Σάββατο, Ιουλίου 11, 2015

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Μια ευκαιρία να πλουτίσετε…

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
Μια ευκαιρία να πλουτίσετε…


Κάθε πρωί στις έξι, ακουγόταν η σειρήνα ενός μεγάλου εργοστασίου, από την άλλη άκρη της πόλης. Ο ήχος της διέτρεχε με ταχύτητα, τον μουντό ουρανό κι ακουμπούσε στην πλαγιά όπου βρίσκονταν οι φοιτητικές εστίες. Προς τη μεριά της οδού Χασντέου.
Ο ήχος της σειρήνας ερχόταν από τις βορειοανατολικές συνοικίες της πόλης, κι έκανε τα πουλιά που κοιμούνταν ανυποψίαστα στις φωλιές τους, μέσα στην πυκνή βλάστηση του μικρού άλσους Μίκο Κέρτ καθώς και στον Βοτανικό Κήπο, ν’ ανησυχήσουν και ν’ αρχίσουν τη μέρα τους κελαηδώντας τρομαγμένα. Εκείνη την ώρα ξεκινούσε η ζωή στις φοιτητικές εστίες, που τις έλεγαν Καμίνια. Κυρίως για τον φοιτητόκοσμο της Ιατρικής Σχολής και του Πολυτεχνείου.
Από την προηγουμένη, είχα αποφασίσει να εμφανιστώ στην Γραμματεία της Σχολής και να αντιμετωπίσω ευθέως, την πρόταση του Γραμματέα να με προειδοποιήσουν με “propunere de exmatriculare” (εισήγηση διαγραφής), λόγω απουσιών. Ωστόσο, όταν άκουσα την σειρήνα, άλλες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου και γύρισα πλευρό. Με πήρε πάλι ο ύπνος.

    Όταν ξύπνησα πάλι, κατά τις έντεκα, έφτιαξα έναν καφέ κι αποφάσισα, ότι επειδή ήταν Τρίτη, καλύτερα να μην πάω σήμερα στην Γραμματεία, μιας και η Τρίτη είναι γρουσούζικη μέρα. Καλύτερα να πάω αύριο που είναι Τετάρτη…
    Φόρεσα το παλτό μου και βγήκα από την φοιτητική εστία. Έξω το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα. Στις άκριες των κλαδιών σχηματίζονταν μικροί κρύσταλλοι. Το χιόνι στο πεζοδρόμιο και στον δρόμο είχε παγώσει κι έπρεπε κανείς να είναι πολύ προσεκτικός. Ιδιαίτερα όταν κατέβαινε, όπως εγώ, το ρημαγμένο καλντερίμι της οδού Βίκτορ Μπάμπες… Η ομίχλη είχε αρχίσει να υποχωρεί, καθώς ο αναιμικός ήλιος, άρχιζε να σκάει μύτη, πίσω από τα βαριά σύννεφα που είχαν την πρόθεση ν’ ακουμπήσουν τη γη.
Βγήκα στην διασταύρωση εκεί που η Χασντέου συναντάται με τις οδούς Μαρινέσκου, Ιόν Γκρεάνκα και Βίκτορ Μπάμπες με Παστέρ. Άρχισα προσεκτικά να κατεβαίνω την οδό Βίκτορ Μπάμπες.
Έκανε κρύο και η μέρα μ’ έσπρωχνε στην Μποτέγκα της οδού Νάποκα. Εγώ όμως προσπέρασα αδιάφορος και την Μποτέγκα και το Ινστιτούτο και φτάνοντας στο Κοντινένταλ σταμάτησα να πω μια καλημέρα στον φίλο μου τον Βασίλε, γκαρσόνι που κατά καιρούς διευκόλυνε την τροφοδοσία μας με το αζημίωτο.
Μπαίνοντας στην μπρασερία, το βλέμμα μου συναντήθηκε με εκείνο του κ. Ώλλονταρ,  τού μεγαλύτερου μαυραγορίτη της πόλης. Σήκωσε με το χέρι του τον γούνινο σκούφο του, λέγοντάς μου ψιθυριστά καλημέρα και προχώρησε στο εσωτερικό. Κάθισε στην θέση που καθόταν πάντα, κοντά στο τζάμι που έβλεπε την οδό Πανεπιστημίου και παρήγγειλε το τσάι του περιμένοντας τους συνεργάτες του, για να κλείσει τις δουλειές τής ημέρας.
Ο Βασίλε από κάποιον ειδοποιήθηκε και βγήκε να με συναντήσει. Χαιρετηθήκαμε. Μου είπε ότι είχε πολύ δουλειά γιατί ετοίμαζαν το τραπέζι για τον γάμο της κόρης ενός γιατρού.
—Σήμερα έχει χοιρινό φιλέτο, πολύ καλό… Ελάτε όμως το βράδυ, θα είναι καλύτερα…
Τον χαιρέτησα και βγήκα στον δρόμο. Σκέφτηκα να αφιερώσω τη μέρα μου στην απόλαυση της ζωγραφικής και στην αναζήτηση παλαιών βιβλίων. Πράγματι μπήκα στην Γκαλερία ντε Άρτα, απέναντι από την είσοδο του Αγίου Μιχαήλ αλλά δεν παρέμεινα πολύ. Είχα δει άλλες δυο φορές τα εκτιθέμενα έργα. Έτσι προχώρησα μερικά μέτρα ακόμη και μπήκα στο Παλαιοβιβλιοπωλείο. Μου άρεσε εκεί. Η ζέστη που εξέπεμπε η παλιά, κεραμιδένια, αυτοκρατορική σόμπα ήταν τρομερή. Σε δευτερόλεπτα μέσα αισθανόσουν μια απίθανη δυσφορία. Ήθελες να απαλλαγείς από όλα σου τα ρούχα και να κυκλοφορείς μόνο με το φανελάκι.
Εκεί απορροφήθηκα για τα καλά, εξετάζοντας κάποιες παλιές εκδόσεις αρχαίων ελλήνων συγγραφέων, εκδόσεις της Λειψίας. Μερικές φορές υπήρχαν σπάνια κομμάτια. Βιβλία που είχαν συλλεκτικό ενδιαφέρον και έπιαναν καλές τιμές, στα παλαιοβιβλιοπωλεία του Κολωνακίου. Έπρεπε όμως να υπάρχει επάρκεια ρευστού την στιγμή που το εύρισκες, αλλά και το βιβλίο να μην είναι τόσο παλιό ώστε να μην εμπίπτει στις απαγορεύσεις του νόμου για την πολιτιστική κληρονομιά.
Καθώς φυλλομετρούσα την έκδοση της Κύρου Αναβάσεως του Ξενοφώντα, ακούω μια ανεπαίσθητη φωνή στο πλάι να μού λέει:
—Καλημέρα σας κύριε συνάδελφε… Σας θέλω, ειδικά εσάς, για κάτι πολύ σοβαρό… Έχω στην τσάντα μου κάτι που σας ενδιαφέρει απολύτως, και φυσικά είστε ίσως ο μόνος σε ολόκληρο Cluj που μπορείτε να μου το πληρώσετε σε μια καλή τιμή… Είμαι απολύτως βέβαιος ότι θα το αγοράσετε, πριν το πιάσετε στα χέρια σας…
Γύρισα και είδα τον Νεγκοβάν, έναν υποσιτιζόμενο φοιτητή του Τμήματος της Φιλοσοφίας-Ιστορίας. Τον είχα δει στους διαδρόμους του Πανεπιστημίου, με τον κολλητό μου τον Πίππη… Ήξερα ότι ήταν μέρος της αυλής του. Το χλωμό οστεώδες πρόσωπό του είχε καταληφθεί από μια αγωνία και τα μάτια του με λαμπύριζαν και με κοίταζαν παρακλητικά…
—Παρακαλώ κύριε συνάδελφε του είπα… Τι θέλετε να μου
πουλήσετε;
—Σςςς μου είπε κοιτάζοντας έντρομος γύρω του, μην μιλάτε τόσο δυνατά… Είναι πολύ επικίνδυνο να μάς ακούσει κάποιος καλοθελητής…
    —Καλά, είπα χαμηλώνοντας την φωνή μου. Περί τίνος πρόκειται; Έχετε καμιά κότα ή κανένα κουνέλι να μου μπάσετε..;
    —Μα τι λέτε κ. συνάδελφε; Αν εγώ είχα μια κότα ή ένα κουνέλι δεν θα ήμουν τώρα εδώ, να διακινδυνεύω την ύπαρξή μου για το δικό σας συμφέρον…
    —Καλώς και πού θα μου πείτε σε τι αφορά όλη αυτή η  προσπάθεια για το καλό μου;
    —Βγείτε έξω και ας βαδίσουμε προς το Πανεπιστήμιο. Κάνουμε πως πάμε για μάθημα και σας λέγω περί τίνος πράγματος πρόκειται…
    —Ευχαρίστως κύριε συνάδελφε, του απάντησα και με μια ξαφνική κίνηση έπιασα την μπρούτζινη λαβή της βαριάς πόρτας και την τράβηξα, κάνοντας χώρο να περάσει….
—Σας ευχαριστώ μου είπε… Πάντοτε ευγενικοί εσείς οι έλληνες…
    Βγήκαμε έξω. Σκεφτόμουν τί να θέλει από εμένα αυτός ο άνθρωπος. Ανυπομονούσα πολύ να το μάθω. Μου έκανε εντύπωση η γνώση των συνωμοτικών κανόνων εκ μέρους του. Περπατούσε τάχα μου αδιάφορα πλάι μου αλλά ο βαθμός παρατήρησης των πάντων γύρω μας ήταν πολύ υψηλός. Όταν υποψιαζόταν κάποιον περαστικό, μιλούσε για ποδόσφαιρο με μια υψηλή υποκριτική τέχνη λες και από ώρες τώρα συνεχίζαμε μια αδιέξοδη συζήτηση για το ποια είναι η καλύτερη ομάδα του Κλουζ. Η Ουνιβερσιτάτε ή η CFR, η ομάδα των σιδηροδρομικών…
    Εγώ, δεν είχα λόγους να πλησιάσω το Πανεπιστήμιο εκείνη την μέρα και βιαζόμουν να ξεμπλέξω απ’ αυτόν για να γυρίσω εκεί όπου είχα προγραμματίσει να πάω… Έτσι μπροστά στα πωλητήρια εισιτηρίων των τραίνων και πριν διασχίσουμε την οδό Νάποκα προς το Κοντινένταλ τον σταμάτησα και του είπα:
—Θέλω να πάω σε μια δουλειά στον Κρόκο και το θυμήθηκα τώρα… Πες μου τώρα τι ακριβώς θέλεις…
    —Κύριε συνάδελφε, κάντε λίγο υπομονή. Ελάτε μέχρι την αυλή του Πανεπιστημίου… Μην καταστρέφετε αυτή την τρομερή ευκαιρία να πλουτίσετε…
     —Αγαπητέ συνάδελφε θα αργήσω και δεν θέλω να κάνω μια δεσποινίδα, να περιμένει σε ένα τόσο επικίνδυνο μέρος… Πάμε εδώ στην Λιμπραρίε Ουνιβερσιτάτσι, όπου μπορούμε να στο πίσω μέρος να μου δείξετε αυτό το οποίο μ’ ενδιαφέρει…
    —Απαπαπα… τι λέτε κ. συνάδελφε, εκεί, αν γίνουμε αντιληπτοί χαθήκαμε… Βιβλίο θέλω να σας πουλήσω, είπε χαμηλώνοντας τη φωνή του. Βιβλίο σπάνιο, που μόνον εσάς ενδιαφέρει σύμφωνα με τις πληροφορίες μου…
    Σκέφτηκα αστραπιαία, ότι αυτός πρέπει να έχει συζητήσει με τον Πίππη για μένα… Και ποιος ξέρει τι διάολο του έχει πει αυτός. Έπρεπε να καταλάβω από την αρχή ότι θα μπλέξω μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Ήταν μια περίπτωση απ’ αυτές που είχαν τρομερές ιδέες για να κάνουν κάποιον άλλο πλούσιο, όχι γιατί δεν μπορούσαν να γίνουν οι ίδιοι ή γιατί φοβούνταν κάτι. Όχι! Αλλά να, μπορεί τώρα να βρίσκονταν στην περίοδο της διπλωματικής τους εργασίας ή επειδή γεννάει η γυναίκα τους ή επειδή με συμπάθησαν τόσο και δεν ήθελαν να δώσουν την ιδέα σε κάποιον για τον οποίον είχαν επιφυλάξεις. Γενικά η φτώχεια σκέφτεται! Όμως τις περισσότερες φορές, σκέφτεται για τους άλλους. Σαν να μην ενδιαφέρεται για τις δικές της δυσκολίες, τις οποίες μπορεί να τις ξεπεράσει ίσως, μια άλλη φορά. Στο μέλλον! Όταν θα έχει τον χρόνο και την δυνατότητα. Μετά τις γέννες και μετά τα πτυχία…
    —Αγαπητέ συνάδελφε βιαστείτε, πάμε λοιπόν στο Πανεπιστήμιο…
    —Ναι-ναι, πάμε είπε με αγωνία κοιτάζοντας γύρω του… Μην αργούμε, θα είχαμε τελειώσει από ώρα…
    Προχώρησα βαριεστημένα μαζί του. Στην «Αριζόνα» συνάντησα τον Λίτλ Τόνι. Αλληλοκλείσαμε πονηρά το μάτι. Προσπέρασα. Αφήσαμε πίσω μας τον κινηματογράφο ΑΡΤΑ και την Εκκλησία των Ιησουιτών και μπήκαμε στη αυλή του Πανεπιστημίου.
—Ελάτε απ’ εδώ αγαπητέ συνάδελφε και με έσυρε σχεδόν προς τα αμφιθέατρα της Κοινωνιολογίας. Άνοιξε την πόρτα και μπήκαμε στον υποφωτισμένο χώρο… Εκεί στο ημίφως, μιλώντας με τρομερή ταχύτητα μου εκμυστηρεύτηκε τι έχει για μένα μέσα στην τσάντα…
—Κύριε συνάδελφε ακούστε, με προσοχή παρακαλώ… Λόγοι για τους οποίους δεν μπορώ να σας αποκαλύψω, με αναγκάζουν να σας προσφέρω στην εξευτελιστική τιμή των 500 δολαρίων, αυτό… Και με γρήγορες κινήσεις έβγαλε από την φθαρμένη τσάντα του ένα βιβλίο και με προσοχή το απόθεσε στα χέρια μου.
—Είναι η πρώτη έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου στα γερμανικά… Εσείς που είστε σπουδαίος μαρξιστής και επαναστάτης, το έχετε σίγουρα ανάγκη….
—Μα είπα…
—Όχι κύριε συνάδελφε είπε ο Νεγκοβάν, δεν σας επιτρέπω να μου λέτε «μα»… Αυτό είναι το Ευαγγέλιο των Μαρξιστών κι ο Πίππης συνεχώς μας λέει ότι είστε ο κορυφαίος των μαρξιστών…
—Αγαπητέ συνάδελφε, δεν έχω ένα τόσο μεγάλο ποσό κι εκτός αυτού δεν έχω την ίδια άποψη με τον Πίππη για το εαυτό μου… Δεν είμαι  κορυφαίος μαρξιστής… Ένας μαρξιστής είμαι…
—Αυτό θα το βρούμε, αν είναι μόνο η τιμή…
—Μα…
—Δεν έχει μα κύριε συνάδελφε, εγώ Εσάς σας εκτιμώ ως μαρξιστή απεριόριστα… Μου έχει πει ο Πίππης τόσα για εσάς… Ορίστε, κατεβάζω την τιμή στα 400 δολάρια…
—Δεν υπάρχει περίπτωση αγαπητέ συνάδελφε να δώσω ούτε ένα σέντσι..! Όπως γνωρίζετε η κατάσταση είναι πολύ δύσκολή κι όλα κι όλα τα δολάρια που διαθέτω δεν υπερβαίνουν τα εκατό… Κι αυτά τα έχω για να εξυπηρετώ κατά κάποιον τρόπο την ύπαρξή μου…
—Ωραία, θα μου δώσετε τα εκατό σήμερα και τα υπόλοιπα σε δύο μήνες… Δεν σας το είπα; Αποφάσισα να σας το αφήσω 300 δολάρια…! Ναι μόνον 300…
Κατάλαβα ότι δεν θα ήταν εύκολο να απαλλαγώ. Δεν θα έκανα όμως το λάθος να του πω δώσε μου το βιβλίο και θα δούμε… Αν έκανα αυτό το λάθος ήμουν τελειωμένος…
—Δώστε μου λίγο να τω δω του είπα.
―Ορίστε αγαπητέ συνάδελφε… Είναι σε άριστη κατάσταση. Δεν είναι δυνατόν εγώ, να κάνω απάτη εις βάρος σας. Μόλις χθες έφτασε στα χέρια μου…
Πήρα το βιβλίο στα χέρια μου αδιάφορα. Πράγματι ήταν σε πολύ καλή κατάσταση. Das Manifest der Kommunistichen Parte, 1848... Ανοίγοντάς το διαπίστωσα αμέσως ότι ήταν κλεμμένο. Μια σφραγίδα στρογγυλή, στην πρώτη σελίδα έγραφε: Βιβλιοθήκη του Συνδικάτου Τυπογράφων, Βουκουρέστι 1949…, και κάποια άλλα στοιχεία της Βιβλιοθήκης του Συνδικάτου Τυπογράφων του Βουκουρεστίου. Σχεδόν ανέπαφο, πράγμα που έδειχνε ότι κανείς δεν το είχε ποτέ διαβάσει. Αντέδρασα αστραπιαία…
    —Αγαπητέ συνάδελφε, το βιβλίο αυτό, πέραν τού ότι δεν με ενδιαφέρει και σας το λέω αυτό ειλικρινώς, είναι και προϊόν παρανόμου υπεξαιρέσεως από τη βιβλιοθήκη του Συνδικάτου, των συντρόφων τυπογράφων του Βουκουρεστίου… Η εμπορική διακίνησή του είναι ποινικώς κολάσιμη. Όπως καταλαβαίνετε το βιβλίο αυτό πρέπει να γυρίσει στην θέση του. Γιατί το έχει άμεση ανάγκη η εργατική τάξη, κι εγώ που μάχομαι εναντίον της κλοπής από τους αστούς, της υπεραξίας που παράγει η εργατική τάξη, δεν μπορώ να γίνω αποδέκτης ενός κλεμμένου βιβλίου, από μια βιβλιοθήκη της εργατικής τάξης, ενός εργαλείου που είναι απαραίτητο για την κοινωνική και πολιτική χειραφέτησή της…
    Το μικρό αυτό λογίδριο, ζάλισε τον Νεγκοβάν ο οποίος όμως δεν υποχώρησε καθόλου.
—Κρατήστε το κ. συνάδελφε… κρατήστε το και βρείτε μια λύση τέλος πάντων… Ίσως κάποιος άλλος μαρξιστής ενδιαφέρεται… Σας το δίνω εσάς ακόμη φθηνότερα… Μόνο 200 δολάρια! Πουλήστε το εσείς 300 και κρατήστε την διαφορά. Εκεί θα κολλήσουμε τώρα..;
     Κατάλαβα ότι τα πράγματα γίνονται δύσκολα. Δεν τον γνώριζα καλά τον Νεγκοβάν. Σκέφτηκα μήπως ήταν καμιά παγίδα κι έβρισκα τον μπελά μου. Αποφάσισα να δράσω αποφασιστικά. Ακούμπησα το βιβλίο σε μια εσοχή που βρισκόταν στον τοίχο, έξω από το αμφιθέατρο της Κοινωνιολογίας και του είπα:
—Αγαπητέ συνάδελφε, δεν μπορώ να το κρατήσω. Έχετε όμως τον λόγο μου, ότι θα προσπαθήσω να το προωθήσω για χάρη σας, στους άλλους σπουδαίους μαρξιστές συμπατριώτες μου, αλλά γνωρίζετε ότι υπάρχει μεγάλος κίνδυνος από την προώθηση ενός κλεμμένου βιβλίου… Μια τέτοια συναλλαγή εμπίπτει και στους κανόνες που ορίζει η Επιτροπή Εθνικής Κληρονομιάς, ως αντικείμενο που έχει μια παλαιότητα και θεωρείται θησαυρός της πολιτιστικής κληρονομιάς.
—Ναι αλλά εσείς αγαπητέ κ. συνάδελφε, αγοράζετε παλιά βιβλία και τα μεταπουλάτε στα παλαιοβιβλιοπωλεία, στο χωριό της Αντιγόνης στον Κολωνό… Έτσι είπε ο Πίππης…
Η μπηχτή με βάρεσε σαν κεραμίδα στο κεφάλι. Ξέχασα ότι άλλο είχα να κάνω και σκέφτηκα με τα ταχύτητα την κατάσταση. Δεν είχα άγνοια κινδύνου, κι έπρεπε να δω τι είχε στο μυαλό του ο κολλητός του κολλητού μου… Ο Σπύρος νεοφώτιστος τροτσκιστής, προετοίμαζε προφανώς με τον Νεγκοβάν και τον Μαγκαρίν, την μετατροπή του «εκφυλισμένου εργατικού κράτους», σε πραγματικό «σοσιαλιστικό»… Έτσι, είχε αρχίσει φαίνεται να εξομολογείται και τα «ιδιαίτερά μας». Απάντησα με μια σχετική διπλωματία.
—Αγαπητέ μου κ. Νεγκοβάν, όπως γνωρίζεται υπάρχουν πράγματα που αγοράζονται και πωλούνται και πράγματα που δεν αγοράζονται και δεν πωλούνται… Η ζωή είναι απρόβλεπτη και πολλές φορές μάς κάνει να προβαίνουμε σε πράξεις που αντίκεινται στο χαρακτήρα και στις αρχές μας. Αν είχα τα χρήματα που εσείς χρειάζεστε, να είστε βέβαιος κάτω από κάποιες προϋποθέσεις, μπορεί και να σας τα χάριζα. Συμβαίνει όμως να είμαι άνθρωπος μικρών οικονομικών δυνατοτήτων ο οποίος βρέθηκε σε μια χώρα που διακηρύσσει ότι στην επικράτειά της έχουν εξαφανιστεί οι κοινωνικές ανισότητες. Όταν ήλθα εδώ για σπουδές, είχα υπολογίσει με τους γονείς μου να ξοδεύω, για να πληρώνω την εξασφάλιση κατοικίας στις εστίες καθώς και για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στο Πανεπιστήμιο, ένα ποσόν. Ξαφνικά, εξαφανίστηκαν από την αγορά όλα τα προϊόντα και κυρίως τα τρόφιμα. Στην μαύρη αγορά οι τιμές είναι πολλαπλάσιες. Το γνωρίζετε καλά. Κι έτσι, μιας και οι γονείς μου δεν μπορούν να μου στέλνουν πακέτο με προμήθειες δις εβδομαδιαίως, πρέπει να προμηθεύομαι τα αναγκαία με διαδικασίες εκτός επισήμου εμπορίου… Καταλαβαίνετε, ότι αγοράζω κάτι που υπάρχει και το ανταλλάσσω με κάτι που δεν υπάρχει… Δεν μου λέτε, τον ρώτησα ξαφνικά, πόσες φορές μου ζητήσατε να σας φέρω ένα παντελόνι τζίν από την πατρίδα μου;
—Τρεις φορές, απάντησε αυθόρμητα…
—Πόσες φορές σας έφερα;
—Μία…
—Πόσα χρήματα σας πήρα;
—Δεν μου πήρατε χρήματα….
—Σκεφτήκατε γιατί δεν σας ζήτησα ποτέ χρήματα ή γιατί δεν σας έφερα άλλο τζιν..;
—Εσείς είστε άλλος άνθρωπος κ. συνάδελφε…
—Γι’ αυτό αγαπητέ συνάδελφε αφήστε να είμαι άλλος άνθρωπος… Αν μπορέσω, θα σας βοηθήσω να πουλήστε το βιβλίο σας… Αλλά σας συνιστώ να μην το πουλήσετε, διότι δεν σας ανήκει… Ανήκει σ’ αυτούς που γράφει η σφραγίδα… Εγώ εμπορεύομαι βιβλία που έχουν μεν μια αξία αλλά δεν εμπίπτουν στο νόμο για την Εθνική Κληρονομιά… Λέγοντας αυτά, θεώρησα πως είναι μοναδική ευκαιρία ν’ απαλλαγώ απ’ αυτόν και απότομα του είπα:
—Γεια σας αγαπητέ συνάδελφε… Θα σας ειδοποιήσω μέσω του Πίππη…
Βγήκα στο προαύλιο του Πανεπιστημίου. Ο ψυχρός αέρας μού έκανε καλό. Ήδη ήταν αργά το μεσημέρι. Το ρολόι του Αγίου Μιχαήλ, έδειχνε τρεις παρά είκοσι… Ξέχασα τις γκαλερί και τα παλαιοβιβλιοπωλεία. Γύρισα στην Πλατεία Ειρήνης και περίμενα έξω απ’ τον Κρόκο το μάξι τάξι. Άργησε να έλθει, γιατί με την έλλειψη βενζίνης είχαν μειώσει τα δρομολόγια.

Μετά από μερικούς μήνες, λίγο πριν τις εξετάσεις του Ιουνίου, έσκασε η βόμβα στη Σχολή: Ο φοιτητής Ράντου Νεγκοβάν εξαφανίστηκε ξαφνικά. Οι φήμες οργίαζαν. Όλα έδειχναν ότι είχε δραπετεύσει κολυμπώντας στον Δούναβη και είχε ζητήσει άσυλο στο Βελιγράδι… Ο Πίππης είπε:
—Τώρα την βάψαμε… Θα νομίζουν ότι τον βοήθησα εγώ…
—Μην ανησυχείς, του είπα. Δεν μπορούν να σου κάνουν τίποτε…
—Ο μπαγάσας, γι’ αυτό μάζευε τα λεφτά…
—Ποια λεφτά; Ρώτησα έκπληκτος…
—Κάμποσο καιρό τώρα, μάζευε λεφτά για να κάνει εγχείριση η μάνα του… Μου πούλησε μάλιστα το Κομμουνιστικό Μανιφέστο για τον σκοπό αυτό… Γερμανική έκδοση του 1872… Τον λυπήθηκα και παρακάλεσα την Μαίρη να το αγοράσουμε αντί 400 δολαρίων…
—Στην υγειά σου λοιπόν…
—Γιατί στην υγειά μου;
—Γιατί, τώρα ο Νεγκοβάν θα πίνει στην υγειά σου σε κάνα καπηλειό του Βελιγραδίου…
Ο Σπύρος με κοίταζε με απορία.
—Πρόσεχε του είπα, θα μείνεις μόνος ν’ αγωνίζεσαι για την μετατροπή του εκφυλισμένου εργατικού κράτους σε πραγματικό σοσιαλιστικό….
Τίποτε πια δεν μάθαμε για τον Νεγκοβάν ….

Τον Ιούνιο του 1993, σχεδόν όλοι οι απόφοιτοι του 1983 μαζεύτηκαν στο Cluj για να γιορτάσουν την πρώτη δεκαετία τής αποφοίτησής τους. Μαζεύτηκαν στο ρεστοράν Μέλοντι κι άρχισαν να γλεντούν. Ξαφνικά ο Φερι Κόσιτς, σεφ ντε σάλα, μπήκε μέσα στην μεγάλη αίθουσα, σταμάτησε τα βιολιά και παίρνοντας τα μικρόφωνα από τα χέρια της τραγουδίστριας και δείχνοντας ένα κινητό τηλέφωνο, ανακοίνωσε με επισημότητα στο κοινό.
—Κύριοι στη γραμμή βρίσκεται ένας δικός σας άνθρωπος… Πριν όμως σας τον δώσω να μιλήσετε ένας-ένας μαζί του, θέλω να σας ανακοινώσω ότι οι σαμπάνιες που θα έλθουν στα τραπέζια σας, εκατό τον αριθμό, είναι πληρωμένες απ’ αυτόν… Το όνομά του είναι Ράντου Νεγκοβάν…



Δεν υπάρχουν σχόλια: