Τρίτη, Μαρτίου 29, 2016

Ἄγγελου Ἐλεφάντη: Οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα τοῦ κακοῦ

τοῦ Ἄγγελου Ἐλεφάντη
 [περιοδικὸ «Ὁ Πολίτης», τ. 25, Μάρτιος-Ἀπρίλιος 1979.]


Ἄμεση καὶ ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη θεώρησαν τὴν ἁπλοποίηση τοῦ τονικοῦ μας συστήματος οἱ συνδικαλιστικοὶ ἐκπρόσωποι τῶν ἐκπαιδευτικῶν ὄλης τῆς χώρας, δηλαδὴ ἡ Διδασκαλικὴ Ὁμοσπονδία Ἑλλάδος, ἡ Ὁμοσπονδία Λειτουργῶν Μέσης ᾽Εκπαιδεύσεως καὶ ἡ Ομοσπονδία ᾽Ιδιωτικῶν ᾽Εκπαιδευτικῶν Λειτουργῶν Ἑλλάδος. Οἱ τρεῖς ὀργανώσεις σὲ συγκέντρωση ποὺ ὀργάνωσαν στὶς 2.4.79 στὸ Πολυτεχνεῖο, (ὁμιλητὲς ἧταν ὁ καθηγητὴς κ. ᾽Εμμ. Κριαρᾶς καὶ ἡ ψυχολόγος κ. Ἐλπίδα Καλύβα), σὲ σχετικό τους ψήφισμα τονίζουν ὅτι ἡ μεταρρύθμιση τοῦ τονικοῦ συστήματος ἐπιβάλλεται διότι:
1.     Καμιὰ ἱστορικὴ συνέπεια δὲν ἐπιβάλλει τὴ διατήρηση τοῦ πολυτονισμοῦ γιατὶ αὐτὸ εἶναι μεταλεξανδρινὸ κατάλοιπο καὶ δὲν ἀποτελεῖ κλασική μας παράδοση.
2.     Ἡ ποικιλία τῶν τριῶν τόνων δἐν ἐξυπηρετεῖ κανένα πρακτικὸ σκοπὸ καὶ καμιὰ γλωσσικὴ ἀνάγκη.
3.     Ἡ ἐκμάθηση τῶν κανόνων τοῦ τονισμοῦ στερεῖ ἀπὸ τὰ παιδιὰ χρόνο καὶ δυνάμεις, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ διατεθοῦν γιὰ ἄλλη, οὐσιαστικὴ μόρφωση.
4.     Ἡ μηχανικὴ ἀπομνημόνευση ἄχρηστων τύπων μαραίνει τὸ πνεῦμα, δεσμεύει τὴ σκέψη, ναρκοθετεῖ τὴ μάθηση καὶ κλονίζει τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν παιδιῶν πρὸς τὸ Σχολεῖο καὶ τὴ φυσική τους ἔφεση γιὰ μάθηση.
5.     Ἡ χρήση τῶν τόνων ἔξω ὑπὸ τὸ Σχολεῖο ἐπιβαρύνει τὴν οἰκονομία μὲ ἀνυπολόγιστη δαπάνη σὲ χρῆμα καὶ χρόνο ἐργασίας.
6.     Τὴν τονικὴ μεταρρύθμιση τὴ ἔχουν ἤδη ἀποδεχτεῖ καὶ ἐν μέρει τὴν ἔχουν ἐφαρμόσει πλῆθος παράγοντες (συγγραφεῖς, ἡμερήσιος καὶ περιοδικὸς τύπος).
Γιὰ τοὺς παραπάνω λόγους, τονίζεται στὸ ψήφισμα, οἱ τρεῖς συνδικαλιστικὲς ὀργανώσεις «ἀπαιτοῦν ἀπὸ τὸ κράτος νὰ ἀπαλλάξει τὴν ἐκπαίδευση καὶ τὸ λαὸ ἀπὸ ἕνα ἐπιζήμιο βάρος».
Τὸ ψήφισμα αὐτὸ τῶν τριῶν ὀργανώσεων ἔχει ἰδιαίτερη σημασία. Πρέπει νὰ προσεχτεῖ καὶ νὰ συζητηθεῖ, ὄχι γιατὶ θέτει τὸ ζήτημα τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος — ἕχει τεθεῖ ἀπὸ χρόνια πολλὰ — ἀλλὰ γιατὶ συμπυκνώνει ἐπιγραμματικὰ τὸ σύνολο τῶν ἐπιχειρημάτων ποὺ κατὰ καιροὺς ἔχουν διατυπωθεῖ καὶ ἑπομένως παρέχει συγκεκριμένη βάση γιὰ τὴ συζήτησή του. Καὶ γιὰ ἕνα ἄλλο λόγο, πιὸ σημαντικό: διότι ἀποτελεῖ θέση, πολιτικὴ θέση ἐννοῶ, τῶν τριῶν συνδικαλιστικῶν ὁργανώσεων ποὺ τὰ μέλη τους (καθηγητὲς μέσης ἐκπαιδεύσεως, δάσκαλοι δημοσίων καὶ ἰδιωτικῶν, νηπιαγωγοί, κ.λπ.), μαθαίνουν γράμματα στὰ παιδιὰ — καὶ πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα γραφὴ καὶ ἀνάγνωση. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἄποψη τῶν λειτουργῶν τῆς ἐκπαίδευσης βασίζεται σὲ μιὰ ἀντικειμενικὴ ἁρμοδιότητα ἕχει πολὺ μεγαλύτερη σημασία ἀπὸ τὶς γνῶμες ἐπιστημόνων ποὺ ἐκφράστηκαν ὑπὲρ τοῦ μονοτονισμοῦ.1 (ἱστορικῶν, φιλολόγων, ψυχολόγων κ.λπ.) καὶ μετράει περισσότερο, ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἡμερήσιες ἐφημερίδες.
Δικαίωμα τῆς ἰδιωτικῆς πρωτοβουλίαςκρινόμενο πάντως τυπικὸ δικαίωμαεἶναι νὰ μὴ χρησιμοποιεῖ τὴν δασεία τὴν περισπωμένη, νὰ ἐφαρμόζει ὅποια ὁρθογραφία θεωρεῖ σωστή, νὰ ἀδιαφορεῖ ἀκόμα καὶ γιὰ τὰ ὀρθογραφικὰ λάθη. Καὶ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἄποψη εἶναι δικαίωμα τῶν ἐφημερίδων ὁποιουδήποτε ἄλλου νὰ ἐφαρμόζει ὅποιο σύστημα τονισμοῦ ἐπιλέγει, νὰ τὸ βαφτίζει «μονοτονικό» καὶ νὰ τὸ παρουσιάζει σὰν «ἐθνικὴ ἀναγκαιότητα». Στὴ περίπτωση ὅμως τῶν τριῶν συνδικαλιστικῶν ὀργανώσεων τὸ θέμα δὲν μπορεῖ νὰ τεθεῖ μὲ ὅρους δικαιώματος. Γιατὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἄσκηση τοῦ δικαιώματος, τὴν κατηγορηματικὴ ἀπόφανση ἢ τὴν τελειωμένη ἀπόφαση, ὅλοι θὰ εἴχαμε τὴν ἀξίωση ἀπὸ τὶς δημοκρατικὲς - συνδικαλιστικὲς ὀργανώοσεις ζητήματα ποὺ δὲν ἀφοροῦν μόνο τὰ μέλη τους καὶ δὲν ἀναφέρονται στὶς ἐπαγγελματικές τους διεκδικήσεις νὰ μὴν ἀντιμετωπίζονται μὲ συνδικαλιστικὲς διαδικασίες καὶ νὰ μὴ «λύονται» διὰ ἀνατάσεως τῆς χειρός. Διότι ἡ ὀρθογραφία καὶ ἡ γραφὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀφορᾶ ὅλους τοὺς Ἕλληνες, παιδιὰ καὶ μεγάλους, μορφωμένους καὶ ἀμόρφωτους, δεξιοὺς καὶ ἀριστερούς, σημερινοὺς καὶ αὐριανούς, γιατὶ ὅλοι γράφουμε καὶ διαβαζουμε λίγο ἢ πολὺ καί, ἴσως, οἱ ἐπερχόμενοι περισσότερο ἀπὸ μᾶς. Θὰ περιμέναμε, λοιπόν, πρὶν ἀπαγγελθοῦν οἱ θέσεις καὶ οἱ ἀπαιτήσεις, πρὶν νὰ ὑπάρξουν οἱ ἀποφάσεις τῶν φορέων (ποῦ, κι αὐτὸ ἔχει σημασία, ἀποτελοῦν δημόσιους θεσμοὺς) νὰ προηγηθεῖ ἡ πλατιὰ συζήτηση, ἡ πρόσκληση καὶ ἡ πρόκληση γιὰ τὴν ἕρευνα τοῦ θέματος, θὰ περιμέναμε, λοιπόν, τὸ ἐρώτημα πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπάντηση. Κάποιοι γενικότεροι λόγοι ποὺ ἕχουν νὰ κάνουν μὲ τὸ περιεχόμενο τῶν δημοκρατικῶν μας φρονημάτων καὶ τὴ δημοκρατική μας διαπαιδαγώγηση — ποὺ δὲν εἶναι ἀπὸ τὰ μικρότερα καθήκοντα τῶν ἐκπαιδευτικῶν —, κάποιοι λόγοι σήμερα, εἰδικὰ σήμερα, στὸ κλίμα τοῦ γενικοῦ κυβερνητικοῦ αὐταρχισμοῦ, έπιβάλλουν νὰ ἀρνηθοῦμε κατηγορηματικὰ τὰ τετελεσμένα γεγονότα, νὰ ἀρνηθοῦμε τὶς πραγματικότητες ποὺ διαμορφώνονται χάρη στὴ διαδικασία τῶν τετελεσμένων γεγονότων, νὰ ἀρνηθοῦμε τὸν ἑτεροκαθορισμὸ τῶν ἀνθρώπων.

Πέμπτη, Μαρτίου 17, 2016

Δημήτρης Κανελλόπουλος Ὁ Alexandru Vlad μᾶς ἀποχαιρετᾶ μὲ στίχους

Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ὁ  Alexandru Vlad μᾶς ἀποχαιρετᾶ μὲ στίχους

Μετάφραση ἀπό τὴν Ρουμανική: Δημήτρης Κανελλόπουλος

Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο, τεῦχος 15, Καλοκαίρι 2015
 

Συχνά, ἀκόμη κι ὅταν μιλοῦμε γιὰ ἕναν δικό μας ἄνθρωπο, ὑπάρχει περίπτωση νὰ μὴν εἴμαστε πληροφορημένοι καλὰ γιὰ ὅλες τὶς δραστηριότητές του. Αὐτὸ μοῦ συνέβη στὴν περίπτωση τοῦ ἀγαπημένου μου φίλου Alexandru (Sandu) Vlad! Γνώριζα ὅτι εἶναι ἕνας παθιασμένος πεζογράφος. Ἀφιερωμένος στὸ διήγημα, τὸ ὁποῖο δὲν πρόδωσε ποτέ. Ἀγνοοῦσα ὅμως τὸ γεγονὸς ὅτι γράφει καὶ ποιήματα.
Ὅταν τὴν Κυριακὴ 15 Μαρτίου 2015, πρωί-πρωὶ ἔλαβα ἕνα mail ποὺ μοῦ ἔφερνε τὸ ἄσχημο νέο, σοκαρισμένος, ἂν καὶ δὲν ὑπῆρχε περίπτωση νὰ μοῦ κάνει φάρσα ὁ καλὸς φίλος ποὺ μὲ ἐνημέρωσε, ἄρχισα νὰ ψάχνω στὸ Διαδίκτυο γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσω τὴν πληροφορία.
Ἡ εἴδηση βρισκόταν ἤδη σὲ πολλὰ sites ἐφημερίδων: Ἔσβησε ὁ Alexandru Vlad… Δὲν ἤθελα νὰ τὸ πιστέψω καὶ συνέχιζα ἐν πλήρει συγχύσει νὰ ψάχνω… Αἴφνης, τὸ περιοδικὸ Vatra, τοῦ ὁποίου ὁ Al. V. ὑπῆρξε ἐπὶ χρόνια βασικὸς συνεργάτης καὶ τὸ ὁποῖο ἐκδίδεται στὸν γειτονικὸ νομὸ πρὸς τὸ Cluj, στὸ Targu Mures, ἀντὶ μνημοσύνου, δημοσίευε κατ’ ἀποκλειστικότητα καὶ γιὰ πρώτη φορὰ 15 ποιήματα ποὺ εἶχε στείλει ὁ Sandu, λίγες μέρες πρὶν τὴν ἀναπάντεχη ἀναχώρησή του. Ἤξερα, ὅπως προεῖπα, ὅτι ὁ Sandu εἶναι ὁ μαὶτρ τοῦ σύγχρονου ρουμανικοῦ διηγήματος, ὁ πεζογράφος μὲ τὴν διεισδυτικὴ καὶ καίρια ματιὰ κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῶν πραγμάτων. Ποτὲ δὲν μοῦ ἀνέφερε αὐτήν του τὴν ἰδιότητα!
Διαβάζοντάς τα συγκινήθηκα πολύ. Θέλησα νὰ οὐρλιάξω γιὰ τὴν ἀδικία νὰ φύγει ὁ Sandu κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ἀναπάντεχα καὶ τόσο ξαφνικά. Αἰσθάνθηκα σὰν νὰ τὸν ἔβλεπα μπροστά μου. Αὐτὸν τὸν τρυφερὸ φίλο, τὸν ἀδελφό, τὸν ἐπίμονο ἐχθρό του ὁλοκληρωτισμοῦ, τὸν ἀσυμβίβαστο ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἐπεδίωξε ποτὲ νὰ προσεγγίσει καμιὰ ἐξουσία… Αὐτὸν τὸν εὐαίσθητο παρατηρητὴ τῶν ἀνεπαίσθητων καταστάσεων τοῦ «ἁπλοῦ» καὶ τοῦ «καθημερινοῦ». Τὸν θαμώνα τῆς Arizona, τὸν ὀργισμένο ροκὰ τῶν Βαλκανίων, τὸν μοναχικὸ καουμπόυ τῆς Τρανσυλβανίας καὶ τῆς ἀγαπημένης πόλης τοῦ Cluj.
Τὰ μετέφρασα καὶ τὰ 15. Λόγῳ μιᾶς ἐσωτερικῆς ἀνάγκης. Νὰ γνωρίσει τὸ ἑλληνικὸ κοινὸ αὐτὸν τὸν εὐαίσθητο ἄνθρωπο. Τὸν κοσμοπολίτη καὶ ταυτόχρονα «ἀναχωρητή». Τὸν μοναχικὸ περιπατητὴ τῶν Munţi Apuşeni. Τὸν φίλο τοῦ ποιητῆ Teofil Rachiteanu, στὴν καλύβα τοῦ ὁποίου εὕρισκε καταφύγιο… Τὸν ἐξερευνητὴ τῶν βουνῶν καὶ τῶν μακρινῶν τόπων… Τὸν λάτρη τῶν Muntele Vladeasa, ὅπου ἐπισκεπτόταν τὸ μετεωρολογικὸ ἀστεροσκοπεῖο, ἢ τὸν μοναδικὸ ἐραστὴ τῆς Κοιλάδας  Miresei, τῶν Σπηλαίων τῆς (Peștera) Scărișoara τῆς Râpa Galbenă
Τὸν ἀκριβό μου φίλο, Alexandru (Sandu) Vlad…                       

Καλὸ δρόμο φίλε…


Alexandru Vlad
Ποίημα

καὶ τὴν εἶδα. ἡ μέρα στὸ μεγάλο φῶς της,
πάνω στὸ κάρο της τὸ ὁποῖο σέρνει ὁ κάπρος ἐκείνη ποὺ ἐρχόταν ἀπ’ τὸ δάσος
κι ἔκανε τόσο δρόμο, γιὰ νὰ τὴν ἀκούσω, μέσα σ’ ἕναν θόρυβο ἀπόκοσμο. τὸ μαλλὶ μαῦρο κομμένο κοντὸ
καὶ μάτια φωτεινά, τὰ πόδια γυμνὰ πονοῦν στὸν ἄνεμο βαδίζοντας. λευκὰ καὶ δυνατά,
τὸ φόρεμα ἀνεμίζοντας λεπτὸ καὶ μαῦρο, τὰ στήθη στητά,
μπλούζα στὸ χρῶμα τοῦ σταριοῦ, λαιμὸς σηκωμένος μὲ περηφάνια. Πλάι της ἐκεῖνο  τὸ παιδὶ
ποὺ κρατοῦσε τὰ γκέμια, ξανθὸ καὶ σβησμένο, σχεδὸν ὠχρό,
συρρικνωμένο μές στὸν δρόμο τὸν ὁποῖο τὸ κάρο περίπου εἶχε χαθεῖ.
σηκώθηκα νὰ δῶ καλύτερα καὶ ἔνιωσα πὼς ὅλα τα κύτταρα τοῦ σώματός μου
ἄλλαζαν ἐπὶ τόπου, ἀνανεώνονταν, σὰν σὲ μετάγγιση μαγνητικὴ. Μοῦ ἔριξε μιὰ ματιά,
κοντὰ στὴ διασταύρωση, κι ἔτσι ἐκείνη τὴ στιγμὴ
εἶμαι σίγουρος ὅτι μὲ ἀναγνώρισε. τί ἔκπληξη:
πῶς μπορεῖ νὰ ἀναγνωρίσεις κάποιον ποὺ δὲν ἔχεις δεῖ ποτέ. τὴν σπίθα ποὺ ἐνεργοποιεῖται κάθε φορὰ ἤθελα νὰ δῶ.
καὶ εἶδα ἔκπληκτος ὅτι ἕνα παράξενο ζευγάρι, ξαφνικὰ μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου,
ἀναχωροῦσε, καὶ ξαφνικὰ φάνηκε ἡ γῆ ὅλο καὶ πιὸ πολὺ νὰ περιστρέφεται μαζί μου.
Ἄρχισα τοὺς ὑπολογισμούς. Ναί, ἂν μετὰ τὸ θάνατό της
ξαναγεννιόταν μιὰ φορά, ἔπρεπε νὰ ἔχει τώρα τὴν ἴδια ἡλικία. Πῶς ἀλλιῶς;
Πῶς ἀλλιῶς νὰ ἐξηγήσει κανεὶς τὰ ἀνεξήγητα;
αὐτὸ διήρκεσε ἀρκετὰ δευτερόλεπτα καὶ ἡ γῆ ἀρνήθηκε νὰ ἐπαναλάβει
τὴν περιστροφική της κίνηση, ἐκείνη ποὺ μᾶς δίνει τὴν αἴσθηση τῆς ἰσορροπίας.
ὁ Θεὸς δὲν ἀστειεύεται. αὐτὸς εἶναι ὁ τόπος, ποὺ ἀπὸ χρόνια προσμένω,
ἐπιδιορθώνοντας ἀδέξια τὰ ἀντικείμενα ποὺ φτάνουν στὰ χέρια μου. μὲ πλημμυρίζει μιὰ θερμότητα.
καὶ σιγὰ-σιγὰ παρεισφρύει  στὴν ψυχή μου ἡ συντριπτικὴ αἴσθηση
ὅτι ὅλη μου ἡ ζωή, ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα, μὲ ὅλα τα ἐπιτεύγματά της,
μὲ τὶς πολλὲς βεβαιότητες, τὴν οἰκογένεια, τὰ παιδιὰ γιὰ τὰ ὁποῖα εἶμαι τόσο συχνὰ ὑπερήφανος,
οἱ ἔξοδοι στὸν κόσμο, κάποιες βραδιὲς ἐπιβεβαιώσεων
ἡ ἀναγνώριση κάποιων ἀκαδημαϊκῶν προσόντων,
τὸ σπίτι στὸ ὁποῖο ἤλπιζα νὰ βρῶ τὴν ἡσυχία μου, ὅλα μὰ ὅλα, στὴν ἀλληλουχία τους,
δὲν εἶναι τίποτα, παρὰ μονάχα μιὰ ζωὴ ἀπὸ δεύτερο χέρι.
ποὺ ἴσως καὶ νὰ μοῦ τὴν ἁρπάξει  μ’ ἕνα νεῦμα ἀδιόρατο τὸ φῶς πίσω ἀπ’ τὰ κρυμμένα πράγματα.