έφερνε ο Mircea B. από την Bistritza. Ή για τις επισκέψεις μου στο Κυριακάτικο παζάρι.
Σοβαρό πρόβλημα αντιμετωπίσαμε με την μεταφορά. Αλλεπάλληλα διατάγματα, ειδικά το 1982, καθόριζαν τι επιτρέπεται και τι όχι να μεταφερθεί από την ύπαιθρο ή από πόλη σε πόλη. Από την Ένας γέρος κάτοικος της πόλη, ρουθηνός στην καταγωγή, ο κυρ Αντρέας –εμείς τον αποκαλούσαμε Andy Warhola–, παλιός ταξιτζής, πριν από τον πόλεμο στην πόλη, μας φανέρωσε ένα πέρασμα μέσω του οποίου έφερναν τρόφιμα στην πόλη. Ήταν ένα μέρος όπου το ποτάμι, ο Μικρός Someș, πλάταινε πολύ κι έτσι μπορούσε να τον περάσει η Dacia 1300 του Bad Tony. Το πέρασμα οδηγούσε πίσω από τα βιομηχανική περιοχή, όπου βρίσκονταν τα μεγάλα εργοστάσια.
Τον Andy Warhola, τον είχα γνωρίσει εγώ στην Piata Libertati, έξω από το ρεστοράν Ursus, όπου αγόραζε και πουλούσε γραμματόσημα. Τον έφερα στην παρέα κι αμέσως ενσωματώθηκε. Ήταν ένας συμπαθητικός γέρος, με σπουδαίες  γνώσεις λογοτεχνίας. Πρακτικά δεν μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα. Ανεβαίναμε τις σκάλες του Hotel Central και πίναμε καφέ στην ζεστή αίθουσα του πρώτου ορόφου, όπου σύχναζαν διάφοροι λογοτέχνες. Ποτέ δεν τον αφήσαμε μόνο, εκείνη την περίοδο της μεγάλης έλλειψης τροφίμων. Κι εκείνος ανταπέδιδε την ευγνωμοσύνη του, προσφέροντας πολύτιμες πληροφορίες για την πόλη και ποια σημεία της φυλάσσονταν κι έπρεπε να τα αποφεύγουμε.
Η ιστορία αυτή κράτησε μέχρι την Άνοιξη του 1983. Τότε τέλειωσαν οι δικές μου σπουδές καθώς και του Bad Tony. Το καλοκαίρι έφυγα. Από την μακρινή Αθήνα μάθαινα τις περιπέτειες των good fellas, των «καλών παιδιών» της εμβληματικής καφετέριας Croco. Πιο πριν κάνα χρόνο ο Liberty είχε τελειώσει τη Σχολή και είχε διοριστεί σε μια cooperativa, έξω από την Alba Iulia. Κι ακόμη ο Sandu για λόγους υγείας δεν έπαιρνε μέρος σ’ όλες τις αποστολές. Πολύ συχνά έφευγε στο χωριό του στα Munţi Apuşeni, όπου μάζευε μανιτάρια κι έκανε φυσική ζωή, όπως του είχαν συστήσει οι γιατροί.
Επειδή η κατάσταση χειροτέρευε και μπήκαν σε εφαρμογή τα Προγράμματα Επιστημονικής Διατροφής του πληθυσμού, καθορίζοντας πόσες θερμίδες πρέπει να λαμβάνει ο άνθρωπος κάθε ηλικίας, οι φίλοι μου σκόρπισαν και τράβηξε ο καθένας τον δικό του δρόμο. Πολλοί στράφηκαν τότε προς την Timișoara, όπου οι σέρβοι, σχεδόν καθημερινά, περνούσαν τόνους τροφίμων τα οποία πουλούσαν σε χαμηλές τιμές στον ντόπιο πληθυσμό. Η μεταφορά τροφίμων προς το Cluj είχε γίνει πολύ επικίνδυνη. Και δύσκολη επειδή απαιτούσε συνδυασμό λεωφορείου και τραίνου. Και συχνές εναλλαγές. Με Ι.Χ. ήταν αδύνατο να μην πέσεις στα νύχια της αστυνομίας.
Όλα αυτά τα άλλαξε μια μέρα ο ίδιος αυτός βασανισμένος κόσμος, που πάλευε για μια φέτα ψωμί με το δελτίο. Αυτός ο δύστυχος κόσμος, που πάλι τώρα βασανίζεται –για άλλους λόγους– να βρει ένα κομμάτι ψωμί, για να χορτάσει την πείνα του, αν και κάθε γωνιά και κάθε δρόμος έχουν τώρα ένα φούρνο ή ένα πρατήριο πώλησης άρτου…

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Croco=                   εμβληματική καφετέρια, στέκι της νεολαίας στο Cluj κατά την περίοδο του
Κομμουνισμού
Zavra=                    ένα προπολεμικό μηχανάκι
Alimentari=           τα σούπερ μάρκετ
Grofi=                     οι παλιοί αριστοκράτες, κάτοχοι μεγάλων εκτάσεων γης
Şef de Stat=           ο Αρχηγός του Κράτους. Εν προκειμένω ο Ceausescu
Adrian Paunescu=(1943 –2010) ρουμάνος ποιητής, προπαγανδιστής του καθεστώτος Τσαουσέσκου
Cenaclul Flacăra=διαρκές φεστιβάλ Ποίησης και Μουσικής συνοδευόμενο από θεατρικά σκετς,
συνεντεύξεις κ.α. Γινόταν κάθε Σάββατο και μεταδιδόταν από την Κρατική Τηλεόραση. Υπεύθυνος ο ποιητής Adrian Paunescu
Conti=             Continental. Ιστορικό ξενοδοχείο-ρεστοράν, στο κέντρο της πόλης Cluj. Προπολεμικά λεγόταν  New York
curva ordinara=   κοινή πόρνη (ρουμανική βρισιά)
Feleac=                τοπωνύμιο στην νοτιανατολική πλευρά του Cluj
CFR (Caile Ferate Romaniei)=Ρουμανικές Σιδηροδρομικές Γραμμές
navetă=               "ταξίδι", το πέρα δώθε

Δεν υπάρχουν σχόλια: