Σάββατο, Σεπτεμβρίου 17, 2016

H.P. Lovecraft Οἱ γάτες τoῦ Οὔλθαρ


H.P. Lovecraft
Οἱ γάτες τoῦ Οὔλθαρ
Mετάφραση ἀπὸ τὴν ἀγγλική: Βασιλικὴ Κανελλοπούλου
ΟΡΟΠΕΔΙΟ, ΤΕΥΧΟΣ 17ο, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2016

Λέγεται ὅτι στὸ Οὔλθαρ, ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὸν ποταμὸ Σκάι, κανεὶς δὲν δικαιοῦται νὰ σκοτώσει γάτα. Κι αὐτὸ μπορῶ ἀλήθεια νὰ τὸ πιστέψω βλέποντάς την νὰ κάθεται γουργουρίζοντας πλάι στὴ φωτιά. Διότι ἡ γάτα εἶναι ἀπόκρυφη καὶ κοντὰ σὲ παράξενα πράματα, τὰ ὁποῖα οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦν νὰ ἀντιληφθοῦν. Εἶναι ἡ ψυχὴ τῆς Ἀρχαίας Αἰγύπτου καὶ κουβαλᾶ παραμύθια ἀπὸ τὶς ξεχασμένες πόλεις τῆς Μερόε καὶ Ὀφίρ. Συγγενεύει μὲ τοὺς ἀφεντάδες τῆς ζούγκλας καὶ εἶναι κληρονόμος τῶν μυστικῶν τῆς παλαιᾶς καὶ καταχθόνιας Ἀφρικῆς. Ἡ Σφίγγα εἶναι ἐξαδέλφη της καὶ μιλᾶ τὴ γλώσσα της. Κι ὅμως, εἶναι ἀρχαιότερη ἀπὸ τὴ Σφίγγα καὶ θυμᾶται ὅσα αὐτὴ ἔχει ξεχάσει.
Στὸ Οὔλθαρ, πρὶν ἀκόμα οἱ κυβερνῶντες ἀπαγορεύσουν τὴ θανάτωση τῶν γατῶν, κατοικοῦσαν ἐκεῖ ἕνας γέρος χωρικὸς μὲ τὴ γυναίκα του, στοὺς ὁποίους ἄρεσε νὰ παγιδεύουν καὶ νὰ σκοτώνουν τὶς γάτες τῶν γειτόνων τους. Γιὰ ποιό λόγο τὸ ἔκαναν αὐτό, δὲν μπορῶ νὰ τὸ ξέρω. Ἐκτὸς ἀπ’ τὸ ὅτι πολλοὶ μισοῦσαν τὸ νιαούρισμα τῆς γάτας μέσα στὴ νύχτα κι ἐνοχλοῦνταν ἀπὸ τὸ μπερμπάντικο τρέξιμό της γύρω ἀπὸ τὶς αὐλὲς καὶ τοὺς κήπους μέσα στὸ σύθαμπο. Ὁποιοσδήποτε ὅμως κι ἂν ἦταν ὁ λόγος, ὁ γέρος ἄντρας καὶ ἡ γυναίκα του ἔνιωθαν μεγάλη ἱκανοποίηση νὰ παγιδεύουν καὶ νὰ σκοτώνουν ὅλες τὶς γάτες ποὺ τύχαινε νὰ βρίσκονται κοντὰ στὸ χαμόσπιτό τους. Καὶ ἀπὸ κάποιους ἤχους ποὺ ἀκούγονταν σὰν ἔπεφτε τὸ σκοτάδι, ἀρκετοὶ χωρικοὶ φαντάζονταν ὅτι οἱ τρόποι θανάτωσης ἦταν τρομερὰ καὶ ἀσυνήθιστα φρικιαστικοί. Παρ’ ὅλα αὐτὰ οἱ χωρικοὶ δὲν συζητοῦσαν τέτοια πράγματα μὲ τὸν γέρο καὶ τὴ γυναίκα του ἐξ αἰτίας τῆς συνήθους ἔκφρασης τῶν ρυτιδιασμένων μορφῶν τους κι ἐπειδὴ τὸ χαμόσπιτό τους ἦταν τόσο μικρὸ καὶ κρυμμένο στὰ σκοτεινά, κάτω ἀπὸ τὶς δρύες ποὺ ἁπλώνονταν, στὸ πίσω μέρος μιᾶς ἔρημης αὐλῆς. Στὴν πραγματικότητα, ὅσο κι ἂν οἱ ἰδιοκτῆτες τῶν γατῶν μισοῦσαν τοὺς ἀλλόκοτους αὐτοὺς γέρους, ὁ φόβος τους ἦταν μεγαλύτερος καὶ δὲν τοὺς ἐπιτιμοῦσαν ὡς κτηνώδεις δολοφόνους παρὰ μονάχα φρόντιζαν ἔτσι ὥστε κανένα  ἀπὸ τὰ ἀξιαγάπητά τους κατοικίδια ἀκόμη καὶ οἱ ἁπλοὶ ποντικοθήρες νὰ μὴν περιπλανῶνται σιμὰ σ’ αὐτὸ τὸ ἀπομακρυσμένο χαμόσπιτο, κάτω ἀπὸ τὰ σκιερὰ δέντρα. Ὅταν, ἀπὸ κάποια ἀναπόφευκτη ἀβλεψία, ἐξαφανιζόταν κάποια γάτα κι ἀκούγονταν τὰ οὐρλιαχτά της σὰν ἔπεφτε τὸ σκοτάδι, ὁ ἰδιοκτήτης της θρηνοῦσε ἀνήμπορος καὶ παρηγοροῦσε τὸν ἑαυτό του εὐχαριστώντας τὴν Μοίρα γιατί δὲν ἦταν κάποιο ἀπὸ τὰ παιδιά του ποὺ βασανίστηκε κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Γιατί οἱ κάτοικοι τοῦ Οὔλθαρ ἦταν ἁπλοϊκοὶ καὶ δὲν γνώριζαν ἀπὸ ποῦ πρωτοῆρθαν οἱ γάτες.
Μία μέρα, ἕνα καραβάνι μὲ ἀσυνήθιστους περιπλανώμενους ἀπ’ τὸ Νότο, εἰσῆλθε στὰ στενὰ λιθόστρωτα δρομάκια τοῦ Οὔλθαρ. Ἦταν μελαμψοὶ πλανόδιοι  καὶ ὄχι, δὲν ἔμοιαζαν μὲ τοὺς ὑπόλοιπους νομάδες ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ τὸ χωριὸ δυὸ φορὲς τὸ χρόνο. Στὴν ἀγορὰ ἔλεγαν τὴ μοίρα τῶν ἀνθρώπων μὲ ἀντάλλαγμα ἀσήμι κι ἀγόραζαν λαμπερὲς χάντρες ἀπ’ τοὺς ἐμπόρους. Ποιὰ ἦταν ἡ πατρίδα αὐτῶν τῶν περιπλανώμενων κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ γνωρίζει. Ἦταν ὅμως φανερὸ ὅτι ἦταν ἀφιερωμένοι σὲ περίεργες λατρεῖες καὶ εἶχαν ζωγραφίσει στὰ πλαϊνὰ τῶν ἁμαξῶν τους διάφορες ζωγραφιὲς μὲ ἀνθρώπινα σώματα καθὼς καὶ κεφάλια γατιῶν, γερακιῶν, κριαριῶν καὶ λιονταριῶν. Καὶ ὁ ἀρχηγὸς τοῦ καραβανιοῦ φοροῦσε ἕναν κεφαλόδεσμο μὲ δυὸ κέρατα κι ἕναν ἰδιόμορφο δίσκο ἀνάμεσα σ’ αὐτά.
Στὸ ἀσυνήθιστο αὐτὸ καραβάνι ὑπῆρχε ἕνα μικρό, ὀρφανὸ ἀπὸ γονεῖς ἀγόρι, ποὺ εἶχε μόνο ἕνα μικρὸ μαῦρο γατί, τὸ ὁποῖο καὶ λάτρευε. Ἡ πανώλη δὲν εἶχε φερθεῖ εὐγενικὰ στὸ παιδί, τοῦ εἶχε ἀφήσει ὅμως αὐτὸ τὸ μικρὸ μαλλιαρὸ πλασματάκι γιὰ ν’ ἁπαλύνει τὸν πόνο του. Κι ὅταν κάποιος εἶναι πολὺ νέος, βρίσκει εὔκολα μεγάλη ἀνακούφιση στὰ ζωηρὰ παιχνιδίσματα ἑνὸς μαύρου γατιοῦ. Ἔτσι τὸ ἀγόρι, τὸ ὁποῖο οἱ μελαμψοὶ ἄνθρωποι φώναζαν Μένες, χαμογελοῦσε περισσότερο παρὰ ἔκλαιγε ἔτσι ὅπως καθόταν κι ἔπαιζε μ’ αὐτὸ τὸ χαριτωμένο γατάκι στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παράξενα ζωγραφισμένου κάρου.
Τὴν τρίτη μέρα τῆς παραμονῆς τῶν περιπλανώμενων στὸ Οὔλθαρ, ὁ Μένες ἀδυνατοῦσε νὰ βρεῖ τὸ γατί του καὶ καθὼς ἔκλαιγε στὴν ἀγορὰ μὲ γοεροὺς λυγμούς, κάποιοι χωρικοὶ τὸν πληροφόρησαν γιὰ τὸν γέρο ἄντρα καὶ τὴ γυναίκα του καὶ γιὰ τὰ οὐρλιαχτὰ ποὺ ἀκούγονταν τὶς νύχτες. Ὅταν τὰ ἄκουσε ὅλα αὐτά, οἱ λυγμοί του μετατράπηκαν σὲ βαθιὲς σκέψεις καὶ τελικὰ σὲ προσευχές. Ἄνοιξε διάπλατα τὰ χέρια του πρὸς τὸν ἥλιο καὶ προσευχήθηκε σὲ μιὰ γλώσσα τὴν ὁποία οἱ χωρικοὶ δὲν καταλάβαιναν. Ἂν καὶ στὴν πραγματικότητα, οἱ χωρικοὶ δὲν προσπάθησαν καὶ πολὺ ἐπίμονα νὰ καταλάβουν, διότι ἡ προσοχή τους ἦταν στραμμένη κυρίως ψηλὰ στὸν οὐρανὸ καὶ στὰ περίεργα σχήματα ποὺ ἔπαιρναν τὰ σύννεφα. Ἦταν τρομερὰ περίεργο, ἀλλὰ ὅσο τὸ ἀγόρι ἐκστόμιζε τὶς παρακλήσεις του, ἔμοιαζε, ψηλὰ στὸ σκιερὸ τοπίο, νὰ σχημτίζονται νεφελώδεις μορφὲς ἐξωτικῶν πραγμάτων, ὑβριδικῶν πλασμάτων στεφανωμένων μὲ δίσκους ἀνάμεσα σὲ κέρατα. Ἡ φύση εἶναι γεμάτη ἀπὸ τέτοιες αὐταπάτες γιὰ νὰ ἐντυπωσιάζει τὴν ἀνθρώπινη φαντασία.
Τὸ ἴδιο βράδυ οἱ περιπλανώμενοι ἄφησαν τὸ Οὔλθαρ καὶ δὲν ξαναφάνηκαν ἐκεῖ ποτέ. Οἱ νοικοκυραῖοι ἦταν προβληματισμένοι γιατὶ παρατήρησαν ὅτι σὲ ὅλο τὸ χωριὸ δὲν ὑπῆρχε οὔτε μία γάτα. Ἀπὸ κάθε σπίτι οἱ γνώριμες γάτες εἶχαν ἐξαφανιστεῖ. Γάτες μικρὲς καὶ μεγάλες, μαῦρες, γκρί, ριγέ, κίτρινες κι ἄσπρες. Ὁ γερο-Κράνον, ὁ δήμαρχος, ἔπαιρνε ὅρκο ὅτι οἱ μελαμψοὶ ἄνθρωποι ἅρπαξαν τὶς γάτες γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν τὴ δολοφονία τοῦ γατιοῦ τοῦ Μένες καὶ καταράστηκε τὸ καραβάνι καὶ τὸ μικρὸ ἀγόρι. Ἀλλὰ ὁ Νίθ, ὁ ξερακιανὸς συμβολαιογράφος, ἀντέτεινε ὅτι ὁ γερο-ἀγρότης καὶ ἡ γυναίκα του ἦταν τὰ πιὸ πιθανὰ ἄτομα ποὺ ἔπρεπε νὰ ὑποπτευθοῦν, γιατί τὸ μίσος τους γιὰ τὶς γάτες ἦταν γνωστὸ κι ἐντόνως φανερό. Παρ’ ὅλα αὐτὰ κανένας δὲν τόλμησε νὰ παραπονεθεῖ στὸ διαβολικὸ ζευγάρι, ἀκόμα κι ὅταν ὁ μικρὸς Ἀτάλ, ὁ γιὸς τοῦ πανδοχέα, ὁρκίστηκε ὅτι εἶχε δεῖ τὴν χαραυγὴ ὅλες τὶς γάτες τοῦ Οὔλθαρ σὲ αὐτὴ τὴν καταραμένη αὐλὴ κάτω ἀπὸ τὰ δέντρα, νὰ βηματίζουν πολὺ ἀργὰ καὶ σεμνὰ κάνοντας ἕναν κύκλο γύρω ἀπὸ τὸ χαμόσπιτο, σὲ δυὸ σειρές, σάμπως σὲ παράσταση κάποιας ἄγνωστης ἱεροτελεστίας ζώων. Οἱ χωρικοὶ δὲν ἤξεραν τί ἔπρεπε νὰ πιστέψουν ἀπὸ ἕνα τόσο μικρὸ ἀγόρι. καὶ παρ’ ὅλο ποὺ φοβοῦνταν ὅτι τὸ διαβολικὸ ζευγάρι εἶχε κάνει μάγια στὶς γάτες γιὰ νὰ τὶς σκοτώσει, προτιμοῦσαν νὰ μὴ διαπληκτιστοῦν μὲ τὸν γέρο-ἀγρότη ἕως ὅτου τὸν συναντήσουν ἔξω ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ καὶ ἀποκρουστικὴ αὐλή του.
Ἔτσι, τὸ Οὔλθαρ πῆγε γιὰ ὕπνο μὲ μιὰ κάπως ὑποβόσκουσα ὀργή. Καὶ ὅταν οἱ ἄνθρωποι ξύπνησαν μὲ τὸν ἐρχομὸ τῆς αὐγῆς διαπίστωσαν ὅτι ὅλες οἱ γάτες ἦταν πίσω στὶς ἑστίες τους! Μεγάλες καὶ μικρές, μαῦρες, γκρίζες, ριγέ, κίτρινες καὶ ἄσπρες, καμία δὲν ἔλειπε! Ἐμφανίστηκαν πολὺ λαμπερὲς καὶ παχουλὲς βγάζοντας ἠχηρὰ γουργουρίσματα εὐχαρίστησης. Οἱ κάτοικοι συζητοῦσαν μεταξύ τους γιὰ τὴν ὑπόθεση αὐτὴ μὲ μεγάλο θαυμασμό. Ὁ γερο-Κράνον ἐπέμενε καὶ πάλι πὼς ἦταν ἡ μελαμψὴ φυλὴ ποὺ τὶς εἶχε πάρει, ἐφόσον οἱ γάτες ποτὲ δὲν γυρνοῦσαν ζωντανὲς ἀπὸ τὸ χαμόσπιτο τοῦ ἡλικιωμένου ζευγαριοῦ. Ἀλλὰ ὅλοι συμφωνοῦσαν σ’ ἕνα πράγμα καὶ αὐτὸ ἦταν πὼς ἡ ἄρνηση ὅλων τῶν γατῶν νὰ φᾶνε τὶς μερίδες κρέατος ἢ νὰ πιοῦν τὰ φλιτζάνια μὲ τὸ γάλα τους ἦταν ὑπερβολικὰ περίεργη. Καὶ γιὰ δυὸ ὁλόκληρες μέρες οἱ λαμπερές, βαριεστημένες γάτες τοῦ Οὔλθαρ δὲν ἀκουμποῦσαν τροφή, παρὰ μόνο μισοκοιμοῦνταν πλάι στὴ φωτιὰ ἢ στὸν ἥλιο.
Μία ὁλόκληρη βδομάδα εἶχε περάσει, πρὶν οἱ χωρικοὶ παρατηρήσουν ὅτι δὲν ἐμφανιζόταν κανένα φῶς τὸ σούρουπο στὰ παράθυρα τῆς καλύβας κάτω ἀπ’ τὰ δέντρα. Τότε ὁ λιπόσαρκος Νὶθ παρατήρησε πὼς κανεὶς δὲν εἶχε δεῖ τὸν γέρο ἄντρα ἢ τὴ γυναίκα του ἀπὸ ἐκείνη τὴ νύχτα ποὺ οἱ γάτες ἐξαφανίστηκαν. Μιὰ ἑβδομάδα ἀργότερα, ὁ δήμαρχος ἀποφάσισε νὰ νικήσει τοὺς φόβους του καὶ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ περιέργως βουβὸ χαμόσπιτο, θεωρώντας το καθῆκον του, μολονότι κατὰ κάποιον τρόπο ἦταν προσεκτικός, παίρνοντας μαζί του τὸν Σὰνκ τὸν σιδερὰ καὶ τὸν Θοὺλ τὸν ξυλοκόπο, ὡς μάρτυρες. Καὶ ὅταν γκρέμισαν τὴν ἀδύναμη πόρτα, βρέθηκαν μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ θέαμα: δυὸ ὁλοκάθαροι ξεκοκαλισμένοι ἀνθρώπινοι σκελετοὶ καταγῆς στὸ πάτωμα καὶ μερικὰ παράξενα εἴδη σκαθαριῶν νὰ ἕρπουν στὶς σκιερὲς γωνιές.
Ἀκολούθως, πολλὰ λέγονταν μεταξὺ τῶν πολιτῶν τοῦ Οὔλθαρ. Ὁ Ζάθ, ὁ ἰατροδικαστής, φιλονικοῦσε διαρκῶς μὲ τὸν Νίθ, τὸν λιπόσαρκο συμβολαιογράφο, ἐνῶ ὅλοι βομβάρδιζαν μὲ ἐρωτήματα τὸν Κράνον, τὸν Σὰνκ καὶ τὸν Θούλ. Ἀκόμη ἐπέμεναν νὰ ἐρωτοῦν τὸν μικρὸ Ἀτάλ, τὸν γιὸ τοῦ ξενοδόχου, δίνοντάς του γλυκίσματα γιὰ νὰ τὸν καλοπιάσουν. Συζητοῦσαν γιὰ τὸν γέρο ἀγρότη καὶ τὴ γυναίκα του, γιὰ τὸ καραβάνι καὶ τοὺς μελαμψοὺς πλανόδιους, γιὰ τὸν μικρὸ Μένες καὶ τὸ μαῦρο γατάκι του, γιὰ τὶς προσευχές του καὶ τὸν οὐρανὸ κατὰ τὴ διάρκειά τους, γιὰ τὸ τί ἔκαναν οἱ γάτες ἐκείνη τὴ νύχτα ποὺ τὸ καραβάνι ἀναχώρησε καὶ γιὰ τὸ τί βρέθηκε ἀργότερα στὸ χαμόσπιτο, κάτω ἀπ’ τὰ σκιερὰ δέντρα καὶ τὴν ἀποκρουστικὴ αὐλή.
Τελικὰ οἱ πολίτες ψήφισαν τὸν ἀξιοσημείωτο νόμο, γιὰ τὸν ὁποῖο μιλοῦν οἱ ἔμποροι στὴ Χάθεγκ καὶ ὁ ὁποῖος γίνεται ἀντικείμενο συζήτησης ἀπ’ τοὺς ταξιδιῶτες τῆς Νίρ. Συγκεκριμένα, ὅτι στὸ Οὔλθαρ κανεὶς ἄνθρωπος δὲν ἐπιτρέπεται νὰ θανατώσει γάτα.

P.H Lovecraft γεννήθηκε τὸ 1890 στὸ Πρόβιντενς τοῦ Rhode Island τῶν Ἠνωμένων Πολιτειῶν καὶ ἀπεβίωσε στην πατρίδα του τὸ 1937, μόλις 47 ἐτῶν. Εἶναι ἕνας ἀπ’ τοὺς σημαντικότερους λογοτέχνες τοῦ 20ου αἰῶνα στὸν χῶρο τῆς λογοτεχνίας τοῦ τρόμου καὶ τῆς ἐπιστημονικῆς φαντασίας, συνεχίζοντας καὶ ἐξελίσσοντας τὸ ἔργο τῶν προγενεστέρων Poe, Stoker, Shelley, σπουδαίων τοῦ εἴδους κατὰ τὸν 19ο αἰώνα. Τὸ ἔργο του διακρίνεται γιὰ τὴ γλαφυρή του γλῶσσα, μὲ τις περιγραφές του νὰ ἀφήνουν μοναδικὸ στίγμα στὴν παγκόσμια λογοτεχνία. Χρησιμοποίησε τὶς λέξεις μὲ μαεστρία, συνθέτοντας ἐξαίρετα κείμενα. Ἂν καὶ ἄφησε πίσω του ἀριστουργήματα, ὁ ἴδιος πέθανε ἐξαθλιωμένος ἀπ’ τὴ φτώχεια καθὼς τὸ ἔργο του γνώρισε τὴν ἀπήχηση τοῦ κοινοῦ μετὰ τὸν θάνατό του. Τὸ ἔργο του ἀποτελεῖται ἀπὸ ποικίλη γκάμα εἰδῶν –ἀπὸ μυθοπλαστικὰ διηγήματα, μυθιστορήματα καὶ νουβέλες ἕως ποίηση καὶ φιλοσοφικὰ ἢ ἐπιστημονικὰ κείμενα. Τὰ δημοφιλέστερα ὅμως ἀπὸ αὐτὰ εἶναι οἱ νουβέλες τρόμου «Τὸ κάλεσμα τοῦ Κθούλου» ἀπ’ ὅπου πηγάζει καὶ ἡ μυθολογία τοῦ «Κθούλου», «Ὁ Τρόμος τοῦ Ντάνγουιτς», «Ποντίκια μέσα στοὺς Τοίχους» καθὼς καὶ τὰ τρία μυθιστορήματά του «Ἡ Περίπτωση τοῦ Τσάρλς Ντέξτερ Οὐόρτ», «Στα βουνὰ τῆς Τρέλλας» καὶ «Ἡ ὀνειρικὴ ἀναζήτηση τῆς ἄγνωστης Κάνταθ».


Δεν υπάρχουν σχόλια: