Κυριακή, Σεπτεμβρίου 27, 2015

Τσβετὰν Τοντορὸφ: Ποίηση καὶ ἀλήθεια

Ποίηση καὶ ἀλήθεια

τοῦ Τσβετὰν Τοντορὸφ*  
Ἐπιμέλεια-μετάφραση: Θανάσης Γιαλκέτσης    

Τὸ μεγάλο θέμα τῶν σχέσεων ποίησης καὶ ἠθικῆς ἔχει συζητηθεῖ στὴν εὐρωπαϊκὴ παράδοση ἐπὶ τουλάχιστον δυόμισι χιλιάδες χρόνια ἀπὸ πολυάριθμους φιλοσόφους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ καλλιτέχνες, κριτικοὺς καὶ ἱστορικούς. Γιὰ νὰ ἔχουμε μιὰ σφαιρικὴ θεώρηση τῶν πολυκύμαντων σχέσεων μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο ἐννοιῶν, ἡ πιὸ ἁπλὴ λύση εἶναι νὰ διαιρέσουμε τὶς θεωρίες ποὺ τὶς ἀφοροῦν σὲ τρεῖς μεγάλες οἰκογένειες: ἐκείνη ποὺ θέλει ἡ ποίηση νὰ ὑποτάσσεται στὴν ἠθική, ἐκείνη ποὺ θέλει ἡ ἠθικὴ νὰ ὑποτάσσεται στὴν ποίηση καὶ τέλος ἐκείνη ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι τὰ δύο πεδία πρέπει νὰ παραμένουν ἀνεξάρτητα. Ἡ πρώτη θεωρία ἑπομένως, ποὺ μποροῦμε νὰ τὴν ὀνομάσουμε κατὰ προσέγγιση κλασικὴ θεωρία, θέλει ἡ ποίηση νὰ πρέπει νὰ τίθεται στὴν ὑπηρεσία τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν. Οἱ αἰσθητικὲς ἀξίες εἶναι, ἢ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι, ὑποταγμένες στὶς ἠθικὲς ἀξίες. Στὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα, ὅπως ὅλοι γνωρίζουν, αὐτὴ ἡ ἄποψη ὑποστηριζόταν ἀπὸ τὸν Πλάτωνα, ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ θεωροῦσε ὅτι οἱ ποιητὲς δὲν σέβονταν τὶς ἐπιταγὲς τῆς ἠθικῆς, τοὺς ἀπέβαλε ἀπὸ τὴν Πολιτεία. Ἡ κλασικὴ θεωρία εἶναι ἐξίσου κυρίαρχη στὴ χριστιανικὴ ἠθική, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ τέχνη εἶναι στὴν ὑπηρεσία τῆς θρησκευτικῆς διδασκαλίας. Ἀπὸ τότε ὅμως κύλησε πολὺ νερὸ στὸ αὐλάκι. Αὐτὸ ποὺ μᾶς φαινόταν ἀπολύτως φυσιολογικὸ πρὶν ἀπὸ δύο χιλιάδες χρόνια σήμερα μᾶς σκανδαλίζει. Ἡ ἴδια ἡ ἀντίληψη ποὺ ἔχουμε γιὰ τὴν τέχνη ἀποκλείει τὴν προσχώρηση σὲ αὐτὴ τὴ θεωρία. Ποίηση καὶ προπαγάνδα δὲν ἀποκλείουν ὑποχρεωτικὰ ἡ μιὰ τὴν ἄλλη, ἀλλὰ ἐμεῖς ἀρνούμαστε ἀποφασιστικὰ νὰ τὶς συγχέουμε καὶ προτιμοῦμε νὰ ἀφαιροῦμε τὶς ἠθικὲς προθέσεις ἀπὸ τὴν αἰσθητικὴ ἀξία ἑνὸς ἔργου παρὰ νὰ τὶς ἀθροίζουμε. Θεωροῦμε ὅτι τὸ μεγαλεῖο ἑνὸς ἔργου εἶναι εὐθέως ἀνάλογο πρὸς ἕνα εἶδος ἐσωτερικῆς ἀλήθειας ποὺ μᾶς μεταβιβάζει. Ἡ ὑποταγὴ σὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐπιταγὴ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ τὸ ζημιώνει. Ἕνα μυθιστόρημα μὲ θέσεις, ἕνα θρησκευτικὸ ἀφήγημα, ἕνα προπαγανδιστικὸ ποιητικὸ κείμενο, ὅλος ὁ «σοσιαλιστικὸς ρεαλισμός» τῆς πρώην σοβιετικῆς αὐτοκρατορίας μᾶς φαίνονται ὅτι εἶναι λογοτεχνία δεύτερης κατηγορίας. Ἡ γέννηση τοῦ μυθιστορήματος, ὅπως κατέδειξε πρὶν ἀπὸ πενήντα περίπου χρόνια ὁ Ἴαν Οὐάτ, συμπίπτει μὲ τὴν ἄνθηση τῆς ἀτομικιστικῆς καὶ δημοκρατικῆς κοινωνίας, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια ὅτι τὰ μέλη της διαβάζουν μόνον μυθιστορήματα, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸ μυθιστόρημα δίνει ζωὴ σὲ μιὰ πολλαπλότητα ὑποκειμενικοτήτων καὶ ἑπομένως ἀρνεῖται νὰ εἶναι μόνον παρουσίαση μιᾶς δογματικῆς ἀλήθειας. Ἀπὸ αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ συμπεράνουμε ὅτι αὐτὴ ἡ πρώτη ἀντίληψη τῶν σχέσεων ποίησης καὶ ἠθικῆς εἶναι ὁριστικὰ νεκρή; Δὲν τὸ νομίζω. Καὶ ὄχι μόνον ἐπειδὴ ἀνάμεσά μας ὑπάρχουν ἐκπρόσωποι –μιὰ μειονότητα σίγουρα, ἀλλὰ ὄχι γι’ αὐτὸ ὀλιγάριθμη– της κλασικῆς θέσης, τῶν ὑποστηρικτῶν τῶν παραδοσιακῶν δογματισμῶν (ὅπως οἱ θρησκεῖες) ἢ τῶν μοντέρνων (ὅπως οἱ συνταγὲς τοῦ «πολιτικὰ ὀρθοῦ»). Ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἀπαίτηση μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ μὲ τρόπο πιὸ μετριοπαθῆ κι ὡστόσο περισσότερο περιοριστικό: δὲν θὰ ζητηθεῖ τὰ ἔργα νὰ ὑπηρετοῦν ἠθικοὺς στόχους, ἀλλὰ νὰ ἐπιχορηγοῦνται μόνον ἐκεῖνα τὰ ἔργα ποὺ δὲν ἀντιμάχονται ἀνοιχτὰ τοὺς ἠθικοὺς στόχους τῆς κοινωνίας. Ἂν δεχθοῦμε, ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, ὅτι μεγάλο μέρος τῆς καλλιτεχνικῆς παραγωγῆς χρειάζεται δημόσια ὑποστήριξη γιὰ νὰ ἐκφραστεῖ, καί, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτα τὸ ἀθέμιτο στὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ ἔθνους ἐνδιαφέρονται τόσο γιὰ τὴν εὐημερία τοῦ πληθυσμοῦ ὅσο καὶ γιὰ τὴ χρήση τῶν οἰκονομικῶν τους μέσων, εἶναι σαφὲς ὅτι τὰ ζητήματα ποὺ ἐγείρονται ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὁποία ἀποκαλῶ «κλασικὴ ἀντίληψη» ἀπέχουν πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι ὁλικὰ λυμένα.