Πέμπτη, Απριλίου 30, 2015

Δημήτρης-Κυριάκος Ρετσινάς: Φύλακες Συνόρων




Δημήτρης-Κυριάκος Ρετσινάς*

Φύλακες Συνόρων



Το ταξίδι Κλουζ-Βουδαπέστη ήταν κουραστικό. Κυρίως γιατί το λεωφορείο, ένα IKARUS, σαν αυτά που κυκλοφορούσαν από τις αστικές συγκοινωνίες στην Αθήνα, δεν είχε καλά αμορτισέρ κι αγκομαχούσε ν’ ανέβει τις ανηφόρες στο Μπιχόρ κι αργότερα, μπαίνοντας στην ουγγρική πούστα1, πήγαινε χορεύοντας. Άσε δε την καθυστέρηση στα σύνορα, όπου οι ρουμάνοι αξιωματικοί ήθελαν να μας κατεβάσουν, εφαρμόζοντας έναν καινούργιο νόμο που απαγόρευε στους ξένους φοιτητές να ταξιδεύουν πάνω από δυο φορές το εξάμηνο εκτός Ρουμανίας. Κι εμείς είχαμε κατέβει στην Ελλάδα τον Οκτώβρη στις εκλογές, αλλά και τον Δεκέμβρη για τα Χριστούγεννα. Και θεωρητικώς, δεν μπορούσαμε να ξαναταξιδέψουμε. Έγινε σκληρή διαπραγμάτευση για να μπορέσουμε να βγούμε από την χώρα. Μας γλύτωσε το γεγονός ότι ήμασταν κάτοικοι χώρας μέλους της ΕΟΚ αλλά και τα δύο πακέτα τσιγάρα μάρκας ΚΕΝΤ που είχα την προνοητικότητα να αγοράσω από το Shop2 στο Cluj


Όμως, όλη η κούραση εξαφανίστηκε, όταν το λεωφορείο πέρασε τα σύνορα και μετά από μία ώρα μπήκε στην autogara3 του Debrecen. Εκεί, θα αλλάζαμε λεωφορείο κι έπρεπε να περιμένουμε τρία τέταρτα της ώρας. Είπαμε να εξερευνήσουμε αυτόν τον περιποιημένο επαρχιακό σταθμό. Ο φωτισμός του, αν και υποτονικός, ήταν απείρως καλύτερος από εκείνον του αντίστοιχου σταθμού στο Cluj. Βρισκόμασταν στο στάδιο εκείνο της μέρας, όπου το φως της, προσπαθούσε απελπισμένα ν’ αντισταθεί στο σκοτάδι. Βγάλαμε κάτι ψιλά δολάρια από την τσέπη και κατευθυνθήκαμε προς ένα αυτόματο πωλητή αναψυκτικών. Διαπιστώσαμε ότι δεν μπορούμε να αγοράσουμε αναψυκτικό ή νερό με τα δολάριά μας. Απευθύνθηκα σε μια παρέα νεαρών που βρισκόταν στον έρημο σταθμό. Τους εξήγησα στα αγγλικά αλλά δεν  χρειαζόταν. Με είχαν δει στον αυτόματο πωλητή. Πρόθυμα μας άλλαξαν δυο, τρία δολάρια και μας οδήγησαν στον αυτόματο πωλητή, όπου αγοράσαμε, ώ του θαύματος δύο κουτάκια ουγγρικές κόκα κόλες…

Κοιταζόμασταν στα μάτια και συμφωνούσαμε, πως κάτι άλλο συμβαίνει εδώ… Μια διαφορετική περίπτωση σοσιαλισμού… Δεν είχαμε ακόμη, τίποτα υποψιαστεί. Και παρ’ ότι διαγραμμένοι από παντού, πιστεύαμε πως όλα είναι ζήτημα κακών επιλογών των ηγεσιών. Πώς όλα μπορούν να διορθωθούν, αν ηγεσίες που άρεσαν σε μας, βρίσκονταν στο τιμόνι! Ποιες ηγεσίες άρεσαν σε μας; Πώς θέλαμε τον σοσιαλισμό; Κι αυτό αδιευκρίνιστο ήταν τότε. Πάντως, είχαμε κι εμείς ισχυρές βεβαιότητες που ενίσχυαν ίσως την διαίσθησή μας. Ψάχναμε δικαιολογίες για να ενισχύσουμε τις βεβαιότητές μας. Η γνώση, ήταν ανύπαρκτη! Ωστόσο η Ουγγαρία, πράγματι ήταν μια διαφορετική περίπτωση από τα Βαλκάνια.

Θαυμάζοντας το αυτόματο μηχάνημα πώλησης αναψυκτικών, την ίδια την κόκα κόλα που είχαμε πιεί, αλλά δεν πετούσαμε το κουτάκι στα δοχεία απορριμάτων που υπήρχαν γύρω, η ώρα πέρασε. Μπήκαμε στο λεωφορείο που θα μας οδηγούσε τώρα, κατευθείαν στην Βουδαπέστη. Πληρώσαμε το αντίτιμο του εισιτηρίου σε δολάρια και μετά από δυο ώρες, ταξιδεύοντας σε έναν στενό αλλά καλά συντηρημένο ασφαλτόδρομο, φτάσαμε στην πρωτεύουσα της Ουγγαρίας.

Το λεωφορείο μας άφησε σε μια πλατεία, κάπου κοντά στο Υπουργείο Εξωτερικών. Θαυμάσαμε την ηλεκτροδότηση της πόλης. Χύμα το φως την έλουζε. Σταθήκαμε έξω από μια βιτρίνα που έγραφε adidas. Στο πεζοδρόμιο υπήρχε ένας τηλεφωνικός θάλαμος. Έψαξα το πορτοφόλι μου και βρήκα το τηλέφωνο της Χρυσούλας. Την είχα ξεναγήσει το περασμένο καλοκαίρι στην Αθήνα, όταν μια μέρα, με γνώρισε μ’ αυτήν ο Μανώλης ο οποίος την φιλοξενούσε. Πήγα στο βιβλιοπωλείο του να πάρω τα κλειδιά και ν’ ανοίξω το Κόμμα, και βρέθηκα να ξεναγώ την Χρυσούλα, κόρη πολιτικών προσφύγων, στην Ακρόπολη.

Μπήκα στον τηλεφωνικό θάλαμο και σχημάτισα το νούμερο. Απάντησε ο πατέρας της, καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης. Η ίδια είχε πάει με τον αρραβωνιαστικό της στις λίμνες Ballaton για το τριήμερο της Πρωτομαγιάς. Με ρώτησε πού βρισκόμαστε. Του είπα.

― Ωραία, σε πέντε λεπτά είμαι εκεί…

Ήλθε. Χαιρετηθήκαμε θερμά και του έδωσα ένα κόκκινο κρασί Μπουτάρη και μια κούτα τσιγάρα Καρέλια…

― Ένα μικρό δώρο από την πατρίδα, του είπα…

― Πού θα μείνετε παιδιά, ρώτησε ο σύντροφος…

― Μας είπαν ότι υπάρχει μια υπηρεσία τουριστική… IBUSZ, νομίζω ότι την λένε… ενοικιάζει δωμάτια σε σπίτια… του είπα εγώ.

― Εντάξει, πάμε εκεί… Πιστεύω να είναι ανοιχτά ακόμη…

Κινήσαμε για την Ibusz. Στο δρόμο μάς ρωτούσε και τον ρωτούσαμε. Τι σπουδάζουμε, πού, αν είμαστε ευχαριστημένοι, από πού καταγόμαστε και τέτοια. Εμείς αφελώς, δηλώναμε εντυπωσιασμένοι από το πλήθος και την ποικιλία που βλέπαμε στις βιτρίνες, πράγμα που υποδήλωνε ευμάρεια των ανθρώπων…

―Σε σχέση με την Ρουμανία, είναι η μέρα με την νύχτα… του λέγαμε

Ο σύντροφος πατέρας της Χρυσούλας χαμογελούσε και απαντούσε κι αυτός στα γεμάτα αφέλεια νεανικά ερωτήματά μας.

Μετά από λίγο φτάσαμε σ’ ένα μέρος που από πάνω περνούσε μια γέφυρα. Στο αριστερό της πόδι ήταν ένα κατάστημα που έγραφε IBUSΖ. Ήταν κλειστό, αλλά ο σύντροφος κάτι διάβασε και είπε:

―Πάμε στα κεντρικά που διανυκτερεύουν… Δέκα λεπτά από εδώ είναι…

Η νύχτα ήταν γλυκιά. Περπατούσαμε συζητώντας και κοιτάζοντας γύρω μας με θαυμασμό τα φωτισμένα κτίρια. Βρισκόμασταν στην Βούδα. Περάσαμε έξω από ένα πανέμορφο παλιό κτίριο, όπου ψηλά στην μετώπη του βρίσκονταν τα αγάλματα των εννέα μουσών. Πιο πέρα κόψαμε αριστερά και σε μια πλατειούλα, είδαμε τα κεντρικά γραφεία της υπηρεσίας ενοικιάσεως δωματίων. Μπήκαμε μέσα και ο σύντροφος μίλησε με μια ευτραφή κυρία. Κατόπιν ζήτησε τα διαβατήριά μας. Τα δώσαμε. Η κυρία είπε και κάτι άλλο και ο σύντροφος είπε: πρέπει να πληρώσετε παιδιά. Δώσαμε τα χρήματα σε δολάρια και η κυρία κράτησε το ενοίκιο για τέσσερις μέρες. Μας έδωσε ρέστα καμιά πενηνταριά φιορίνια… Κατόπιν μίλησε με τον σύντροφο και του έδωσε τα χαρτιά. Του εξήγησε που βρισκόταν το σπίτι, στην Πέστη, την ευχαριστήσαμε και βγήκαμε ψάχνοντας ταξί.

—Δεν είναι μακριά από το κέντρο και βλέπει στο νησί της Μαργαρίτας. Ένα νησί που βρίσκεται στον Δούναβη… Είναι στον έκτο όροφο… Μόνο να τηρείται τα ωράρια παιδιά, γιατί οι ιδιοκτήτες κοιμούνται νωρίς το βράδυ… Έχετε δικαίωμα να χρησιμοποιείται και την κουζίνα. Αυτοί δεν θα σας ενοχλήσουν, θα βρίσκονται διαρκώς στα δωμάτιά τους…

Ώσπου να μας ενημερώσει γι αυτά, φτάσαμε. Ήταν μια περιποιημένη πολυκατοικία. Η ώρα είχε πάει δέκα και μισή. Χτυπήσαμε επίμονα το κουδούνι.

—Αυτοί θα κοιμούνται τώρα είπε ο σύντροφος, αλλά η υπάλληλος είπε ότι θα τους ενημερώσει τηλεφωνικώς…

Μετά από λίγο κατέβηκε ένας αναμαλλιασμένος, παχουλός κύριος με άγριες διαθέσεις, αλλά όταν του μίλησε ο δικός μας στην γλώσσα του, κάλμαρε και έγινε όλο ευγένειες. Πήρε μάλιστα τα σακ βουαγιάζ και μας έκανε χώρο να περάσουμε στο ασανσέρ. Ανεβήκαμε στον 6ο όροφο και μπήκαμε σ’ ένα περιποιημένο διαμέρισμα. Μας έδειξε το δωμάτιό μας, την τουαλέτα και την κουζίνα και λέγοντας ön jóéjt, αποχώρησε και δεν τον ξαναείδαμε ποτέ τις μέρες που μείναμε εκεί.

Ο σύντροφος μάς χαιρέτησε, εμείς τον ευχαριστήσαμε και συνεννοηθήκαμε να ξανατηλεφωνηθούμε. Έφυγε και δεν τον ξαναείδαμε. Στα επίμονα τηλεφωνήματα που του έκανα εγώ τις επόμενες μέρες, δεν απαντούσε κανείς.

Αρχίσαμε δειλά να κυκλοφορούμε στην πόλη. Είχαμε μείνει σχεδόν άλαλοι με αυτήν την ομορφιά. Ο αγαπημένος Δούναβης κατέβαζε ήρεμα το υδάτινο φορτίο του, ένας απίθανα μεγάλος ποταμός. Τα νησιά του πανέμορφα και οι όχθες του φανταστικές, ειδικά για βραδινούς περιπάτους. Οι γέφυρες που συνδέουν την Βούδα με την Πέστη, τα όμορφα μνημεία, και τα πανέμορφα κλασικά της κτίρια, οι παμπάλαιοι ναοί και οι καμπάνες της…

Για να τα δούμε και να τα απολαύσουμε όλα αυτά, έπρεπε να αλλάξουμε τα δολάριά μας με φιορίνια. Και φυσικά, να τα αλλάξουμε στην μαύρη αγορά, γιατί εκεί το όφελος ήταν μεγαλύτερο. Από το Cluj είχαμε πάρει τις πληροφορίες μας: προσέχετε ιδιαίτερα τους πολωνούς μαυραγορίτες, δεν αλλάζετε χρήματα στον δρόμο, γύρω από την Váci utca ή γύρω από το Astoria hotel, ή σε οποιονδήποτε δρόμο ή πλατεία της πόλης. Προτιμότερο είναι να πάτε στην υπόγεια πλατεία Keleti pályaudvar, (το Keleti pályaudvar  είναι ο Κεντρικός Σιδηροδρομικός Σταθμός της Βουδαπέστης) όπου υπάρχουν συμπατριώτες σας πολιτικοί πρόσφυγες… Αυτοί μαζεύουν δολάρια γιατί τώρα επαναπατρίζονται και προσφέρουν καλύτερες τιμές… Δυο τρία φιορίνια περισσότερο στο δολάριο, όχι τίποτε σπουδαίο, αλλά μ’ αυτούς μπορείτε να συνεννοηθείτε στα ελληνικά…

            Έτσι από το πρώτο πρωινό, αποφάσισα νωρίς-νωρίς να πάω στο Keleti pályaudvar και να προμηθευτώ ζεστό μαγυάρικο χρήμα. Σηκώθηκα, ήπια ένα καφέ στο μπαλκόνι, απολαμβάνοντας την θέα προς τον Δούναβη και το νησί της Μαργαρίτας. Κοίταξα τον χάρτη για να προσανατολιστώ. Το εντόπισα και κατόπιν χρησιμοποίησα τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο για να πάω στην Πέστη. Ύστερα πήρα ένα ταξί και ένας Θεός ξέρει πώς συνεννοήθηκα. Μεγάλο πρόβλημα η συνεννόηση! Κανείς σχεδόν δεν μιλούσε αγγλικά και όσοι, ελάχιστοι, είχαν την ευγένεια να σού απαντήσουν, όταν μιλούσαν, ήταν σαν να συναντώνται δύο φύλλα λαμαρίνας μέσα στο στόμα τους. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο, παρά να επιστρατεύσεις όλο το θράσος σου και ότι βγει. Έτσι έκανα, και τα κατάφερα! Έφτασα επιτέλους στον εντυπωσιακό σταθμό του Keleti pályaudvar. Ένα αριστούργημα αισθητικής!

Στάθηκα λίγο για να προσανατολιστώ. Είχα τις πληροφορίες μου από τα «καλά παιδιά» της καφετέριας Croco του Cluj.  Δίπλα και κάτω απ’ τον Σταθμό, υπήρχε μια σύγχρονη υπόγεια Πλατεία, μάλλον ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο. Κατέβηκα με τις κυλιόμενες και έκανα μια βόλτα περιμετρικά. Εντόπισα το καφέ μπαρ, στο οποίο σύχναζαν οι Έλληνες. Δεν χρειάστηκε να καταβάλω καμιά προσπάθεια. Αυτό το καφέ μπαρ, είχε τον περισσότερο κόσμο, από οποιοδήποτε άλλο κατάστημα. Έναν κόσμο που υποδήλωνε με τις φωνασκίες του την παρουσία του. Όλοι κοίταζαν προς τα εκεί, μη δικαιολογώντας γιατί φωνάζουν έτσι αυτοί οι άνθρωποι. Στις πέντε λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι καθήμενοι και όρθιοι θαμώνες, η μία ήταν η πιο γνωστή ελληνική λέξη σε όλο τον κόσμο.

Πλησίασα και ρώτησα έναν χοντρό στα ελληνικά

            —Ξέρετε αν υπάρχει κάποιος εδώ που αλλάζει λεφτά; 

            —Εδώ όλοι αυτή τη δουλειά κάνουν… Να, ο γέρος που κάθεται μέσα, ο μπάρμπα Χρήστος… Να εκεί στη γωνία, αυτός με το κομμένο πόδι δίνει καλύτερη τιμή από τους άλλους… Πήγαινε σ’ αυτόν και πες του ότι σ’ έστειλα εγώ, ο Λίτλ Τόνι…

            Πράγματι, μπήκε μέσα στο μπαρ και βάδισα κατ’ ευθείαν προς τον μπάρμπα Χρήστο. Ήμουν ανέκφραστος παρά την φιλική του αποδοχή! Ποτέ φίλος με μαυραγορίτη. Βασική αρχή που την γνώριζα καλά. Η προσοχή μου έπρεπε να είναι τεταμένη. Ήξερα τα κόλπα των μαυραγοριτών του υπαρκτού σοσιαλισμού… Με ρώτησε πόσα δολάρια θέλω να αλλάξω. Του απάντησα με σταθερή φωνή πως, προς το παρόν διακόσια… Αλλά στις πέντε μέρες που θα μείνουμε μπορεί να είναι άλλα τριακόσια… Μου είπε μια τιμή. Δεκαοχτώ φιορίνια ανά δολάριο. Όχι ευχαριστώ του είπα ψυχρά και σηκώθηκα να φύγω.

—Κάτσε που πάς, είπε τότε… Αμέσως να φύγεις… Πού θα βρεις περσότερα;

—Βιάζομαι δεν έχω ώρα για συζητήσεις… Έχω βρει με περισσότερα…

—Έλα, πόσο έχεις βρει; Θα στα δώσω εγώ… Μην πας, θα σε κλέψουν οι πολωνοί…

—Λέγε πόσο; Είπα εγώ αυστηρά…

—Με πόσο έχεις βρει;

—Με είκοσι δύο… του είπα αποφασιστικά…

—Πολλά είναι άντε να πάρεις είκοσι…

—Άντε γεια, είπα κι έκανα να φύγω…

—Στάσου και δε μπορώ να περπατάω… Έλα κάτσε. Με είκοσι δύο… άντε χαλάλι σου…. Από πού είσαι και είσαι τόσο τσαούσης..; Κάθισα. Από πού είσαι βρε; πες με…

—Από τον Πύργο Ηλείας…

—Μπα; Πρώτη φορά βλέπω άνθρωπο απ’ εκεί μετά τον Μπελογιάννη…

—Αυτός δεν ήταν απ’ τον Πύργο… Ήταν από την Αμαλιάδα. Εκεί βγάζει καλύτερους ανθρώπους…

Του άρεσε αυτό και γέλασε. Πλησίασα και κάθισα. Ήταν ένας λεπτός άνδρας, πάνω από εξήντα πέντε. Το πρόσωπό του γεμάτο ρυτίδες. Τα μαλλιά του πυκνά. Γκρίζα. Φορούσε κάτι παλιομοδίτικα γυαλιά, ένα παλιό, ξεβαμμένο από την χρήση  σακάκι, άλλης εποχής… Το ένα του πόδι ήταν κομμένο από το γόνατο και κάτω. Είχε ένα ζευγάρι πατερίτσες πίσω του, στα δεξιά του. Κάπνιζε ασταμάτητα και πρόσεξα πως έκανε υπολογισμούς με μεγάλη ταχύτητα. Όταν κοίταζε κάποιον, πάνω από τα φτηνά γυαλιά του, το ένα του μάτι ήταν μισόκλειστο, όπως όταν κάποιος σημαδεύει με καραμπίνα.  Δημιουργήθηκε ένα κλίμα συμπάθειας μεταξύ μας.

—Να σε κεράσω κάτι μου είπε. Έναν καφέ.

—Εντάξει ευχαριστώ απάντησα…

—Πούθε έρχεσαι, από την Αθήνα;

—Όχι από το Koloszvar

—Χα, μιλάς τα μαγυάρικα βρε;

—Όχι… ψιλοπράγματα. Την ώρα, καλημέρα, καληνύχτα και καμιά βρισιά…

Έβαλε τα γέλια και μετά μου είπε:

—Έχεις καμιά όμορφη μαγυάρα;

—Όχι με μια ελληνίδα είμαι. Αλλά αγαπώ και μια μαγυάρα…

—Μπαγάσα…

—Εσύ από πού κατάγεσαι, τον ρώτησα.

—Απ’ το Κοτέλτσι της Καστοριάς. Ερήμωσε μού είπαν. Έκανα τα χαρτιά μου να γυρίσω πίσω. Το σπίτι μου δεν υπάρχει πια και οι δικοί μου έφυγαν από το χωριό… Άλλος στην Αυστραλία, άλλος στην Αθήνα… Η αδερφή μου, αντάρτισσα κι αυτή είναι στην Τασκέντη… Ε, καλά περάσαμε εδώ, αλλά τώρα τελευταία λιγοστέψαμε, είπε κοιτάζοντας στην Πλατεία… Άλλαξε στάση και παραπονέθηκε για το πόδι του που πυορροεί και πονάει πάρα πολύ….

—Πήγες στο νοσοκομείο τον ρώτησα…

—Στο νοσοκομείο; Άνθρωποι σαν κι εμένα δεν πάν στο νοσοκομείο… Γι’ αυτό μαζεύω τα φράγκα, να φύγω απ’ εδώ… Να γυρίσω στην πατρίδα και να πάω εκεί στο νοσοκομείο…

—Γιατί; Εδώ δεν έχει καλούς γιατρούς;

—Πώς δεν έχει; Τους καλύτερους…

—Τότε…;

—Α εδώ οι γιατροί είναι όλοι αντιδραστικοί… Άμα πέσει κάνας επαναστάτης στα χέρια τους, κάηκε…

Η συζήτηση άρχισε να αποκτά ενδιαφέρον. Η περιέργειά μου στα ύψη.  Ξεχάστηκα. Όπως ξεχνιόμουν άλλοτε στις σκέψεις μου κι έχανα τον προορισμό μου… Μ’ άρεσε αυτή η σκληρή ανθρώπινη φιγούρα που είχα μπροστά μου. Στο Cluj, ήμουν επιφυλακτικός με τους πρόσφυγες. Μπορεί να έκανα και λάθος. Είχα καταλάβει όμως ότι οι περισσότεροι, είχαν εργαστεί στις μυστικές υπηρεσίες της χώρας ή στην Αστυνομία… Εδώ, αυτόν δεν τον φοβόμουν. Πού θα με ξανάβλεπε άλλωστε; Και δεν γνώριζε τίποτε απολύτως για μένα…

—Και γιατί δεν πάς εδώ στο νοσοκομείο, επέμεινα εγώ…

—Γιατί εγώ είμαι επαναστάτης… Κάποιος τον χαιρέτισε, κι αυτός του αφιέρωσε δυο τρία λεπτά..

—Γεια σου Στρατάρχη… του είπε και μετά συνέχισε στα μαγυάρικα…

—Γεια σου ρε σύντροφε, απάντησε αυτός. Αντάλλαξαν μερικές κουβέντες τις οποίες δεν κατάλαβα… Όταν τέλειωσε με τον σύντροφό του, τον ρώτησα:

―Και οι επαναστάτες εδώ, δεν πάνε στο νοσοκομείο;

Γύρισε αργά και μου είπε:

— Αυτό θα σου πω… έχε υπομονή… Οι έλληνες επαναστάτες δεν πάνε. Κι εδώ ντόπιος δεν υπάρχει κανείς επαναστάτης! Άκου λοιπόν. Ήμουν στρατιωτικός. Από το 1949 μέχρι το 1957. Την υπηρέτησα αυτήν τη σοσιαλιστική πατρίδα… Εφτά χρόνια πέντε χρόνια στην Szolgáltatás Határok (Υπηρεσία Συνόρων…) και είκοσι οχτώ χρόνια στην Χαλυβουργία.  Ήμουν ο κέρβερος της φύλαξης… Όλοι οι αντιδραστικοί, απ’ εδώ, έφευγαν με κατεύθυνση το Einserkanal… Στην Αυστρία… Αλλά δεν ήξεραν με ποιόν είχαν να κάνουν! Εγώ όργωσα το Γράμμο με τα πόδια, δεν θα με ξεγελούσαν εμένα εδώ οι αντιδραστικοί…

Άναψε τσιγάρο και εγώ είχα πλήρως απορροφηθεί από τα λεγόμενά του. Κοίταξε πάλι γύρω πάνω από τα πρεσβυωπικά του γυαλιά και μου είπε:

—Φέτο δεν έχει τουρίστες… Λίγα πράματα… Αλλά να σου ειπώ παρακάτω. Όταν περάσαμε στην Αλβανία, πεινασμένοι, τραυματισμένοι και νικημένοι, δεν ξέραμε τι θ’ απογίνουμε. Πιστεύαμε πως λίγο καιρό μετά θα ξαναγυρίσουμε πίσω να συνεχίσουμε τον αγώνα. Αφού μας πρόσφεραν τις πρώτες βοήθειες οι σύντροφοι αλβανοί, ότι μπορούσαν κι αυτοί οι δόλιοι, μας μοίρασαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες… Εγώ με μια ομάδα συναγωνιστών μου ήρθα εδώ στη Βουδαπέστη. Ήτανε αρχές του 1950. Δεν είχα ξαναδεί τέτοια πολιτεία. Με τόσο όμορφα κτίρια… Κι αυτό το Ποτάμι. Καθόμουν και το χάζευα πολλές ώρες… Ξεχνιόμουν τις Κυριακές στις όχθες του και στα νησάκια…

Άναψε πάλι τσιγάρο, κοίταξε κατά το σιντριβάνι, έκανε μια γκριμάτσα, σαν να είδε κάποιον που δεν του άρεσε και συνέχισε…

―Μας έβαλαν στο σχολείο να μάθουμε τη γλώσσα. Δύσκολη γλώσσα. Δε μπορούσαμε να  τη μάθουμε, γιατί δεν ξέραμε ούτε τα δικά μας γράμματα... Παιδιά αμόρφωτα, τι να ειπείς… Εγώ ήμουν είκοσι τριών χρόνων. Λεβέντης...! Μη με βλέπεις τώρα. Είχα πάρει και δύο παράσημα ανδρείας στον Δημοκρατικό Στρατό. Το ένα στη μάχη της Νάουσας, όταν βαρέσαμε το εργοστάσιο του Λαναρά και το άλλο στη Μουργκάνα… Τι τα θες; Χάσαμε… Απέ όταν αρχίσαμε να μαθαίνουμε τη γλώσσα εγώ κι ένας από την Κοζάνη, Θεός σχωρέστον, τα πηγαίναμε καλύτερα. Ένα βράδυ, ήρθε στη Σχολή ένας σύνδεσμος από το Κόμμα και μας φώναξε εμάς τους δύο… Μας είπε ότι η καινούργια πατρίδα μάς έχει ανάγκη κι ότι θα γίνουμε αξιωματικοί στο στρατό της. Θα μας πάνε από αύριο στη Σχολή Αξιωματικών- Magyar honvedelmi szovetseg, στην οποία θα φοιτήσουμε και από εκεί θα βγούμε αξιωματικοί. Μαζί μας θα είναι κι άλλοι εκατό αγωνιστές του Δημοκρατικού Στρατού. Θα προετοιμαστούμε για να υπερασπιστούμε τον σοσιαλισμό με αποφασιστικότητα. Όπου και όποτε κι αν χρειαστεί.

―Εκεί που λες, μαζέψανε εκατόν είκοσι αγωνιστές από όλη την Ουγγαρία. Μας ντύσανε με ωραίες, ζεστές στολές. Και το φαί ήταν πολύ καλής ποιότητας σε σχέση με το Κέντρο Προσφύγων που μας είχαν παραχωρήσει. Εκεί σπουδάσαμε την τέχνη να φυλάμε τα σύνορα της χώρας. Δυόμισι χρόνια. Τα παίρναμε γρήγορα. Εμείς ήμασταν ψημένοι πολεμιστές εναντίον του μοναρχοφασισμού και του αγγλοαμερικάνικου ιμπεριαλισμού… Να ήσουνα από μια μεριά, όταν πήραμε τα ξίφη και παρελάσαμε. Αστράφταμε όλοι. Ευτυχισμένοι και περήφανοι που η καινούργια, σοσιαλιστική πατρίδα μάς ανέθετε την φύλαξη των συνόρων της… Εγώ αρίστευσα και ήμουν ο πρώτος των πρώτων… Έγινα ο πρώτος αντάρτης-αξιωματικός του ουγγρικού στρατού. Παρέλασα πρώτος, δυο μέτρα μπροστά από τους άλλους.

Ο tábornok elvtárs (ο σύντροφος στρατηγός), μας μίλησε με ενθουσιασμό. Εκατόν είκοσι εκπαιδευμένοι στρατιώτες, ο ανθός της ελληνικής νεολαίας… Αμέσως προωθηθήκαμε στα σύνορα με την Αυστρία… Φυλάγαμε την περιοχή που συνόρευε με μια γέφυρα. Einserkanal τη λέγανε. Εκεί μετά την ουγγρική πούστα, είχαν στήσει οι αυστριακοί ένα σταθμό υποδοχής για τους αντιδραστικούς που με κάθε τρόπο ήθελαν να φύγουν από τη χώρα. Η μεγάλη φυγή ξεκίνησε το 1945, πριν έρθουμε εμείς. Οι ντόπιοι φαντάροι και αξιωματικοί, έκαναν τα στραβά μάτια… Πολλοί απ’ αυτούς έφευγαν με τους πολίτες. Αυτό ήθελε να σταματήσει η δικιά μας κυβέρνηση. Εμείς πήγαμε εκεί στις αρχές του 1953. Εγώ ήμουν ανθυπολοχαγός. Διοικητής του λόχου…



Όταν μιλούσε για τη δουλειά του στα σύνορα, διέκρινα μια λάμψη στα μάτια του. Μια ηδονή. Ήταν απόλυτα ταυτισμένος με το καθήκον του. Το καθήκον του ήταν ιερό. Το υπηρέτησε χωρίς συναισθηματισμούς. Με απόλυτη πίστη στον κανονισμό. Το μυαλό του ήταν μια μηχανή που δούλευε ασταμάτητα. Επινοούσε διαρκώς τρόπους για να εμποδίσει τους αντιδραστικούς, τους πράκτορες του εχθρού, να μην τους επιτρέψει να περάσουν τα σύνορα.

— Η κατάσταση χειροτέρεψε το 1956, με την Επανάσταση. Οs forradalom την έλεγαν…  Επανάσταση... Να καις τα σπίτια του Λαού και τα δημόσια κτίρια. Αίσχος! Να καις τα τανκς που σε απελευθέρωσαν από τους ναζί και να γκρεμίζεις τα αγάλματα των αρχηγών της εργατικής τάξης… Αυτό το λέγανε Επανάσταση… Πού να μάθουν αυτοί τί είναι Επανάσταση;  Να σού  ρίχνουν φωτιά απάνω από το κεφάλι σου τ’ αεροπλάνα των αγγλοαμερικάνων και των μοναρχοφασιστών και να πολεμάς ατρόμητος τραγουδώντας… 

Μια αγανάκτηση τον κυρίευσε. Το πρόσωπό του είχε κοκκινίσει και το κάτω χείλι του έτρεμε. Εγώ είχα χτυπήσει φλέβα. Είχα ξεχάσει πως με περίμεναν για να επισκεφθούμε τα αξιοθέατα της πόλης. Δεν μιλούσα, για να μην χάσω την ενδιαφέρουσα διήγηση…

—Φυλάγαμε τα σύνορα με την Αυστρία. Τα άλλα δεν υπήρχε λόγος. Από εκεί έκαναν τη δουλειά οι ιμπεριαλιστές… Η γραμμή ήταν από το Mosonmagyaróvár, Sopron, Köszeg, Szombathely μέχρι το Felsoszente. Έδρα είχαμε στο Sopron. Αλλά μετακινούμασταν διαρκώς κατά μήκος των συνόρων. Ανάλογα με τις πληροφορίες. Μας λέγανε Görög Cég… Ελληνικός λόχος με τ’ όνομα. Μας έτρεμαν. Όλοι εύχονταν να μην είμαστε εμείς φύλακες εκεί που αποφάσιζαν να περάσουν….

Με είχε φλομώσει στον καπνό. Κάπνιζε ασταμάτητα...

—Οι δικοί τους φαντάροι και αξιωματικοί έκαναν τα στραβά μάτια. Αλλά εμείς, ακέραιοι στην υπηρεσία της Σοσιαλιστικής Ουγγαρίας! Το πιο ωραίο όμως δεν στο είπα. Συνέχεια σκεφτόμουν τρόπους να τους πιάνουμε. Άκου να ιδείς τι τους κάναμε τότε που η αντεπανάσταση βγήκε στους δρόμους. Ήταν τότε που ο Imre Nagy διέλυσε την Κρατική Αστυνομία. Φεύγανε κατά κύματα. Παίρνανε και τα παιδιά τους μαζί. Φυλάγαμε τότε στο Köszeg. Δεν θέλαμε να τους πιάνουμε πάνω στα συρματοπλέγματα, γιατί αρκετοί κατάφερναν και τα πηδούσαν.  Εντόπισα το μέρος που επιχειρούσαν πιο συχνά και έδωσα εντολή στους άνδρες μου να μεταφέρουν τα συρματοπλέγματα πεντακόσια μέτρα, προς τα μέσα, στο έδαφός μας. Τοποθέτησα τις φρουρές διακόσια μέτρα πιο πίσω προς τα σύνορα με την Αυστρία. Το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα. Εμείς φορούσαμε φορώντας λευκές ουνιφόρμες. Χωμένοι μέσα στο χιόνι δεν φαινόμασταν. Αυτοί έρχονταν μπουλούκια-μπουλούκια. Μετά τις έντεκα και πριν τις τρεις το πρωί. Αμίλητοι και με προσοχή πλησίαζαν το συρματόπλεγμα. Υπήρχαν πινακίδες κατά διαστήματα που έγραφαν: Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας. Απαγορεύεται  η διέλευση. Αυτοί, μόλις έφταναν στο συρματόπλεγμα και το περνούσαν, πήγαιναν καμιά πενηνταριά μέτρα με προφυλάξεις και ύστερα πετάγονταν κραυγάζοντας:

—Φτάσαμε ζήτω η Ελευθερία…

Νομίζοντας ότι πέρασαν στο έδαφος της Αυστρίας τραγουδούσαν τον ύμνο τους:

Isten, áldd meg a magyart
Jó kedvvel, bőséggel,
Nyújts feléje védő kart,
Ha küzd ellenséggel;


Bal sors akit régen tép,
Hozz rá víg esztendőt,
Megbűnhődte már e nép
A múltat s jövendőt!

Τότε βγαίναμε εμείς με τα καλάζνικοφ και τα σκυλιά. Τους ακινητοποιούσαμε και ειδοποιούσαμε την υπηρεσία να στείλει τα καμιόνια. Να ’βλεπες τα μούτρα τους όταν τους κυκλώναμε. Έτρεμαν! Εμείς, καμιά λύπηση στους προδότες, στα σκυλιά… Μερικοί έκαναν να το σκάσουν… Τότε ρίχναμε στον αέρα… Οι περισσότεροι σταματούσαν. Μερικές φορές έτρεχαν σαν δαιμονισμένοι και αφού δεν σταματούσαν τους ρίχναμε στο ψαχνό…

Η όψη του είχε σκληρύνει. Ρουφούσε τον καπνό με λαιμαργία… Ύστερα έπιασε το πόδι του. Τον πονούσε… Τότε έσκυψε, χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του και είπε:

―Εδώ που λες, δεν υπάρχει κομμουνισμός! Εδώ συμφωνία έχουνε κάνει. Οι ντόπιοι να υποδύονται  τους κομμουνιστές και οι σοβιετικοί σύντροφοι, να κάνουν πως τους πιστεύουν. Κι αυτός ο Κάνταρ που βάλανε απάνω, ένας προδότης είναι… Από τη φυλακή τον βγάλανε και τον βάλανε απάνω… αμέ… Αυτός μάς απόλυσε κάμποσα χρόνια αργότερα απ’ το στρατό. Ούτε τα παράσημα, ούτε τους επαίνους που είχαμε κερδίσει με το σπαθί μας αναγνώρισε αυτός. Και βρεθήκαμε να δουλεύουμε στα Acélmű (Χαλυβουργεία). Μας πήρε ο διάολος…

Έκανε μια σιωπή και μίλησε στα ουγγρικά με κάποιον. Μετά έπιασε πάλι το πόδι του που τον πονούσε. Γύρισε, με κοίταξε και συνέχισε:

—Το πόδι, με ρώτησες. Χμ… Όταν μας απόλυσε από το Στρατό, έχασα τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου. Για μένα η φύλαξη των συνόρων ήταν η ζωή μου. Μου είπαν θα πας να δουλέψεις στα Χαλυβουργεία της Βουδαπέστης. Έτσι ήρθα εδώ. Κι άλλοι πολλοί από τον λόχο ήρθαν στα Χαλυβουργεία. Στα Χαλυβουργεία σα να μας έστειλαν για τιμωρία. Μας αποκαλούσαν cég, ο λόχος! Λες και όλοι ήξεραν για τη δράση μας. Λες και η δράση μας τους ενοχλούσε. Δεν μας μιλούσαν και δεν ήθελαν φιλίες μαζί μας. Στη δουλειά μάς έβαζαν πάντα βραδινή βάρδια και συνέχεια στα πιο δύσκολα… Στην καντίνα καθόμασταν μόνοι μας, δεν μιλούσαμε με τους ντόπιους. Από τη στεναχώρια μου έπαθα ζάχαρο… Άρχισα να πίνω. Μετά ήρθε και αυτή η αισχρή κατάσταση, που στείλανε εξορία τον Ζαχαριάδη… Μαύρισε η ματιά μου από τότε. Δεν ήθελα καμιά σχέση μαζί τους. Τραβήχτηκα και μόνο με λίγα άτομα έκανα παρέα. Στο δικό μας Κόμμα πήγαινα, αλλά, μιλιά. Άχνα δεν έβγαζα. Δεν είχα σκοπό να γυρίσω στην πατρίδα. Ποιόν να πάω να βρω εκεί. Το χωριό δεν υπάρχει. Οι άνθρωποι έφυγαν. Οι συγγενείς μου μ’ είχαν ξεγραμμένο, μα ούτε πού βρίσκονται δεν ξέρω. Δεν ήθελα να πάω πίσω. Αλλά να, είναι το πόδι που πρέπει να σιάξω…

Έσκυψε, έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα Άσσος Παπαστράτος μέσα από μια παραφουσκωμένη νάιλον τσάντα, το άνοιξε, έβγαλε κι άναψε πάλι τσιγάρο.

—Το πόδι που λες, το έχασα τσάμπα. Έτσι υποψιάζομαι. Μου το κόψανε οι άτιμοι επειδή ήμουνα ο αρχηγός του Ένδοξου Görög Cég. Ξαφνικά. Λες και δεν υπήρχε μια θεραπεία, κάτι… Τώρα μού λένε ότι θα μου κόψουν και το άλλο. Έτσι ξεκίνησα να μαζεύω δολάρια. Να κάνω ένα κομπόδεμα σε δολάρια για να έχω να ζήσω τον πρώτο καιρό στην πατρίδα. Λένε πως στην πατρίδα θα μας δώκουν σύνταξη. Τα βρήκανε οι κυβερνήσεις μεταξύ τους. Να φύγω παιδί μου απ’ εδώ κι ας δικαστώ στην Ελλάδα κι ας πάω φυλακή… Μαύρο ψωμί έφαγα εδώ. Μαύρο σκιόγαλα με πότισαν, αντί να μ’ έχουν υποχρέση που βόηθησα όσο μπορούσα το σοσιαλισμό, να σταθεί στα πόδια του…

Έπεσε σιωπή. Κοίταζε κάπου πέρα, στην υπόγεια Πλατεία. Ύστερα πήρε τα τρία εκατοδόλαρα, τα ήλεγξε αν είναι σωστά και μού έδωσε το ποσό που είχαμε συμφωνήσεις σε φιορίνια. Και είπε:

—Να φέρεις και τα υπόλοιπα να σ’ αλλάξω, αύριο μεθαύριο… Τα ’χω ανάγκη. Να πάω στην πατρίδα να βάλω ένα ξύλινο πόδι…



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Πούστα: αχανή λιβάδια

Shop: καταστηματα στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, μόνο για ξένους, οι οποίοι ψώνιζαν με δολάρια

Autogara: σταθμός λεωφορείων



Ο Δημήτρης-Κυριάκος Ρετσινάς γεννήθηκε το 1954 στο Νιχώρι Γορτυνίας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Babes-Bolyai, του Cluj Napoca Φυσική Ιστορία. Είναι καθηγητής Εντομολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: