Πέμπτη, Αυγούστου 24, 2017

Δημήτρης Κανελλόπουλος O ΠΑΝΑIΤ IΣΤΡΑΤΙ ΚΑI ΤO ΜΑΚΡY ΧΕΡΙ ΤHΣ KGB

Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ὁ Παναῒτ Ἰστράτι καὶ τὸ μακρὺ χέρι τῆς KGB

Εἶναι ἄνοιξη τοῦ 2008 καὶ βρίσκομαι στὸ Βουκουρέστι κυνηγώντας κάποιες χίμαιρες. Διευθυντὴς λέει σ’ ἕνα Ἵδρυμα Ἑλληνικό. Ἀλλοῦ θὰ μιλήσουμε γιαὐτό.
Εἶναι ἄνοιξη. Τὸ θερμόμετρο ἀνεβαίνει στὴ διάρκεια τῆς μέρας, ὁ ἄνεμος πέφτει καὶ ὁ ἱδρώτας κολλάει πάνω στὸ δέρμα. Καὶ ἡ συγκεκριμένη μέρα ἦταν ἰδιαιτέρως κουραστική. Κατὰ τὶς 5 τὸ ἀπόγευμα, βγῆκα στὴν ὁδὸ Pache Protopopescu, καὶ πρὶν γυρίσω στὸ σπίτι παληοῦ μου συμφοιτητῆ ποὺ μὲ φιλοξενοῦσε –ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Kogălniceanu– ψώνισα κάποια μικροπράγματα καὶ τσιγάρα, στὴν μικρὴ bacanie, ἕνα εἶδος βαλκανικοῦ mini market, ποὺ λειτουργοῦσε εἰκοσιτέσσερις ὧρες τὸ εἰκοσιτετράωρο, καὶ ἡ ὁποία βρισκόταν ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Vechiul Obor. Ὁ μπακάλης τὰ τύλιξε σὲ μιὰ παληὰ ἐφημερίδα, τὰ ἔβαλε μετά σὲ μιὰ νάϋλον σακκούλα καὶ μοῦ τὰ παρέδωσε ἀφοῦ εἰσέπραξε τὸ ἀντίτιμό τους. Ἐγώ, πῆρα τὸ τρόλλεϊ τοῦ γυρισμοῦ.
Ἡ κούραση κι ὁ ἱδρώτας μοῦ βάραιναν τὰ πόδια. Παρ’ ὅλα αὐτά, κατέβηκα στὸ κέντρο, στὸ Πανεπιστήμιο, καὶ μπῆκα στὴ Βιβλιοπωλεῖο Eminescu γιὰ νὰ ἀγοράσω ἐφημερίδες καὶ περιοδικά. Μ’ ἔπιασε ἡ ψυχή μου. Τὸ παληό, μεγάλο βιβλιοπωλεῖο, δὲν ὑπῆρχε πιά. Εἶχε τεμαχιστεῖ σὲ πολλὰ μικρομάγαζα καὶ τὸ ὑπόλοιπο, σ’ ἕνα στενάχωρο ρυπαρὸ χαρτοπωλεῖο, τὸ ὁποῖο πουλοῦσε κυρίως φτηνά, κινέζικα προϊόντα. Βγῆκα ἔξω καὶ πῆρα πεζὸς τὴν κατηφόρα γιὰ τὸ σπίτι τοῦ φίλου μου.
Τὸ διαμέρισμα βρισκόταν ἐπὶ τῆς Bulevardul Mihail Kogălniceanu 49, σὲ μιὰ παληὰ πολυκατοικία ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς Νομικῆς Σχολῆς. Στὸ πίσω μέρος, παράλληλη ὁδὸς πρὸς τὴν Cogalniceanu, βρίσκεται ἡ Splajiul Independenţei, ποὺ ἡ ἄνοδος καὶ ἡ κάθοδός της βρίσκονται στὶς ὄχθες τοῦ περίφημου καναλιοῦ, τὸ ὁποῖο ἐμεῖς, στὴ διάρκεια τῶν φοιτητικῶν μας χρόνων, πιστεύαμε πὼς εἶναι ποτάμι καὶ τὸ λέγαμε “τὸ Ποτάμι”. Στὸ βάθος τὸ Παλάτι τοῦ Λαοῦ καὶ λίγο ἀριστερότερα, μόλις ποὺ φαινόταν ἡ μολυβένια, στρογγυλὴ σκεπὴ τοῦ Πατριαρχεῖου Ρουμανίας —σκεπὴ ποὺ παληά, κυριαρχοῦσε πάνω ἀπὸ τὰ μικρὰ διώροφα σπιτάκια τῶν ἀνατολικῶν συνοικιῶν, πρὶν ἀναλάβουν ἔργο οἱ μπουλντόζες τοῦ Τσαουσέσκου, τὴν δεκαετία τοῦ ’80.
Ἡ πολυκατοικία στὴν ὁποία φιλοξενήθηκα, ἦταν χτισμένη μὲ τὸν βαρὺ ρουμανικὸ ρυθμὸ τοῦ 1930, ἂν καὶ παραμελημένη ἔδειχνε τὸ μεγαλεῖο της. Βαρειὲς ξύλινες κουπαστές, μάρμαρα κοκκινωπά, δρύινες ξύλινες πόρτες μὲ σκαλιστὰ σιδερένια ἐλάσματα… Στὴν πρόσοψή της, ὑπῆρχε μιὰ κόκκινη, ὁλοστρόγγυλη πινακίδα ποὺ ἔγραφε: In caz de seisme, pericolul 1! Δηλαδή: Στὴν περίπτωση σεισμοῦ, βαθμὸς ἐπικινδυνότητας 1! Δίπλα ἀκριβῶς, μιὰ μπρούτζινη πλάκα, ὑπενθύμιζε στοὺς περαστικούς ὅτι τὴν δεκαετία τοῦ ’30 σ’ αὐτὴν τὴν πολυκατοικία κατοικοῦσε ὁ Teodor Capidan, θεωρητικός τοῦ “Κουτσοβλαχικοῦ ζητήματος” ….
Στὸ ἰσόγειο, ὑπῆρχε ἕνα μικρὸ café, σὲ στὺλ ἀρντεκό. Τὸ ὄνομά του Danton. Στὰ φοιτητικά μου χρόνια, εἶχα περάσει χιλιάδες φορὲς ἀπὸ μπροστά του. Τότε, ἦταν μία ἀσήμαντη papetarie. Ἕνα μικρὸ χαρτοπωλεῖο, μὲ ἐλάχιστα ἐμπορεύματα. Σήμερα ὁ καπιταλισμός τὸ μετέτρεψε σ’ ἕνα πανέμορφο café, στὸ ὁποῖο συχνάζουν οἱ φοιτητὲς τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ Βουκουρεστίου…

Ἦταν Μάης, ἀπόγευμα. Κατέβαινα πεζός τὴν Λεωφόρο Mihail Kogălniceanu. Χάζευα τὶς βιτρίνες τῶν καταστημάτων, οἱ ὁποῖες καθὼς ἀπομακρυνόμουν ἀπὸ τὸ κέντρο, φτώχαιναν καὶ ἔμοιαζαν ὅλο καὶ περισσότερο μ’  ἐκεῖνες τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος. Ἡ ζέστη ἀνυπόφορη, ὅταν ἀντελήφθην ὅτι ἀστράφτει. Στὴ συνέχεια ἀκολούθησε καὶ τὸ μπουμπουνητό. Εἶχα φτάσει λίγο πιὸ κάτω ἀπὸ τὴν μικρὴ πλατεία, μὲ τὸ βαρὺ ἄγαλμα τοῦ Kogălniceanu. Ἐπιτάχυνα τὸν βηματισμό μου. Πλησίασα τρέχοντας τὴν προαναφερθεῖσα πολυκατοικία, ὅταν μ’ ἔπιασε μιὰ μπόρα, ἀπ’ αὐτὲς τὶς ξαφνικὲς ἀνοιξιάτικες βροχὲς ποὺ ἔρχονται νὰ ἁπαλύνουν το μαρτύριο τῆς ζέστης, ἡ ὁποία ἐπικάθεται στὸ Βουκουρέστι, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀνοιξιάτικης μέρας. Δὲν εἶχα κλειδιὰ νὰ μπῶ στὴν πολυκατοικία, καὶ γιὰ ν’ ἀποφύγω τὴ βροχή, εἰσέβαλα σχεδόν, στὸ μικρὸ café Danton. Ἀνέβηκα στὸ πατάρι. Ἡ κόκκινη μοκέτα καὶ τὰ παληά, αὐθεντικὰ ἔπιπλα δημιουργοῦσαν μία θαυμαστὴ μεσοπολεμικὴ ἀτμόσφαιρα. Κάθισα κοντὰ στὸ παράθυρο καὶ παρήγγειλα ἕναν διπλὸ ἐσπρέσσο βλέποντας ἔξω τὴν πλημμυρισμένη Λεωφόρο καὶ τὸν κῆπο τῆς Νομικῆς.
            Ἄφησα δίπλα μου τὴν νάϋλον τσάντα καὶ μίλησα, γιὰ μία ἀκόμη φορὰ μὲ τὴν Νιόβη καὶ τὸν Ἠλία στὸ τηλέφωνο, ἀπολαμβάνοντας τὸν καφέ μου. Ἐκεῖ, κάποια στιγμή, πῆρα μέσα ἀπὸ  τὴν νάϋλον σακκούλα τὰ τυλιγμένα μικροπράγματα, ἀναζητώντας τὴν ἀπόδειξη γιὰ νὰ κάνω συγκρίσεις μὲ τὶς ἀντίστοιχες τιμὲς τῆς Ἀθήνας. Καθὼς ξετύλιγα τὴν ἐφημερίδα, μὲ τὴν ὁποία ὁ μπακάλης εἶχε τυλίξει τὰ μικροπράγματα, τὸ μάτι μου ἔπεσε στὸν τίτλο ἐνὸς ἄρθρου: Panait Istrati si mina lunga a K.G.B.-ului (Ὁ Παναῒτ Ἰστράτι καὶ τὸ μακρὺ χέρι τῆς KGB). Ἦταν ἕνα φύλλο τῆς Romania Literara. Ξεδίπλωσα τὸ “περιτύλιγμα”, ἀφήνοντας τὰ μικροπράγματα πάνω στὸ τραπέζι, καὶ μὲ ἔκπληξη διαπίστωσα ὅτι ἦταν μία παληὰ ἐφημερίδα τοῦ 2001. Τὸ ἄρθρο περιέγραφε ἕνα κάρφωμα ποὺ ἔκανε ἕνας κομμουνιστὴς λογοτέχνης –πληρο-φοριοδότης– εἰς βάρος τοῦ Panait Istrati. Ὁ ἀρθρογράφος, ἦταν ὁ Emil Iordache, τὸν ὁποῖο ἀγνοοῦσα ὡς κριτικὸ ἢ ἐρευνητὴ τὰ χρόνια ποὺ σπούδαζα στὴ Ρουμανία. (καὶ πῶς νὰ τὸν γνωρίζω, αὐτὸν τὸν σπουδαίο ἄνθρωπο, ἀφοῦ ἐκείνη τὴν περίοδο, ἦταν νεοδιορισμένος φιλόλογος τῆς ρουμανικῆς, σὲ διάφορα Λύκεια στὸ μακρινὸ Botoşani). Στὸ κείμενο, ὁ ἀρθρογράφος, ἐπισυνάπτει καὶ τὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἀνακαλύφθηκε στὰ ἀρχεῖα τῆς KGB, ὅπου ὁ προαναφερθείς μπολσεβίκος, B. Illes, καρφώνει μία συζήτηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν Παναῒτ Ἰστράτι, στὸν Leopold Averbach, στέλεχος καὶ Πρόεδρο τῆς AREP —Ρωσικὴ Ἕνωση Προλεταρίων Συγγραφέων. Ἡ ἐπιστολή φέρει ἡμερομηνία 2 Ἰανουαρίου 1928.
Τὸ ἄρθρο μοῦ κίνησε τὸ ἐνδιαφέρον, πρῶτον γιατὶ ἀναφερόταν στὸν Παναῒτ Ἰστράτι, τὸν φτωχὸ προλετάριο συγγραφέα ἀπὸ τὴν Βραΐλα τῆς Ρουμανίας, καὶ γιὰ ἕνα διάστημα, φίλο τοῦ Καζαντζάκη, ἀλλὰ καὶ ὡς μιὰ ἀκόμη μαρτυρία γιὰ τὴν δράση τῶν μπολσεβίκων, τῶν ὁποίων στὰ νειάτα μου ὑπῆρξα φανατικὸς ὀπαδός. Καὶ νά, σ’ ἕνα μικρὸ καφὲ τώρα, ξανά, στὸ ρημαγμένο πιὰ Βουκουρέστι, ἔχοντας στὰ χέρια μου μιὰ παληὰ ἐφημερίδα ποὺ λὲς καὶ μὲ περίμενε τόσα χρόνια σ’ ἕνα μικρὸ μπακάλικο γιὰ νὰ μοῦ ξυπνήσει ἐνδιαφέροντα πού ποτὲ δὲν ἔπαψαν νὰ μὲ βασανίζουν.
             
            Ἰδοὺ τὸ ἄρθρο, μαζὶ μὲ τὴν ἀνακαλυφθεῖσα ἐπιστολή.



Ὁ Παναῒτ Ἰστράτι καὶ τὸ μακρὺ χέρι τῆς KGB
τοῦ Emil Iordache

Πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια κυκλοφόρησε ἕνα πολὺ πικρὸ βιβλίο, Παναῒτ Ἰστράτι –ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν προσχώρησε στὸ κενὸ (Ἐκδόσεις Albatros, Βραΐλα, 1996), γιὰ τὸ ὁποῖο ἔγραψα ἕνα εὐρὺ ἄρθρο στὶς Λογοτεχνικὲς Συνομιλίες (Convorbiri literare). Τὸ βιβλίο περιεῖχε τοὺς ἀπόηχους τοῦ σοβιετικοῦ τύπου γιὰ τὴν παραμονὴ τοῦ συγγραφέα (Παναὶτ Ἰστράτι),  στὴν Ε.Σ.Σ.Δ. Ἐξηγοῦσα τότε τὰ ἀποθέματα αἰσιοδοξίας τοῦ Παναῒτ Ἰστράτι ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἄδεια, ποὺ ἡ GPU τοῦ εἶχε ἐγκρίνει, νὰ ἐπισκεφθεῖ δηλαδὴ τὸ πρῶτο (χρονολογικὰ ἐννοῶ) σοβιετικὸ στρατόπεδο συγκέντρωσης στὸ νησὶ Solovki. Τὸ ἐπεισόδιο στὸ βιβλίο Spovedania unui invins (Ἡ Ἐξομολόγηση ἐνὸς ἡττημένου),  εἶναι καταγεγραμμένο σχετικὰ συνοπτικά. Φτάνοντας στὴν πόλη Kem, ὁ Ἰστράτι, τηλεφωνεῖ στὴ Μόσχα, ἐπιμένοντας πεισματικὰ νὰ τοῦ ἐγκριθεῖ ἡ εἰδικὴ ἄδεια, ἀλλὰ ὑποχρεώνεται νὰ ἐγκαταλείψει τὴν πόλη πρὶν λάβει ἀπάντηση, ἡ ὁποία, κατὰ τὰ ἄλλα, ἦταν “καταφατική”. Δὲν ἐπισκέφθηκε πάραυτα, τὴν νῆσο Solovki, γιὰ τὴν ὁποία μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο, ὁ Μαξὶμ Γκόρκι ἔμελλε νὰ γράψει «θετικά» στὸ τόσο ψεύτικο βιβλίο του Μέσα στὴν χώρα τῶν Σοβιέτ. 
            Γιὰ μένα, τὸ θέμα Παναῒτ Ἰστράτι–Ε.Σ.Σ.Δ. ἦταν ἐξαντλημένο, ὅταν, ἰδού, ἕνας φίλος, μοῦ ἔδωσε νὰ διαβάσω τὸ βιβλίο τοῦ Vitali Sentalinski, Σκλάβοι τῆς Ἐλευθερίας στὰ Λογοτεχνικὰ Ἀρχεῖα τῆς KGB, τὸ ὁποίο ἐκδόθηκε στὰ ρωσικὰ τὸ 1995, ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο τῆς Μόσχας, “Parus”, καὶ πού, μετ’ ὀλίγον, πραγματοποίησε μερικὲς ἐκδόσεις στὴ Δύση. Μιὰ καθυστερημένη ἀνάγνωση, λοιπόν, ἡ ὁποία μ’ ἔκανε νὰ ἐπανέλθω πάνω σ’ ἐκεῖνα ποὺ εἶχα γράψει πρὸ πολλοῦ. Ὁ σοβιετικὸς τύπος, μὲ τὴν παραίνεση τῶν “ὀργάνων”, κατασυκοφάντησε τὸν Ἰστράτι, μετὰ τὴν ἔκδοση τὸ 1929 τοῦ βιβλίου του Vers l'autre flamme (ἐκδόθηκε μὲ τ’ ὄνομά του, ἀλλὰ τὸ εἶχε ἐπεξεργαστεῖ μαζὶ μὲ τοὺς διαφωνοῦντες ρώσους συγγραφεῖς Βικτὸρ Σὲρζ καὶ Μπορὶς Σουβάριν). Μὴ μπορώντας νὰ προεξοφλήσει μιὰ τέτοια συμπεριφορὰ ἐκ μέρους τῆς προαναφερόμενης προσωπικότητας, «ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν προσχώρησε στὸ κενό» ἀποστέλλει δυὸ ἐποστολὲς στὸν Γκέρσον, γραμματέα τῆς GPU (ὑπηρεσίας πιὸ γνωστῆς στὶς μέρες μας μὲ τὸ τελευταῖο της ὄνομα, ὡς KGB), μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι δείχνοντας μὲ τὸ δάχτυλο κάποια ἁμαρτήματα τοῦ μπολσεβικισμοῦ, θὰ συμβάλει στὴν ἐξαφάνισή τους ἐκ μέρους τοῦ καθεστῶτος. Μέσα στὴν ἀφέλειά του, δὲν φανταζόταν ἀκόμη ὅτι ἡ συγκεκριμένη ὑπηρεσία κατεῖχε ἕνα ἐκτεταμένο δίκτυο πληροφοριοδοτῶν καὶ πώς, ὅπως καὶ νἄχε, οἱ ἀπόψεις του γίνονταν γνωστὲς σὲ ἀνώτατο ἱεραρχικὸ ἐπίπεδο.
Ἀναδιφώντας στὰ ἀρχεῖα τῆς KGB Vitali Sentalinski, μᾶς προσφέρει τὴν παρακάτω πολύτιμη ἐπιστολή–καταγγελία, γιὰ ἐκείνους ποὺ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν βιογραφία τοῦ Παναῒτ Ἰστράτι. Παραλήπτης τῆς ἐπιστολῆς εἶναι ὁ  Leopold Averbah, Πρόεδρος τῆς Ἕνωσης Ρώσων Προλεταρίων Συγγραφέων, λογοτεχνικὸς σύμβουλος καὶ συγγενὴς τοῦ Γιάγκοντα, ἀρχηγοῦ τῆς GPU.  Τὸ ἔγγραφο ἀνεσύρθη ἀπὸ τὸν φάκελλο τοῦ συγγραφέα Sandomirski, ὁ ὁποῖος καταδικάστηκε κι ἐκτελέστηκε ἀργότερα.

Γραφεῖο Διεθνῶν Σχέσεων
γιὰ τὴν Ἐπαναστατικὴ Λογοτεχνία

2 Ἰανουαρίου 1928

Ἀγαπητὲ σύντροφε Averbah, θεωρῶ ἀπαραίτητο νὰ σοῦ κάνω γνωστὸ τὸ παρακάτω γεγονός, ἀναφορικὰ μὲ τὸ ὁποῖο, σὲ παρακαλῶ νὰ πάρεις ἐπείγοντα μέτρα.
            Ἡ Διεύθυνση τοῦ Ἀγγελιαφόρου τῆς Διεθνοῦς Λογοτεχνίας, δέχθηκε τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Panait Istrati, ὁ ὁποῖος μᾶς κοινοποίησε μιὰ συζήτηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν σύντροφο Sandomirski. Ο Sandomirski, συμβούλεψε τὸν Istrati νὰ μὴν γράψει τίποτε, οὔτε γιὰ τοὺς μπολσεβίκους, οὔτε καὶ γιὰ τὴν Σοβιετικὴ Ἕνωση. Κατὰ τὴ γνώμη τοῦ Sandomirski, ἐὰν ὁ  Istrati γράψει, ἀκόμη καὶ ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων γι’ αὐτὰ τὰ δυὸ θέματα, ὑποστηρίζοντας κατὰ 99% καὶ κριτικάροντας κατὰ 1%, αὐτὸ θὰ εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ κάνει τοὺς μπολσεβίκους θανάσιμους ἐχθρούς του. Κι ὄχι μόνο θὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἔλλειψη καλῆς μαρτυρίας ἐκ μέρους τοῦ Ρωσικοῦ Κομμουνιστικοῦ Κόμματος ἢ καὶ τοῦ Γαλλικοῦ, ἀλλὰ μπορεῖ ν’ ἀντιμετωπίσει καὶ δυσκολίες ὡς πρὸς τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὴν Ε.Σ.Σ.Δ.
            Περὶ αὐτῶν τῶν συζητήσεων, δὲν μίλησε μονάχα σὲ μένα, ἀλλὰ καὶ στοὺς συντρόφους  Dinamov, Anisimov, Kogan καί πιστεύω καὶ σὲ ἄλλους. Ἐμεῖς, προσπαθήσαμε ὅπως μπορούσαμε, νὰ τὸν ἠρεμήσουμε καὶ νὰ τὸν πείσουμε πὼς ἐκ μέρους τοῦ Sandomirski δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα ἀστεῖο, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶχε τὸ παραμικρὸ ἀποτέλεσμα.
            Σὲ πληροφορῶ ἐπ’ αὐτοῦ, διότι ἀντιμετωπίζουμε μεγάλες δυσκολίες, στὴν προσέλκυση ἐκ μέρους μας τῶν συμπαθούντων συγγραφέων κι αὐτὴ ἡ προσπάθεια δὲν μπορεῖ νὰ εὐδοκιμήσει, ἂν συνεχιστοῦν φαινόμενα ὅπως ἡ παραπάνω ἀναφερθεῖσα συζήτηση.

Μὲ κομμουνιστικοὺς χαιρετισμοὺς
B. Illes


Ὁ “ἄπατρις”, μὲ τὴν πολιτικὴ ἔννοια, Παναΐτ Ἰστράτι, ὑπῆρξε μία σημαντικὴ προσωπικότητα. Γεννήθηκε στὸ μεγάλο λιμάνι Βραΐλα τῆς Ρουμανίας, στὶς 10 Αὐγούστου 1884 καὶ πέθανε σὲ ἄθλιες συνθῆκες στὸ Βουκουρέστι στὶς 16 Ἀπριλίου τοῦ 1935. Παιδὶ μιᾶς  “πλύστρας”, τῆς Joiţa Istrate κι ἑνὸς ἕλληνα λαθρμπόρου τοῦ Γεράσιμου Βαλσαμῆ, ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ποὺ σέρνονταν στὸ λιμάνι τῆς Βραΐλας, ἡ ὁποία διέθετε μεγάλη ἑλληνικὴ παροικία καὶ καθὼς γράφει ὁ καταγόμενος ἀπὸ τὴν Κεφαλλονιά, ρουμάνος συγγραφέας Nicu Carandino, ὑπῆρχε καὶ ἐκεῖ ἀντίστοιχη “ὁδὸς τῶν Ἑλλήνων”, ὅπως ἀκριβῶς καὶ στὴν Ὀδησσό, στὴν ὁποία κλείνονταν ὅλα τὰ συμβόλαια γιὰ νόμιμα καὶ παράνομα “μπάρκα”. Ὁ Παναΐτ Ἰστράτι, ἦταν δίγλωσσος συγγραφέας. Ἔγραψε στὴν ρουμανικὴ καὶ στὴν γαλλικὴ γλώσσα. Προβάλλεται καὶ ὡς ἕλληνας, ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ πατέρας του, ὁ ὁποίος τὸν ἐγκατέλειψε, καταγόταν ἀπὸ τὴν Κεφαλλονιά.
Μεγάλωσε μέσα στὴν ἀπόλυτη φτώχεια στὸ Baldovineşti, ὅπου τέλειωσε ἕξι τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ, ἐκ τῶν ὁποίων στὶς δυὸ ἔμεινε στάσιμος κι ἀναγκάστηκε νὰ τὶς ἐπαναλάβει. Γιὰ νὰ ζήσει ἔκανε διάφορα ἐπαγγέλματα: ταβερνιάρης, χτίστης, μπακαλόγατος, καβουρνιάρης στὴν ἀντίστιχη ὑπηρεσία τοῦ λιμανιοῦ τῆς Βραίλας, ναυτεργάτης. Διάβαζε ὅτι τοῦ ἔπεφτε στὰ χέρια. Ζῶντας στὴ Βραΐλα, ἦταν ἔυκολο νὰ ἀναζητήσει τὴν τύχη του ἢ τὶς ἐμπειρίες του καὶ ἀλλοῦ. Ἔτσι ἄρχισε τὶς περιπλανήσεις του: Κωνσταντινούπολη, Ἀλεξάνδρεια, Κάϊρο, Νάπολι, Παρίσι καὶ Λωζάννη εἶναι μερικὲς ἀπὸ τὶς πόλεις ποὺ ἐπισκέφθηκε γιὰ μικρὸ ἢ μεγαλύτερο χρονικὸ διάστημα.
Οἱ πρῶτες του συγγραφικὲς ἀπόπειρες γίνονται τὸ 1907, ἐποχὴ ποὺ προσεγγίζει τὶς σοσιαλιστικὲς ἰδέες καὶ κάνει τὴν ἐμφάνισή του στὸ περιοδικὸ Româniă muncitoare (Ρουμανία τῶν Ἐργαζομένων). Ἀνάμεσα στὰ 1912-1913, στὸ ἴδιο περιοδικό, δημοσιεύει τὰ διηγήματα Mântuitorul (Ὁ Σωτήρας), Calul lui Balan (Τὸ ἄλογό τοῦ Μπαλάν), Familia noastră (Ἡ Οἰκογένειά μας), καὶ 1 Mai (Πρωτομαγιά). Ζῶντας σὲ ἀπόλυτη φτώχεια, χτυπημένος ἀπὸ τὴν φυματίωση, ἀποπειρᾶται νὰ αὐτοκτονήσει τὸ 1921, στὴ Νὶς τῆς Γαλλίας. Σώθηκε ἐκ θαύματος ἐνῶ στὴν τσέπη τοῦ παντελονιοῦ του, βρέθηκε μία ἐπιστολὴ ποὺ προοριζόταν γιὰ τὸν Romain Rolland.
Ὁ ρουμάνος ἱστορικὸς Nicolae Iorgă (τοῦ ὁποίου ἡ μητέρα ἦταν ἑλληνίδα ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἡ ὁποία ἔζησε ὅλη τὴν ζωή της στὴν Ρουμανία, ἀλλὰ δὲν ἔμαθε ποτὲ της τὰ ρουμανικά), δὲν ἐκτιμοῦσε καθόλου τὸν Παναῒτ Ἰστράτι. Ὅταν ὁ Ἰστράτι τοῦ ἀπέστειλε τὸ φρεσκοτυπωμένο βιβλίο του Κυρὰ Κιράλινα, τὸ 1924, σὲ συνέντευξη ποὺ ἔδωσε στὸν Ioan Massoff, στὴν ἐφημερίδα Rampa, εἶπε:
“Το ἔργο τοῦ Παναῒτ Ἰστράτι μᾶς δείχνει εὔγλωττα ὅτι ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἕναν χαμάλη ἀπὸ τὸ λιμάνι τῆς Βραΐλας. Ὁ κύριος Παναῒτ Ἰστράτι, μοῦ ἔστειλε τὴν Κυρὰ Κιράλινα μὲ ἀφιέρωση. Προσπάθησα νὰ τὸ διαβάσω, ἀλλὰ ὑποχρεώθηκα νὰ τὸ πετάξω ἀμέσως· τέτοιες δουλειὲς δὲν διαβάζονται. Προσωπικῶς δὲν τοῦ ἀναγνωρίζω καμιὰ ποιότητα. Τὸ εἶπα: ἔχουμε νὰ κάνουμε μ’ ἕναν χαμάλη τοῦ δουναβέζικου λιμανιοῦ…” .

Αὐτὴ ἦταν ἡ γνώμη, τοῦ Iorga, μεγάλου ἱστορικοῦ ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἔπαιζε ρόλο στὰ λογοτεχνικὰ καὶ πολιτικὰ πράγματα τῆς Ρουμανίας. Δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀντιληφθεῖ, ὅτι ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ περιθωρίου, μπορεῖ νὰ ὑπάρξουν ἀξίες. Ἄλλος ὁ κόσμος τοῦ Iorga, ἄλλος ὁ κόσμος τοῦ Ἰστράτι.
Πῶς βρέθηκε ὁ Ἰστράτι στὴν νεαρὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση, στὴν ὁποία παρέμεινε δεκαέξι ὁλόκληρους μῆνες; Εἶναι σίγουρο, πὼς ἀπὸ τὸ 1909, ἦταν γραμματέας τοῦ σωματείου λιμενεργατῶν τῆς Βραΐλας. Ποτὲ ὅμως δὲν ὀργανώθηκε στὸ Κομμουνιστικὸ Κόμμα Ρουμανίας, τὸ ὁποῖο βέβαια ἱδρύθηκε τὸ 1924, πολὺ ἀργὰ σὲ σχέση μὲ ἄλλα βαλκανικὰ κομμουνιστικὰ κόμματα. Στοὺς ἀγῶνες ποὺ ἔδιναν οἱ ρουμάνοι ἐργάτες, ὁ Ἰστράτι εἶχε συμμετοχή. Στὴν Βραΐλα, γνώρισε τὸν σπουδαῖο ἐπαναστάτη τὸν Κριστιὰν Ρακόφσκι, ὁ ὁποῖος ἦταν φίλος τοῦ Λένιν καὶ τοῦ Τρότσκι. Ὅταν τὸ 1927 γιρτάζονταν τὰ 10 χρόνια της Ρωσικῆς Ἐπανάστασης, ὁ Ρακόφσκι τὸν προσκάλεσε στὴν Μόσχα, ὅπου εἶχαν προσκληθεῖ πολλοὶ λογοτέχνες ἀπ’ ὅλο τὸν κόσμο. Ἐκεῖ, ὁ Παναῒτ Ἰστράτι, ἦλθε σ’ ἐπαφὴ μὲ τοὺς κύκλους τῆς Ἀριστερῆς Ἀντιπολίτευσης, ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τὸν Τρότσκι (τώρα ὁ Τρότσκι ἀπὸ θύτης, γινόταν θύμα!) καὶ τοὺς ὀπαδούς του, γιὰ ν’ ἀναχαιτίσει τὴ “σταλινικὴ βαρβαρότητα” ἡ ὁποία ἔκανε πλέον ὁρατὲς τὶς ἐπιδιώξεις της. Σ’ αὐτὸν τὸν κύκλο ἀνῆκε κι Βικτὸρ Σὲρζ μὲ τὸν ὁποῖον γίνεται στενὸς φίλος. (Ἀναφέρεται στὸ ἄρθρο τοῦ Emil Iordache ὅτι μαζὶ μὲ τὸν Βικτὸρ Σὲρζ καὶ τὸν Μπορὶς Σουβάριν ἐπεξεργάστηκε τὸ βιβλίο του Ἀναμνήσεις ἑνὸς ἡττημένου).
Ὁ Βικτὸρ Σέρζ, στὸ βιβλίο του Ἀναμνήσεις ἐνὸς ἐπαναστάτη, (Ἐκδόσεις Scripta, Ἀθήνα 2008, μετάφραση Ρεβέκκα Πέσσαχ), εὐαγγέλιο κατὰ τὴ γνώμη μας γιὰ ἐκείνους ποὺ ὁραματίζονται ἕναν καλύτερο καὶ δικαιότερο κόσμο και γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν αὐταπάτες γιὰ τοὺς μπολσεβίκους καὶ τὴν Σοβιετικὴ Ἔνωση, ἀναφέρεται τρεῖς φορὲς στὸν Παναῒτ Ἰστράτι, τὴν περίοδο ποὺ αὐτὸς παρέμεινε στὴ Μόσχα. Ἡ πρώτη ἀναφορὰ γίνεται στὴν ἀρχὴ τῶν διώξεων ἐναντίον τῶν “τροτσκιστών”, στὴν σελίδα 367 τοῦ βιβλίου:
…Συναντῶ ἕνα βράδυ στὴ Μόσχα, στὸ δωμάτιο τοῦ ξενοδοχείου τοῦ Παναῒτ Ἰστράτι, μιὰ ἀδύνατη ἡλικιωμένη κυρία ποὺ ἦταν μία Ρουμάνα ἀγωνίστρια μὲ σπουδαία φήμη, ἡ Ἀρμπόρυ-Ράλε καὶ μιλήσαμε γιὰ τὸν Τρότσκι. Ἀνησυχούσαμε γιὰ λογαριασμό του, διότι φεύγοντας ἀπὸ τὴν Ἄλμα-Ἄτα εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Ἡ Ἀρμπόρυ-Ράλε ἔλεγε ὅτι “γνώριζε καλὰ τὴν ἀκόρεστη φιλοδοξία αὐτοῦ τοῦ ἄνδρα καὶ ὅτι εἶχε καταφέρει νὰ ἀποκτήσει ἀπὸ τὴν Κεντρικὴ Ἐπιτροπὴ ἕνα διαβατήριο γιὰ τὸ ἐξωτερικό...» Πῶς μπορεῖτε νὰ τὸ διαδίδετε αὐτό;», ρώτησα χωρὶς περιστροφές, «ὅταν γνωρίζετε πολὺ καλὰ ὅτι εἶναι λάθος;» Ἡ ἡλικιωμένη κυρία μὲ κοίταξε μὲ κακία καὶ εἶπε μόνον: «Δὲν εἶστε πιὰ κομμουνιστής!» Ἐκείνη ἔφυγε καὶ ὁ Παναῒτ Ἰστράτι ξέσπασε: «Γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ! Δὲν πίστευα ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξευτελίζουν ἔτσι τοὺς ἀνθρώπους! Ἐξήγησέ μου πῶς εἶναι δυνατὸν μετὰ ἀπὸ μία ἐπανάσταση;» Καινούργιες συλλήψεις μαζικὲς πάλι ἔγιναν στὶς ἐργατικὲς γειτονιὲς τῆς Μόσχας, μιλοῦσαν γιὰ ἑκατὸν πενήντα “τροτσκιστές” ποὺ ρίχτηκαν στὴ φυλακή. Καὶ πῆγαμε ὁ Ἰστράτι καὶ ἐγὼ νὰ ἐπισκεφτοῦμε τὸν πρόεδρο τῆς κεντρικῆς Ἐκτελεστικῆς τῶν Σοβιέτ, τὸν Μιχαὴλ Ἰβάνοβιτς Καλίνιν…
 
Παρακάτω, στὴν σελίδα 399, ὁ Σέρζ, περιγράφει τὶς προσβολὲς ποὺ ἔκαναν οἱ ἀσφαλίτες τῆς GPU, σὲ συγγενικά του πρόσωπα μέσα στὸ σπίτι τους, στὸ Λένινγκραντ κι ἐνῶ ὅλοι πίστευαν πὼς εἶχε συλληφθεῖ, αὐτὸς βρισκόταν στὸ σπίτι τοῦ Ἰστράτι στὴ Μόσχα:
…Αὐτὰ συνέβαιναν κάποια στιγμὴ ποὺ ἦμουν στὴ Μόσχα, καὶ οἱ πληροφοριοδότες ποὺ μὲ παρακολουθούσαν στὸ σπίτι, θεώρησαν ὅτι εἶχα συλληφθεῖ καθὼς δὲν μὲ ἔβλεπαν. Ἦμουν στὴν πραγματικότητα στοῦ Παναῒτ Ἰστράτι σὲ μιὰ μικρὴ βίλα χαμένη στὴ μέση ἑνὸς δάσους, στὸ Μπύκοβο. Πληροφορημένοι ἀπὸ τὶς ἐφημερίδες πήραμε τὸ τραῖνο, ὁ Ἰστράτι, ὁ δρ. Ν. καὶ ἐγὼ καὶ φτάσαμε στὸ Λένινγκραντ γιὰ νὰ τρέξουμε στὴ σύνταξη τῆς τοπικῆς Πράβντα….

Στὴ συνέχεια, σελ. 400-401, περιγράφει τὶς διώξεις ποὺ ὑπέστησαν οἱ συγγενεῖς του, τὴν ἀθώωσή τους στὸ δικαστήριο καὶ συνεχίζοντας μιλάει πάλι γιὰ τὴν στάση τοῦ Ἰστράτι:
Ὁ Ἰστράτι ἐπέστρεψε στὴ Γαλλία καταστενοχωρημένος ἀπ' αὐτὲς τὶς ἐμπειρίες. Ἐπιστρέφω μὲ συγκίνηση στὴν ἀνάμνησή του. Ἦταν νέος ἀκόμη, ἀδύνατος σὰν βουνήσιος Βαλκάνιος, μᾶλλον ἄσχημος μὲ μία μεγάλη γαμψὴ μύτη, ἀλλὰ τόσο ζωη­ρὸς παρὰ τὴ φυματίωσή του, τόσο ἐνθουσιώδης γιὰ ζωή! Βουτηχτὴς σφουγγαριῶν, ναύτης, λαθρέμπορος, ἀλήτης, βοηθὸς χτίστη, εἶχε περάσει ἀπὸ ὅλα τὰ λιμάνια τῆς Μεσογείου πρὶν νὰ βαλθεῖ νὰ ἀρχίσει νὰ γράφει — καὶ πρὶν νὰ φάει τὸ κεφάλι του στὸ τέλος. Τὸν εἶχε σώσει ὁ Ρομαὶν Ρολλάν, γίνεται ξαφνικὰ διάσημος στοὺς λογοτεχνικοὺς κύκλους καὶ ἀποκτᾶ χρήματα ἀ­πὸ τὰ συγγραφικά του δικαιώματα γιὰ τὶς ἱστορίες του γύρω ἀ­πὸ τὴ ζωὴ τῶν χαϊντούκων. Ἔγραφε χωρὶς νὰ ἔχει τὴν παρα­μικρὴ ἰδέα ἀπὸ γραμματικὴ καὶ ἀπὸ ὕφος ἀλλὰ ἦταν γεννημέ­νος ποιητής, προικισμένος στὴν ψυχή του μὲ πολλὰ ἁπλὰ πράγ­ματα: τὴν περιπέτεια, τὴ φιλία, τὴν ἐξέγερση, τὴ σάρκα, τὸ αἷ­μα. Ἀνίκανος γιὰ ἕναν θεωρητικὸ συλλογισμὸ μπόρεσε ὡστόσο νὰ διατυπώσει ἕνα καλοφτιαγμένο σόφισμα ξεφεύγοντας ἀπὸ τὴν παγίδα. Τοῦ ἔλεγαν μπροστά μου: «Παναΐτ, δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις ὀμελέτα χωρὶς νὰ σπάσεις αὐγά. Ἡ ἐπανάστασή μας... κ.λπ. κ.λπ.» Κι ἐκεῖνος ξέσπαγε: «Πολὺ καλά, βλέπω τὰ σπα­σμένα αὐγά. Ποῦ εἶναι ὅμως ἡ ὀμελέτα σας;» Βγαίναμε ἀπὸ τὴ σωφρονιστικὴ ἀποικία –τὸ μοντέλο τοῦ Bolchevo– ὅπου μεγά­λοι ἐγκληματίες ἐργάζονταν ἐλεύθεροι, ἔχοντας οἱ ἴδιοι τὴν ἐπί­βλεψη τοῦ ἐαυτοῦ τους. Ὁ Ἰστράτι εἶπε μόνον: «Κρίμα, ποὺ γιὰ νὰ κατορθώσει κανεὶς νὰ μπεῖ σ' αὐτὸ τὸ σύστημα καὶ σ' αὐ­τὴ τὴν ὡραία ὀργάνωση ἐργασίας, πρέπει νὰ ἔχει τουλάχιστον σκοτώσει τρεῖς ἀνθρώπους!» Στοὺς συντάκτες τῶν ἐπιθεωρήσεων ποὺ τοῦ πλήρωναν ἑκατὸ ρούβλια ἕνα ἄρθρο, ρωτοῦσε ἀπότομα: “Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ ταχυδρόμος σας βγάζει πενήντα ρούβλια τὸ μήνα;” Καὶ πρόσθετε: “Δὲν εἶμαι θεωρητικός, ἀλλὰ ἀντιλαμβάνομαι τὸν σοσιαλισμό, τελείως διαφορετικὰ” καὶ ξεσποῦσε μὲ ἀγανάκτηση. Ἔπρεπε νὰ εἶχε αὐτὸ τὸ στοιχεῖο τῆς ἀνυποταξίας ἀπὸ τὴ γέννησή του ἀφοῦ ἀντιστάθηκε σὲ ὅλους τοὺς πειρασμοὺς τῆς διαφθορᾶς καὶ ἐγκατέλειψε τὴν ΕΣΣΔ λέγοντας: “Θὰ γράψω ἕνα διθυραμβικὸ καὶ συνάμα ὀδυνηρὸ βιβλίο ὅπου θὰ μιλήσω καὶ θὰ πῶ ὅλη τὴν ἀλήθεια”. Ὁ κομμουνιστικὸς τύπος τὸν κατηγόρησε ὡστόσο ὅτι εἶναι πράκτορας τῆς ρουμανικῆς Siguranţa [Ἀσφάλειας]… Πέθανε φτωχός, ἐγκαταλειμμένος καὶ ὁλοκληρωτικὰ ἀπροσανατολισμένος, στὴ Ρουμανία. Χάρη σ’ αὐτόν, κατὰ ἕνα μεγάλο μέρος, ἐπιβίωσα…

Ἀπὸ τὸ παραπάνω ἀπόσπασμα, εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ Ἰστράτι, δὲν ἦταν σύμφωνος μὲ τὴν ἐπιχειρούμενη οἰκοδόμηση τοῦ “σοβιετικοῦ σοσιαλισμού”. Γι’ αὐτὸ κάθε του κίνηση καταγράφεται ἀπὸ τοὺς πληροφοριοδότες τοῦ καθεστῶτος. Ἡ πρόθεση νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ νησὶ Solovki, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀφήσει ἀδιάφορη τὴν GPU. Τοῦ δίνουν τὴν ἄδεια, φτάνει στὸ Kem, ἀλλὰ ἡ τοπικὴ ἐπιτροπὴ ἀσφαλείας, προσποιεῖται ὅτι δὲν ἔχει φτάσει ἀκόμη ἡ “εἰδικὴ ἄδεια”. Ἡ ἀναμονὴ στὸ Kem, δὲν μπορεῖ νὰ συνεχιστεῖ ἐπ’ ἀόριστον. Κι ἔτσι, ὁ “κακόπιστος” βαλκάνιος γυρίζει πίσω.
Τί ἦταν ὅμως τὸ Solovki; Πότε ἄνοιξε; φυλακή-στρατόπεδο Solovki (ἀργότερα Φυλακὴ Solovki) βρίσκεται στὸ νησιωτικὸ σύμπλεγμα (τὸ ἀποτελοῦν 6 νησιά), Solovetsky Islands στὴν Λευκὴ ΘάλασσαἮταν Μητέρα τῶν Γκουλὰγκσύμφωνα μὲ τὸν Ἀλεξάντρ Σολζενίτσιν. Ἱστορικὰ τὰ νησιὰ Solovetsky, εἶναι γνωστὰ ἀπὸ τὸ περίφημο ρωσικό, ὀρθόδοξο μοναστηριακὸ σύμπλεγμα, τὸ ὁποῖο εἶχε ὑποστεῖ διάφορες καταστροφὲς κατὰ τὸ παρελθόν. Μὲ ἀπόφαση τοῦ Λένιν, τὰ μοναστηριακὰ κτίρια μετετράπησαν στὸ Στρατόπεδο Συγκέντρωσης, Osobogo Naznachenia (SLON: Στρατόπεδο Εἰδικοῦ Προορισμοῦ Solovki), τὸ 1923. Τὸ στρατόπεδο ἔκλεισε τὸ 1939, στὶς ἀρχὲς τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
            Ἡ ἐπιστολὴ ποὺ ὑπογράφει ὁ παγκοσμίως ἄγνωστος σήμερα B. Illes, ἀπευθύνεται στὸν Leopold Averbah. Ἀνέτρεξα στὸ internet καὶ βρῆκα τὰ ἑξῆς: Ὁ Leopold Averbah (1903-1937;): κριτικὸς λογοτεχνίας, ἐξέχουσα μορφὴ τῆς ΑRΕP (Ρωσικῆς Ἕνωσης Προλετάριων Συγγραφέων) μέχρι τὸ 1932, ὅταν καταγγέλθηκε ὁ “ἀβερμπαχισμός” καὶ τί εἰρωνεία ὁ ἴδιος κατηγορήθηκε ὡς “τροτσκιστής”. H ΑREP: ἡ ἕνωση ποὺ ἀσκοῦσε ἔλεγχο στὴ λογοτεχνία μεταξὺ τὸ 1929 καὶ τὸ 1932, ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ  τὴν Ἕνωση Ρώσων Συγγραφέων. Ὁ Averbach ἀπειλοῦσε τοὺς συντρόφους του, δεχόταν μόνο τὴν «προλεταριακή» λογοτεχνία καὶ προσπάθησε νὰ ὀργανώσει τὴν λογοτεχνικὴ παραγωγὴ σύμφωνα μὲ τὰ πλάνα τῆς βιομηχανικῆς παραγωγῆς, σύμφωνα δηλαδή, μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Πρώτου Πενταετοῦς Προγράμματος τοῦ Κόμματος γιὰ τὴν Οἰκονομία. Γιὰ νὰ βρῶ ἀκόμη περισσότερα ἀνέτρεξα πάλι στὸν Σέρζ. Τὸν ἀναφέρει στὸ βιβλίο του, ὅταν, μετὰ τὴν ἀπαγόρευση τοῦ πρώτου του μυθιστορήματος, ἐπισκέφτηκε τὸν παληὸ του φίλο Ἰβὰν Γιόνοφ διευθυντὴ τῶν λογοτεχνικῶν ἐκδόσεων τῆς Βιβλιοθήκης τοῦ Κράτους, ὁ ὁποῖος εἶχε βάλει τὴν ὑπογραφή του στὴν ἀπαγόρευση. Ὁ Γιόνοφ τοῦ εἶπε:
“Ναι εἶναι ἀλήθεια. Μπορεῖτε νὰ παράγετε ἕνα ἀριστούργημα τὸν χρόνο, ὅσο ὅμως δὲν βρίσκεστε μέσα στὴ γραμμὴ τοῦ κόμματος, οὔτε μία γραμμή σας δὲν θὰ δεῖ τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας!”.
Τοῦ γύρισα τὴν πλάτη καὶ ἔφυγα.
Τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐκδιδόταν στὸ Παρίσι τὸ δεύτερό μου μυθιστόρημα, ἔθεσα τὸ ἐρώτημα στὸν σύντροφο Λεοπόλδο Ἄβερμπαχ, γενικὸ γραμματέα τοῦ Συνδέσμου τῶν προλετάριων συγγραφέων. Γνωριζόμαστε ἐδῶ καὶ καιρό. Ἦταν ἕνας νεαρὸς σοβιετικὸς ἀριβίστας ἐξαιρετικὰ προικισμένος γιὰ γραφειοκρατικὴ καριέρα. Λίγο κάτω ἀπὸ τὰ τριάντα, μὲ ἕνα φαλακρὸ κεφάλι νε­αροῦ ὑψηλοῦ στελέχους, μὲ τὴν εὐφράδεια συνεδριακοῦ ρήτορα, βλέμμα αὐταρχικό, ψεύτικα ἐγκάρδιος μὲ τὸν τρόπο αὐτῶν ποὺ χειραγωγοῦν τὶς ὁμηγύρεις. «Θὰ τὸ διορθώσω αὐτό, Βικτὸρ Λβόβιτς! Γνωρίζω τὴ στάση σας, ἀλλὰ καὶ νὰ σᾶς μποϋκοτάρουν, αὐτὸ πάει πολύ! Δὲν φτάσαμε ἐκεῖ!» Ἐνῶ τὰ λέγαμε αὐτά, ἡ Συνεταιριστικὴ Βιβλιοθήκη τῶν συγγραφέων τοῦ Λένινγκραντ, ποὺ ἦταν διατεθειμένη νὰ ὑπογράψει μαζί μου ἕνα συμβόλαιο, προσέκρουσε στὸ κατηγορηματικὸ βέτο τοῦ πολιτιστικοῦ τμήματος τῆς τοπικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ κόμματος. Τὰ τυχαῖα σκαμπανεβάσματα τῆς πολιτικῆς μοῦ πρόσφεραν, εἶναι ἀλήθεια, τὴν εὐκαιρία νὰ ἀνταποδώσω στὸν Ἄβερμπαχ καὶ στοὺς ἔνστο­λους λογοτέχνες του τὰ ἴδια. Ἐξέδωσα στὸ Παρίσι ἕνα μικρὸ βι­βλίο μὲ τὸν τίτλο Λογοτεχνία καὶ Ἐπανάσταση, ἐνάντια στὸν κομφορισμὸ τῆς λεγόμενης “προλεταριακῆς λογοτεχνίας”. Μόλις εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὸ τυπογραφεῖο, ὅταν ὁ Λεοπόλδος Ἄβερμπαχ ἔ­μαθε ἀπὸ τὶς σοβιετικὲς ἐφημερίδες ὅτι οἱ Σύλλογοι τῶν προλε­τάριων συγγραφέων εἶχαν διαλυθεῖ ἀπὸ τὴν Κεντρικὴ Ἐπιτροπή. Καὶ ὅτι δὲν ἦταν πλέον γενικὸς γραμματέας κανενὸς πράγματος! Παρέμενε ὁ γαμπρὸς τοῦ ἀρχηγοῦ Ἀσφαλείας Γιαγκόντα, ποὺ καὶ αὐτὸς ἦταν ἕνας καλὸς γραφειοκράτης. Ἔβγαλε ἐκεῖ κάποιον λόγο καταδικάζοντας τὴν ἴδια του τὴν “πολιτιστικὴ πολιτικὴ” τῆς προηγουμένης. Ρωτούσαμε ἀναμεταξύ μας χαμογελώντας: «Μήπως διαβάσατε τὴ διατριβὴ τοῦ Ἄβερμπαχ ἐναντίον τοῦ Ἄβερμπαχ;» Ἡ Κεντρικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὴ διεύ­θυνση τῆς κομμουνιστικῆς ὀργάνωσης στὸ Μαγκνιτογκόρκ. Ὁ Λεοπόλδος Ἄβερμπαχ ἔστησε ἐκεῖ μιὰ δίκη γιὰ δολιοφθορά, μί­λησε ὁ ἴδιος ἐνάντια στοὺς τεχνικούς, κατόρθωσε νὰ τοὺς κατα­δικάσουν σὲ θάνατο, σύμφωνα μὲ τὴ συνήθεια –καὶ δὲν τὸν ξαναεῖδα. (Τὸ 1937, μὲ τὴν πτώση τοῦ Γιαγκόντα, κατηγορεῖται στὸν σοβιετικὸ Τύπο ὡς προδότης, σαμποτέρ, τρομοκράτης καὶ τροτσκιστής, καὶ κατὰ συνέπεια τουφεκίζεται.) Τὸ μικρό μου βιβλίο Λογοτεχνία καὶ Ἐπανάσταση, παρόλο ποὺ ὑπερπήδησε τὴν ἀπόφαση τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς ἀπαγορεύτηκε στὴν ΕΣΣΔ…

Emil Iordache ἀναφέρει ὅτι ἡ ἐπιστολή, ἀνεσύρθη ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τοῦ Sandomirski. Ὁ Σὲρζ γράφει γι’ αὐτόν:
…Ὁ ἀναρχικὸς ποὺ ἀνάνηψε καὶ ἔγινε συνεργάτης στὶς Ἐξωτερικὲς Ὑποθέσεις, ὁ Χέρμαν Σανομίρσκι, ἐξέδιδε τὶς σπουδαῖες μελέτες του πάνω στὸν ἰταλικὸ φασισμὸ καὶ μᾶς χρησίμευε ὡς ἐνδιάμε­σος μὲ τὴν Γκεπεού. Ὑπεράσπιζε χλιαρὰ τὸ μουσεῖο Κροπότκιν. (Ἐξαφανίστηκε τὸ 1937, ἐξορισμένος στὸ Γιενισέϊσκ καὶ πιθανὸν ἐκτελέστηκε.)…

Τελειώνοντας, θέλω νὰ ἀναφέρω καὶ λίγα λόγια γιὰ τὸν Emil Iordache, τὸν συντάκτη τοῦ ἄρθρου στὴν Romaniă, ποὺ μὲ περίμενε τόσα χρόνια, στὴν μικρὴ bacanie τῆς Λεωφόρου Pache Protopopescu.EMIL IORDACHE γεννήθηκε στὶς 16 Δεκεμβρίου 1954 στὸ Movileni τοῦ Ἰασίου καὶ πέθανε στὶς 11 Ὀκτωβρίου τοῦ 2005 στὸ Ἰάσι. Τὸ 1979 ἀποφοίτησε ἀπὸ τὴ Φιλολογικὴ σχολὴ (Facultatea de Litere), τοῦ Πανεπιστημίου Al. I. Cuza, τοῦ Ἰασίου, ἀπὸ τὸ τμῆμα Ρωσικῆς Γλώσσας καὶ Λογοτεχνίας καθὼς καὶ ἀπὸ τὸ τμῆμα Ρουμανικῆς Γλώσσας καὶ Λογοτεχνίας. Τὸ 1993, πῆρε τὸ διδακτορικό του δίπλωμα, μὲ τὴν ἐργασία: Σημειωτική τῆς Λογοτεχνικῆς Μετάφρασης, ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο Universitatea de Vest τῆς Timisoara, μὲ ἐπιστημονικὸ καθοδηγητὴ τὸν  Δρ. Ivan Evseev. Ὑπῆρξε καθηγητὴς τῆς Φιλολογίας (Facultatii de Litere), στὸ Πανεπιστήμιο Al. I. Cuza, τοῦ Ἰασίου καὶ Διευθυντὴς τῆς ἕδρας τῶν Σλαβικῶν Γλωσσῶν. Μέλος τῆς Ἕνωσης Ρουμάνων Συγγραφέων. Μετέφρασε ἀπὸ τὴν ρωσικὴ πλῆθος ρώσων συγγραφέων: N. Γκόγκολ,  Pavel Florenski, Feodor Abramov, Timur Zulfikarov, Lev Sestov, Boris Pasternak, Iosif Brodski, Dmitri Merejkovski, Vladimir Nabokov, F.M. Dostoievski, Dmitri Merejkovski, Andrei Platonov, A.S. Puskin, Viktor F. Vostokov κ.ἄ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: