Κυριακή, Ιουνίου 28, 2015

Δημήτρης Κανελλόπουλος: Ένα απρόοπτο γεγονός

Δημήτρης Κανελλόπουλος

Ένα απρόοπτο γεγονός
Ήταν μια διαολεμένη μέρα με πολλήν κούραση. Κατέβηκα στον Πειραιά πάνω από πέντε φορές για να παρακολουθήσω τον εκτελωνισμό των κοντέϊνερς που είχαν φτάσει από την Κίνα  για την εταιρεία Cosmo Enderprises. Η ζέστη με είχε ζαλίσει κι όταν κατά τις εφτά και μισή το βράδυ γύρισα στο γραφείο ένιωθα όλο μου το σώμα πρησμένο. Σωριάστηκα στην αναπαυτική μου πολυθρόνα κι άνοιξα τον υπολογιστή να πάρω τα mail μου… Τότε το μάτι μου έπεσε πάνω σ’ ένα χαρτάκι που είχε κολλήσει η Γαρυφαλλιά πάνω στο γραφείο μου.: Κύριε Παντελή, σας πήρε πολλές φορές κάποιος κύριος Ζαραζάς. Δεν του έδωσα το κινητό σας. Μου είπε να τον καλέσετε μόλις γυρίσετε. Είναι πολύ σοβαρό…


—Ο Ζαραζάς; Μονολόγησα… Που με θυμήθηκε αυτός; Κοίτα να δεις πώς έρχονται τα πράγματα… έξι χρόνια μέρα νύχτα μαζί, και μετά, αλλού ο ένας, αλλού ο άλλος… κι ούτε ένα τηλεφώνημα… Θα μου πεις βέβαια εγώ ξέκοψα από τα πολιτικά ενώ αυτός, τριάντα χρόνια Δήμαρχος στον Θεολόγο της επαρχίας Ληλάντιου…. Σταθερός στις απόψεις του, μαχητικός… Ολίγον πικραμένος από μένα αλλά φίλος… Ένας λόγος που χωρίσαμε ήταν τα πολιτικά. Αλλά μιλούσαμε στις γιορτές μέχρι πέντε-έξι χρόνια πριν… Είχε κόψει ξαφνικά και δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματά μου… Κάτι τον είχε απομακρύνει από εμένα. Κάτι το οποίο ποτέ δεν έμαθα… Αλλά ήμουν άνθρωπος εγώ; Που ποτέ δεν είχα μια τάξη, ένα πρόγραμμα; Πώς να κρατήσω φίλους; Πώς να τους καλέσω στο σπίτι το οποίο, ήταν πάντα ακατάστατο και το κυριότερο, γεμάτο αποτσίγαρα…. Τέλος πάντων…

Ασχολήθηκα λίγο με κάποιες εκκρεμότητες και λίγο πριν φύγω από το σπίτι, σήκωσα το ακουστικό και σχημάτισα τον αριθμό του Ζαραζα. Τον κάλεσα μια, τον κάλεσα δυο, δεν απαντούσε… Να πάρει σκέφτηκα. Δεν άφησε το κινητό του ο τσιγκούνης..! Ήμουν πολύ κουρασμένος, αλλά σκέφτηκα να πάρω τη Γαρυφαλλιά, να δω τι ακριβώς της είπε….

Την κάλεσα κι ευτυχώς απάντησε.

—Έλα, δεν σου άφησε κινητό ο Ζαραζάς;

—Πώς δεν μ’ άφησε… Σας το έχω γράψει…

—Που; Το χαρτάκι μόνο το σταθερό του στον Θεολόγο έγραψες…

—Αχ, ξεχάστηκα φαίνεται… Κοιτάξτε στο ημερολόγιό μου… Εκεί το έχω σίγουρα… Μου είπε πως βρίσκεται στην Αθήνα και θέλει οπωσδήποτε να σας δει.

—Καλά της είπα διακόπτοντάς την… Άντε γεια σου…

Πήγα στο γραφείο της και πήρα το ημερολόγιό της. Αντέγραψα σ’ ένα χαρτάκι το τηλέφωνο του φίλου μου και γύρισα στο γραφείο μου. Τον κάλεσα αμέσως. Από την άλλη μεριά απάντησε ο Χάρης Ζαραζάς.

—Έλα βρε παλιόφιλε τι κάνεις τον ρώτησα..

—Γεια σου αδελφέ μου είπε εκείνος με την συνηθισμένη εγκαρδιότητά του… Σαν να τον άκουσα συγκινημένο και αγχωμένο…

―Νίκο μου είπε, είναι ανάγκη να σε δω άμεσα… Τώρα, αν γίνεται…

Δεν ένοιωθα το κορμί μου από την κούραση, αλλά προσποιήθηκα τον έκπληκτο και τον ρώτησα:

―Τι συμβαίνει;

―Κάτι πολύ σοβαρό είπε εκείνος, δεν παίρνει αναβολή… Μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις… Σήμερα Νίκο, σήμερα… Αν μπορείς να βρεθούμε σε λίγη ώρα… Όπου θες εσύ… Πρέπει να σε δω άμεσα…

Για πρώτη φορά ο τόνος της φωνής του ήταν τόσο παρακλητικός και συνάμα πεσμένος. Λες και μου μιλούσε ένας βαριά άρρωστος άνθρωπος από την άλλη μεριά των τηλεφωνικής «γραμμής». Παρά την κούρασή μου από την ολοήμερη ταλαιπωρία μου τον ρώτησα που μένει.

―Στο Πεντελικό μου απάντησε

―τάξει σε μισή ώρα θα είμαι εκεί… Τι τρέχει, μήπως είναι κάποιο θέμα υγείας;

―Όχι, όχι κάτι χειρότερο… έλα σε παρακαλώ, σε περιμένω είπε και έκλεισε το τηλέφωνο…

Το έκλεισα κι εγώ βαριεστημένα και αναρωτήθηκα τι να βασανίζει τον Ζαραζά. Αυτός, πολιτικός μηχανικός είχε σπουδάσει, αλλά το γραφείο δεν το κράτησε για πολύ. Μπήκε με φόρα στην πολιτική και επί τριάντα τόσα χρόνια εκλεγόταν συνεχώς Δήμαρχος στον Θεολόγο της επαρχίας Ληλάντιου… Εμένα δεν με συγκινούσε ποτέ  μια τέτοια καριέρα αλλά δεν με ενδιέφερε κιόλας… Αυτός τα πήγαινε μια χαρά. Χρήμα, δημοσιότητα μια λαμπερή οικογένεια με την όμορφη γυναίκα του την Λίτσα και τα δύο παιδιά του. Θυμάμαι τη Λίτσα πώς τον πρόσεχε στο Cluj. Μη εκείνο και μη το άλλο. Όταν την παντρεύτηκε με πολιτικό γάμο, ελάχιστοι καλεσμένοι ήμασταν. Μετά πήγαμε στο Belvedere και μας έκαναν ο Ζαραζάς και η Λίτσα το τραπέζι. Ο Ζαραζάς, ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της και σιγά-σιγά τραβήχτηκε από τις παρέες. Υποψιαζόμουν ότι η Λίτσα ήθελε να τον ελέγχει πλήρως. Από τους εχθρούς του Κόμματος, μόνο με εμένα του επέτρεπε να κάνει παρέα. Εμένα μ’ έβλεπε με συγκατάβαση. Το ’ριχνε στην πλάκα, λέγοντάς μου:

—Έλα, έλα εσύ είσαι πιο φανατικός με το Κόμμα από εμάς… Το ’λεγε, σα να ’θελε να μου δείξει ότι ο αντικομματισμός μου, είναι «κάτι που θα μου περάσει», κάτι σαν κρυολόγημα ας πούμε ή κάτι σαν γρίπη…

            Κλείδωσα το γραφείο και κατέβηκα στο γκαράζ. Από το Φάληρο μέχρι την Κηφισιά έκανα περίπου μισή ώρα. Καθώς οδηγούσα στην Εθνική Οδό, με βασάνιζε συνεχώς αυτή η ιστορία με τον φίλο μου τον Ζαραζά και σκεφτόμουν διαρκώς τις ιστορίες από τα φοιτητικά μας χρόνια. Την ανέμελη ζωή, εκεί στην μακρινή Τρανσυλβανία. Στο Cluj. Σκεφτόμουν τις πρώτες μέρες που πατήσαμε το πόδι μας στην πόλη. Ήμασταν μουδιασμένοι. Η πόλη επιβλητική! Με τα παμπάλαια, αναγεννησιακά κτήρια και τα βαριά, μπρούτζινα αγάλματά της… Κάθε μια ώρα χτυπούσε η καμπάνα του Αγίου Μιχαήλ. Κάθε μισή ένας κοφτός, «μισός» ήχος απλωνόταν πάνω από την πόλη. Μια καινούργια, τρομακτική εμπειρία εισερχόταν από τα μάτια στο μυαλό, στην καρδιά και στην ψυχή μας… Πώς ξεμούδιαζε το μυαλό κι άρχιζε να λειτουργεί με άλλες ταχύτητες, από τις εικόνες, τα τοπία, τους ήχους, τα πρόσωπα, τις καταστάσεις που σαν θαύμα παρουσιάζονταν μπροστά μας! Και στοιβάχτηκαν μέσα μας και στους φακέλους του μυαλού μας υπάρχει καταγεγραμμένο το παρελθόν… Το παρελθόν του καθένα με τα καλά του και τα κακά του… Το ίχνος μας στον κόσμο αυτόν, που καμιά φορά μπορεί να διαφωνούμε μαζί του, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να το αλλάξουμε…

            Μπήκα στον περίβολο του ξενοδοχείο και ο «στρατάρχης» της εισόδου έδωσε διαταγή σ’ ένα υπάλληλο να πάρει το αυτοκίνητο και να το πάει στο γκαράζ. Έριξα μια διερευνητική ματιά στο σαλόνι. Ο Ζαραζάς καθόταν αριστερά σε μια πολυθρόνα και διάβαζε κάτι. Μπροστά του, πάνω στο τραπέζι βρισκόταν ένας καφετί, δερμάτινος χαρτοφύλακας. Μόλις με είδε, τινάχτηκε επάνω και με αγκάλιασε σφιχτά ψιθυρίζοντας αδελφέ μου…

            ―Τι έγινε Χάρη, τον ρώτησα… χρόνια και ζαμάνια…

            ―Ναι Νίκο, έτσι κάνουμε… και μετά, όταν έρχονται τα δύσκολα, αναζητάμε τους φίλους ζωής… Όπως εγώ τώρα που βρίσκομαι σε αδιέξοδο… Πού να πάω; Σε ποιόν να μιλήσω; Μόνο στον αδελφικό φίλο… Αν και πρέπει να με διώξεις για τη συμπεριφορά μου…

Τον παρατηρούσα καθώς μιλούσε. Στο πρόσωπό του φαινόταν μια μεγάλη αλλαγή! Δεν έδειχνε βέβαιος και δυνατός! Σαν κάτι να του είχε ανακόψει αυτή την βεβαιότητα που προερχόταν από την θετική του σκέψη. Την σιγουριά που τον διέκρινε… Έδειχνε φοβισμένος, σα να ’χε φωλιάσει κάποιος τρόμος στο βλέμμα του. Τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει  στους κροτάφους, αλλά επειδή ήταν ξανθός δεν έδειχναν την ηλικία του. Ο Ζαραζάς! Ο αγαπημένος φίλος της νιότης! Όχι! Δεν ήταν αυτός! Ήταν ένας άλλος! Ένας άνθρωπος που δεν σε κοιτούσε πια ολόισια στα μάτια. Ένας άνθρωπος που οι κινήσεις του, πρόδιδαν τον πανικό τον οποίο όμως, προσπαθούσε να κρύψει.

Μετά τα αγκαλιάσματα, τους ασπασμούς και τις αμήχανες ερωτήσεις που γίνονταν για να επανασυνδεθούμε, καθίσαμε στους αναπαυτικούς καναπέδες της ρεσεψιόν. Για λίγο όμως. Γιατί εγώ δεν άντεχα την πείνα μου και μετά από δέκα λεπτά του είπα να πάμε στο ρεστοράν του ξενοδοχείου.

Αφού παραγγείλαμε, εγώ τέσσερα πέντε πιάτα κι αυτός ένα ψάρι με κάτι βραστά γύρω του, τα οποία δεν τα άγγιξε καθόλου. Παρατήρησα, ότι πρόσεχε διαρκώς τον δερμάτινο χαρτοφύλακα. Σαν να είχε κάτι πολύτιμο μέσα σ’ αυτόν.

—Λοιπόν, τι σ’ έκανε να με αναζητήσεις μ’ αυτήν την επιμονή..;

—Αδελφέ μου, δεν θέλω να αρχίσω με συγγνώμες και τα σχετικά γιατί χάθηκα … Αντιλαμβάνεσαι, ότι την στάση μας απέναντι στα πρόσωπα, ακόμη και σε κείνα που αγαπάμε την καθορίζουν κι άλλοι παράγοντες, έξω από εμάς… Εγώ όμως έπεσα σε μια αφασία… Εγώ φταίω πρώτα απ’ όλα…

―Καλά, δεν σε κατηγόρησα… Κι εγώ έχω το άλλο μισό μερίδιο στην μη επικοινωνία μας… Τα αισθήματα μετράνε…

―Ναι είπε χαμηλώνοντας τα μάτια… Ξερόβηξε και ύστερα, χαμηλόφωνα μπήκε στο θέμα…

―Ξέρεις Νίκο… καμιά φορά τα πράγματα μας διαψεύδουν με τραγικό τρόπο… Ο λόγος που σε φώναξα εδώ, δεν έχει σχέση με τα οικονομικά, δόξα τω Θεώ καλά πάνε, ούτε με την υγεία. Κάτι αναπάντεχο που μου ανατρέπει τη ζωή και με εξευτελίζει! Έκανε μια μικρή παύση και ήπιε μια γουλιά κρασί. Τα μάτια του, εκτός τού ότι είχαν χάσει την σπιρτάδα τους, ήσαν κόκκινα κι απέξω, κάτω απ’ αυτά, κρέμονταν δυο μαύρες «σακούλες». Με ανησυχούσε καθώς τον κοίταζα με την άκρη του ματιού.

―Όλος ο ηθικός μου κόσμος Νίκο, οι αξίες μου, τέλος πάντων ότι εγώ θεωρούσα ηθικό και τίμιο, έχει καταρρεύσει… Δυσκολεύομαι να μπω στο θέμα μου… Είναι αλήθεια ότι εγώ, δεν είχα ποτέ την άνεση πού είχες εσύ σ’ αυτά τα θέματα… Μάλλον, διαφωνούσα μαζί σου με τη στάση σου σε πολλές περιπτώσεις… Μιλώ για τις γυναίκες…

—Δεν σε καταλαβαίνω… εσύ ήσουν πάντα «μονογαμικός»… είπα χαμογελώντας, χωρίς να κάνω οποιαδήποτε πονηρή σκέψη… Κι αυτό, γιατί γνώριζα τί «κέρβεροι» ηθικής ήταν αυτός και η γυναίκα του…

—Για να μην σε παιδεύω όμως θα σου δώσω πρώτα να δεις κάτι… είπε και παίρνοντας τον χαρτοφύλακα, ξεκούμπωσε την αγκράφα του, και με χέρια που έτρεμαν, ανέσυρε έναν φάκελο με φωτογραφίες και μου τον έδωσε…

―Τι να δω; Είπα παίρνοντας τον φάκελο στα χέρια μου.

―Άνοιξέ τον, μου είπε… άνοιξέ τον και δες τις φωτογραφίες με προσοχή, μην μας πάρουν είδηση και γίνουμε ρεζίλι…

Άνοιξα τον φάκελο με προσοχή και έβγαλα τις φωτογραφίες. Καθώς είδα την πρώτη, μαρμάρωσα. Με μια ασυναίσθητη κίνηση, τις ακούμπησα έντρομος ανάποδα πάνω στο τραπέζι. Τον κοίταξα έντρομος. Αυτός χαμήλωσε το βλέμμα.

―Δυστυχώς είπε…

―Δεν μπορώ να το πιστέψω απάντησα εγώ, ανάβοντας τσιγάρο…

―Δυστυχώς είπε πάλι, αυτός.

Στο πρόσωπο ήταν πελιδνός. Πρώτη φορά έβλεπα τον φίλο μου σ’ αυτή την κατάσταση. Βρισκόμουν σε σύγχυση. Σαν αστραπή περνούσαν από μπρος μου διάφορες στιγμές από την ζωή μας, από τη ζωή του από εκείνα τα δύσκολα χρόνια των σπουδών μας… Κοίταζα πίσω του καπνίζοντας. Αποσβολωμένος. Δεν ήθελα να δω κάτι τέτοιο μαζί του…

―Σε παρακαλώ δες και τις άλλες είπε αυτός. Σ’ αυτήν που είναι και η πιο πρόσφατη, δεν φαίνεται ο άνδρας που είναι μαζί της… στις υπόλοιπες, πρόσφατες και πιο παλιές φαίνεται ολοκάθαρα ο παρτενέρ της…

―Δεν μπορώ του απήντησα…

―Κάντο, για μένα… σε παρακαλώ…

―Απίστευτο μου φαίνεται… δεν θα ήθελα να τις δω…

―Πρέπει… πρέπει αδελφέ… Γιατί θέλω να λύσω μια απορία. Ξέρεις εσένα σου φερόταν πολύ καλά. Σε εμένα όμως έβαζε όρους για σένα. Ήθελε να σταματήσω τις παρέες μαζί σου. Να μην σε βλέπω καθόλου. Από τότε στο Cluj. Αυτό μου φαινόταν ανεξήγητο. Την ρωτούσα γιατί. Ήταν απόλυτη. Δεν ξέρω γιατί, αυτόν τέρμα… Άκουσέ με, θέλω να τις δεις και να με συμβουλεύσεις τι να κάνω. Πριν το κάνεις αυτό, να σε ενημερώσω πώς έφτασαν αυτές στα χέρια μου…

—Ναι αλήθεια πώς;

—Με το ταχυδρομείο μου έστειλαν τον φάκελο στο Δημαρχείο… Ο αποστολέας είναι ανύπαρκτος και στην διεύθυνσή του, στο Περιστέρι κατοικούν δύο υπέργηροι άνθρωποι… Δεν ξέρω τι να υποθέσω…

—Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε προς την είσοδο. Κατόπιν είπε:

—Κοίταξέ τες τώρα… Θέλω να τον δεις αυτόν που την πηδάει… Τον γνωρίζεις…

—Τον γνωρίζω;

—Ναι τον γνωρίζεις πολύ καλά…

Πήρα τον φάκελο πάλι στα χέρια μου, έβαλα τα γυαλιά μου και έκανα την μέγιστη δυνατή προσπάθεια να αυτοσυγκεντρωθώ και να μείνω ψύχραιμος. Τι να του πω εγώ άλλωστε, με όποιον κι αν ήταν στο κρεβάτι… Δεν αισθανόμουν καλά. Άνοιξα τον φάκελο. Στην δεύτερη φωτογραφία την είδα αυτήν σκυμμένη στα γόνατα και πίσω της με έκπληξη, τον πουλματζή που μας πηγαινοέφερνε στο Cluj… Η φωτογραφία ήταν πρόσφατη. Αυτός, ένας θηριώδης, μεγαλόσωμος τύπος την κρατούσε ολόγυμνος απ’ τους ώμους. Κι αυτή είχε μισάνοιχτο το στόμα της… Απολάμβανε την στιγμή. Τις κοίταξα όλες με κομμένη την ανάσα. Οι τρεις τέσσερις τελευταίες, ήσαν παλιές. Σε μια απ’ αυτές τις παλιές, εκτός από τον πουλματζή και την κυρία, φαινόταν κι άλλο ένα ανδρικό σώμα, χωρίς να διακρίνεται το πρόσωπό ήτου. Οι παλιές Ήταν μαυρόασπρες. Τραβηγμένες πριν από τριάντα περίπου χρόνια. Αυτή νεότατη, κορίτσι σχεδόν. Κι ο οδηγός νέος. Ήταν τραβηγμένες σ’ ένα δωμάτιο του Continental… Κατάλαβα ότι πρόκειται για δωμάτιο αυτού του ξενοδοχείου, γιατί θυμήθηκα το βαλσαμωμένο κεφάλι ενός ελαφιού, που διακοσμούσε τοον τοίχο…

Άφησα άκεφος τις φωτογραφίες πάνω στο τραπέζι κι έβγαλα σιωπηλός τα γυαλιά μου. Τον κοίταξα. Ήταν ανέκφραστος. Παγωμένος. Προς στιγμήν νόμισα ότι είναι πεθαμένος…

—Τις είδες, μου είπε… Εγώ ήθελα να τις δεις γιατί είσαι ο μόνος παλιός μου φίλος. Ο μόνος τον οποίο γνωρίζω πριν απ’ αυτήν. Ο μόνος στον οποίο έχω εμπιστοσύνη… Και θέλω πολύ να με συμβουλεύσεις. Τι να κάνω; Όλη μου η ζωή στηρίχτηκε σε ένα ψέμα. Το οποίο το πίστευα χωρίς κανένα ερωτηματικό. Υποταγμένος. Είναι κάτι που με ξεπερνάει. Δεν μπορώ να το αντέξω αυτό… Να την χωρίσω; Τι θα πω στα παιδιά μου; Να κάνω πως δεν καταλαβαίνω; Δεν μπορώ! Δεν υπάρχει για μένα ζωή…

—Μα τι λες τώρα;

—Τι να πω..;  Να σε ρωτήσω θέλω…  Τι να κάνω;

—Πότε τις έλαβες;

— Τις έλαβα πριν δέκα μέρες στο Δημαρχείο. Γύρισα στο σπίτι αλλά δεν της είπα τίποτα εκείνη τη μέρα. Ήσαν τα παιδιά στο σπίτι. Δεν ήθελα να γίνει φασαρία μπροστά τους.

—Την επομένη δεν της μίλησες;

—Ναι… δεν πήγα στο Δημαρχείο. Προφασίστηκα ότι είμαι άρρωστος…

—Και; Τι σου είπε; Τι δικαιολογία σου έδωσε;

—Κάποια στιγμή κάπνιζε στην κουζίνα. Ξεφύλλιζε ένα περιοδικό. Μπήκα και της είπα πως θέλω να συζητήσουμε. Δεν κουνήθηκε. Σταμάτησε να διαβάζει και με κοίταξε πάνω απ’ τα γυαλιά της. «Τι συμβαίνει;» με ρώτησε. «Για δες αυτόν τον φάκελο» της είπα. Άνοιξε τον φάκελο. Έβγαλε τις φωτογραφίες. Με το που είδε την πρώτη, σήκωσε πάλι τα μάτια της πάνω απ’ τα γυαλιά και με κοίταξε. Μετά, απόλυτα ψύχραιμη είδε όλες τις φωτογραφίες, κι αφού τις είδε, τις ξανάβαλε, με απόλυτη ηρεμία μέσα στον φάκελο. Τον ακούμπησε στο τραπέζι προς το μέρος μου. Έγινε σιωπή για λίγο. Ύστερα, ανάβοντας τσιγάρο, είπε με εξαιρετική ψυχραιμία «τώρα που το έμαθες τι σκέφτεσαι να κάνεις;».  εγώ στεκόμουν όρθιος μπροστά στο παράθυρο της κουζίνας και κοίταζα έξω. Γύρισα προς το μέρος της. Της είπα: «δικαιούμαι, νομίζω, να κάνω εγώ κάποιες ερωτήσεις πριν σου απαντήσω». Είπε «Ναι». «Γιατί το έκανες;». Χωρίς να με κοιτάζει, είπε: «Γιατί είχα ανάγκη από κάτι που εσύ δεν μπορούσες να μου το δώσεις… μάλλον δεν μπορείς να μου το δώσεις μ’ αυτόν τον τρόπο… μόνο αυτός μπορεί…». «Είπες μπορεί;». «Ναι μπορεί γιατί και τώρα μου το προσφέρει! Τον βλέπω κάθε βδομάδα. Γι’ αυτόν κατεβαίνω στην Αθήνα. Κι αυτός, έρχεται για μένα από την Καλαμάτα…». Έμεινα άναυδος. Άναψε άλλο τσιγάρο και με ρώτησε: «τώρα που το έμαθες, τι θα κάνεις;». «Εγώ ρωτάω ακόμη…». «καλώς, ακούω…». «Κι εγώ; Εγώ τι ρόλο έπαιζα τριάντα τόσα χρόνια;». «Αυτός προηγείται. Ήταν πριν τα φτιάξω μαζί σου. Εσύ ήλθες μετά». «Και αφού είχες αυτόν, γιατί με μένα έζησες τόσα χρόνια, κάνοντας οικογένεια. Τόσα χρόνια υποκρινόσουν..!». «Δεν υποκρινόμουν… Εσένα σε αγαπώ! Αυτός μου καλύπτει μιαν άλλην ανάγκη… Αυτός με έκανε άλλον άνθρωπο… με ξεκλείδωνε… Πες μου, τώρα που το έμαθες,  τι θα κάνεις; Θέλω να μου πεις σύντομα…». «Δεν ξέρω… Κι αυτό κρατάει ακόμη;» «Ναι… Δεν μπορώ να ξεκόψω…». «Και ποιος έστειλε τις φωτογραφίες; Τι θέλουν από μένα;». Τις έστειλε ο άλλος. Αυτός που δεν φαίνεται στη φωτογραφία… Ήταν κι αυτός στην παρέα. Με εκβίαζε. Ήθελε να του δώσω τριάντα χιλιάρικα και αρνήθηκα… Για να με εκδικηθεί, έστειλε τις φωτογραφίες σε σένα…»…



Σταμάτησε να μιλά. Εγώ κάπνιζα συνεχώς. Η ιστορία μού φάνηκε απίστευτη. Κάπνιζα και σκεφτόμουν πόσο, μα πόσο, πολυσύνθετος είναι αυτός ο κόσμος. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται… Τι να του πω τώρα του ανθρώπου που είχε αφήσει την τύχη του στα χέρια της. Που ήταν υποχείριό της τόσα χρόνια… Πρώτος εκείνος έσπασε τη σιωπή.

—Είμαι τόσο μπερδεμένος. Δέκα μέρες τώρα είμαι εδώ. Δεν έχω κανέναν άλλον εκτός από εσένα να συμβουλευτώ. Αυτό το γεγονός ξεπερνάει όλους αυτούς που σχετίζομαι. Θα γελοιοποιηθώ σε φίλους, συντρόφους, σε εχθρούς… Πες μου σε παρακαλώ… πες μου τι να κάνω…

Τον κοίταζα άφωνος…  Είχε γίνει κάτασπρος. Έτρεμε όλος από την ταραχή που τον είχε καταλάβει. Το βλέμμα του ήταν ικετευτικό. Ένας άνθρωπος άβουλος, χαμένος. Εγώ τι να του απαντήσω. Δεν ήξερα τι να του πω.

—Χάρη, με ξεπερνάει αδελφέ… Δεν μου βγαίνει καμιά συμβουλή, για το τι πρέπει να κάνεις… Εγώ ένας χαμένος ήμουνα… Ποτέ δεν έκανα μόνιμες σχέσεις… Στεναχωρήθηκα που άφησα πίσω μου την Μπερναντέτ αλλά δεν μπορούσα να θυσιάσω την ελευθερία μου… Δεν έχω τέτοιου είδους εμπειρίες… Αυτό με ξεπερνά πολύ… Μια ζωή βλέπεις. Είναι και τα παιδιά…

—Να, εσύ πάντα ήσουν πιο ανεξάρτητος από μένα. Ήσουν ξεβγαλμένος από μικρός… Είπα ότι κάτι θα με συμβούλευες. Ας είναι… Θα δω τι θα κάνω…



Αυτές ήσαν οι τελευταίες κουβέντες του φίλου μου. Εγώ ένοιωθα μια δυσθυμία να απλώνεται σ’ όλο μου το κορμί. Τον λυπόμουν, αλλά δεν είχα να πω κάτι. Ποιος ξέρει τι σκεφτόταν ή τι έκανε τη γυναίκα του να του φερθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Παρ’ ότι ήμουν πενήντα χρόνων εκείνη την εποχή, κατάλαβα ότι με την ψυχή του ανθρώπου, είναι ζόρικα τα πράγματα. Υπάρχει πολύ σκοτάδι σ’ αυτήν…

Έπεσε σιωπή. Εγώ κάπνιζα νευρικά το ένα τσιγάρο πίσω από τ’ άλλο κι ο Ζαραζάς κοίταζε αδιάφορα το κενό. Του είπα:

—Καλύτερα να σ’ αφήσω… Καταλαβαίνω τον πόνο σου. Κοίτα να λειτουργήσεις με σύνεση, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς…

—Ναι, είπε αδιάφορα… ναι θα προσπαθήσω… Πάμε Νίκο, θ’ ανεβώ κι εγώ πάνω να ξαπλώσω…

Σηκωθήκαμε και βγήκαμε από το ρεστοράν στο σαλόνι του ξενοδοχείου. Με χαιρέτησε ψυχρά και χωρίσαμε… Εγώ μπήκα στο αυτοκίνητο και οδήγησα μέχρι την Εθνική. Ώσπου να φτάσω στο Φάληρο, η ώρα είχε πάει μιάμιση. Όλη την ώρα που οδηγούσα, σκεφτόμουν με ένταση την ιστορία που έτυχε στον Ζαραζά. Αναρωτιόμουν τι θα γινόταν άραγε από δω και πέρα. Αυτά τα παιχνίδια της ζωής, είναι για δυνατούς παίχτες. Ήταν ο Ζαραζάς τέτοιος; Δεν το πίστευα. Η Τζένη όμως, η γυναίκα του ήταν επί τριάντα τόσα χρόνια, ο πιο δυνατός παίχτης στο παιχνίδι. Πιο πολύ σκεφτόμουν εκείνη τη φωτογραφία που ήταν τρεις μέσα στο κάδρο. Και την απάντηση που του έδωσε στο ερώτημα, ποιος είχε στείλει τις φωτογραφίες. Σκεφτόμουν ακόμη την ολύμπια ψυχραιμία της, καθώς συζητούσε το θέμα με τον άντρα της. Σαν να ήταν ένα «θέμα της κομματικής οργάνωσης βάσης»! Απαντούσε και ερωτούσε με απόλυτη ψυχραιμία! Τι να τους κάνεις εδώ τους ψυχολόγους…



Μετά από μερικές μέρες, βρισκόμουνα στο Τελωνείο του Πειραιά, στην Ακτή Βρυώνη… Ήταν πέντε το απόγευμα, όταν καθάρισα μαζί τους για τον εκτελωνισμό των κοντέινερ και με τον φίλο μου τον Αλέκο, φύλακα στα ντοκ, είπαμε να πάμε για κάνα ούζο, στην Ζαΐμη, στα Υδραΐικα. Μπήκαμε στ’ αμάξι και βγήκαμε από τους χώρους του τελωνείου. Ανεβαίνοντας την οδό Φλέσσα, ο ραδιοσταθμός Κανάλι 1, άρχισε να λέει το δελτίο ειδήσεων. Πρώτη είδηση, μια είδηση που μου ανέβασε μια λύπη καρδιά. «…Ξεκινάμε το δελτίο μας μ’ ένα τραγικό γεγονός! Πριν από μία ώρα, έθεσε τέρμα στην ζωή του ο Δήμαρχος του Καποδιστριακού Δήμου Θεολόγου, επαρχίας Ληλάντιου Εύβοιας, Χαρίλαος Ζαραζάς… Ο Δήμαρχος, έβαλε τέλος στη ζωή του με περίστροφο, μέσα στο σπίτι του. Μπροστά στην έκπληκτη σύζυγό του. Η Αστυνομία διερευνά τα αίτια. Σημείωμα που να εξηγεί τους λόγους δεν βρέθηκε…».



Δεν υπάρχουν σχόλια: