Τρίτη, Δεκεμβρίου 05, 2017

Δημήτρης Γ. Κανελλόπουλος Μια τυχαία συνάντηση


Δημήτρης Γ. Κανελλόπουλος
Μια τυχαία συνάντηση

Η συνάντησή μας με τον κ. Σερμπάν, στο παλιό παλάτι της οικογένειας Στούρτζα, επί του βουλεβάρτου Μαγκέρου –παλάτι των παλιών ηγεμόνων της Βλαχίας το οποίο τώρα είναι βιβλιοπωλείο– τέλειωσε στις έντεκα και τέταρτο. Η ευγενική κ. Μαριάννα Πορούμπ, γραμματέας του κ. Σερμπάν, κάλεσε ένα ταξί. Χαιρετήσαμε τους καλούς μας φίλους και βγήκαμε στην οδό Άρθουρ Βερόνα, όπως μας υπέδειξαν, για να περιμένουμε το ταξί, το οποίο θα ερχόταν σε λίγα λεπτά από την Πλατεία Γεωργίου Καντακουζηνού. Ήμασταν ελεύθεροι πια, μιας και είχαμε τελειώσει τις επαφές και τις διαπραγματεύσεις με διάφορους εκδοτικούς οίκους. Έτσι, ο Παύλος, ο νεαρός διευθυντής πωλήσεων τον οποίο εγώ συνόδευα, ικανοποιημένος συγκατατέθηκε, όταν του πρότεινα να επισκεφθούμε δυο τρία κτίρια της πόλης προς φωτογράφηση.
Ο καιρός, ήταν αρκετά καλός. Έλεγαν οι ντόπιοι φίλοι μας, ό,τι οι χειμώνες, δεν είναι πια τόσο σκληροί όσο παλιά. Νοέμβρης μήνας ήταν, κι ακόμη δεν είχε πέσει το πρώτο χιόνι. Παλιά, το πρώτο χιόνι, έπεφτε μια δυο μέρες πριν ή μετά τη γιορτή του Άη Δημήτρη. Τώρα, έλεγαν, πως το πρώτο χιόνι πέφτει τα Χριστούγεννα. Και αν… Γίναμε μια «μεσογειακή χώρα», προσέθεταν κλείνοντας το μάτι…
Είχε λιακάδα. Βγήκαμε, και σταθήκαμε στη αριστερή πλευρά του βιβλιοπωλείου, περιμένοντας το ταξί. Δεν άργησε να έλθει. Είπαμε στον οδηγό, έναν μελαχρινό, με βαμμένο κατάμαυρο –σαν του κόρακα τα φτερά– μαλλί, τον αριθμό της παραγγελίας και επιβιβαστήκαμε. Κάθισα στη θέση του συνοδηγού ως μεγαλύτερος.
Είπα στον οδηγό πού θέλουμε να πάμε. Ήθελα να βγάλω μια δυο φωτογραφίες στην οδό Μπαρατσίεϊ στον αριθμό 16, την «Λαπταρία του Ενάκε», το κτίριο όπου στεγαζόταν το Γαλακτοπωλείο του Ενάκε, πατέρα του ποιητή Στεφάν Ρόλλ, του καταγόμενου από την Φλώρινα. Κατόπιν, ήθελα να φωτογραφίσω το σπίτι του Λουντέμη στην οδό Πλάντελορ, την Ελληνική Πρεσβεία στο Μπουλβάρ Φερδινάνδου και τέλος στο Ομπόρ, τον Πύργο της Πυροσβεστικής. Ο οδηγός απάντησε καλότροπα, ότι ξέρει όλα τα κτίρια και ότι θα κάνουμε έναν ευχάριστο γύρο μέσα στην πόλη.
Άναψε το φανάρι και ξεκίνησε, ακολουθώντας την Λεωφόρο Μπαλτσέσκου αριστερά, οδηγώντας όπως όλοι οι ρουμάνοι οδηγοί ταξί, κάνοντας τα απαραίτητα ζιγκ-ζαγκ και σχολιάζοντας αρνητικά, κυρίως τις «κοκοάνες», τις ρουμανίδες που οδηγούσαν ακριβά αυτοκίνητα.
Ο Παύλος ρούφαγε με λαιμαργία, τα κλασσικά κτίρια της πόλης που γλιστρούσαν στο πλάι. Εγώ απορροφημένος, ξεφύλλιζα την εφημερίδα «Αλήθεια» κι έριχνα που και πού καμιά ματιά στο δρόμο. Αυτός είναι ο πιο φαρδύς δρόμος του Βουκουρεστίου, από την Πιάτσα Ρομάνα, μέχρι την Πιάτσα Ουνιβερσιτάτσι. Αίφνης, εκεί που οδεύαμε προς το Ιντερκοντινένταλ, ακούω τον ταξιτζή, να λέει, με ασυγκράτητη χαρά στη φωνή του:
            —Ντόμνουλ Ντουμιτράκε…. Είστε ο κύριος Δημητράκης… ω Θεέ μου, δεν κάνω λάθος, είστε ο κύριος Δημητράκης, ο φίλος του κυρίου Βασιλάκη με την Τζάγκουαρ… ω Θεέ μου πόσα χρόνια!..., κι αφήνοντας το τιμόνι, άρπαξε το κεφάλι μου προσπαθώντας να με φιλήσει…
Εγώ, έντρομος γύρισα προς το μέρος του, να ιδώ, ποιός είναι αυτός ο άνθρωπος που, οδηγώντας σαν τρελός, άφησε το τιμόνι, (μέσα στην κεντρικότερη Λεωφόρο του Βουκουρεστίου, ενώ το αυτοκίνητο έτρεχε σαν δαιμονισμένο), για να με αγκαλιάσει, λες και ήταν κάποιος συγγενής μου, που είχε χρόνια να με δει… Πανηγύριζε με έξαλλο τρόπο. Τον κοίταξα. Δεν μου θύμιζε κάτι. Ο Παύλος πίσω μου, έλεγε γελώντας:
            —Είναι φίλος σας κύριε Δημήτρη; Κάνει σαν τρελός ο άνθρωπος… θα μας σκοτώσει…
            Καθώς τον κοίταζα έκπληκτος, ενώ αυτός δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του, λέει…
            —Δεν με θυμάστε κύριε Ντιμίτρις; Ο υπεύθυνος αξιωματικός για την οδική κυκλοφορία στην Πιάτσα Ουνιβερσιτάτσι και στη Λεωφόρο Μαγγιέρου, είμαι… Ο Μανόλε Αντρονέζι, ντόμνουλ Ντιμίτρις… Εγώ που σας έκοβα κλήσεις, εσένα και του ντόμνουλ Βασιλάκε έξω από το Τσικλόπ1, όταν  πηγαίνατε την τζάγκουαρ για πλύσιμο…
            Κόντεψα να λιποθυμήσω. Τριάντα δύο χρόνια μετά, ένας άνθρωπος, με τον οποίο δεν είχα και τις καλύτερες σχέσεις, με αναγνώριζε, σε μιαν άλλη ηλικία και σε μιαν άλλη εποχή…
            «Σας έκοβα κλήση», είπε. Αυτή η ιστορία με τις κλήσεις, Θεέ μου! Όλοι οι τροχονόμοι έκοβαν κλήσεις με οποιαδήποτε αφορμή. Ήταν ένας τρόπος να τσεπώσουν κάμποσα λέϊ2 παραπάνω και να αυξάνουν τον άθλιο μισθό τους. Και να τώρα, αναπάντεχα, αυτός άνθρωπος από το παρελθόν, έβγαινε μπροστά μου, χαρούμενος τρελά που με έβλεπε ξανά μετά από τόσα χρόνια…


[Το Βουκουρέστι, στα χρόνια του «μεγάλου τιμονιέρη» ή στην «εποχή του χρυσού», όπως κατ’ ευφημισμόν επικράτησε, να λένε, την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τον κομμουνιστή Νικολάε Τσαουσέσκου, ήταν μια πόλη πολύ διαφορετική από αυτή που είναι σήμερα. Έμοιαζε με πόλη ακίνητη, πόλη που της έλειπε το χρώμα. Πλεόναζε το γκρι. Ακόμη και το βλέμμα των ανθρώπων ήταν γκρι. Στους κεντρικούς δρόμους που εμείς συχνάζαμε, υπήρχε μεγάλη κυκλοφορία πεζών και οχημάτων. Τα παλιά, επιβλητικά κτίρια της πόλης, εθνικοποιημένα ήταν περιουσία του κράτους, ενός κράτους που δεν είχε τη δυνατότητα να τα συντηρεί.
Ένα χρόνο πριν φτάσω εκεί, κι αρχίσω να σουλατσάρω στους δρόμους του, είχε γίνει τον Μάρτη του 1977, ο καταστροφικός σεισμός, που έσπειρε το θάνατο στην πόλη. Ποτέ δεν πρόκειται να μάθουμε τον αληθινό αριθμό τον νεκρών. Το καθεστώς, έδινε στη δημοσιότητα νούμερα διαφορετικά από την πραγματικότητα.
Όταν πάτησα το πόδι μου πρώτη φορά εκεί, τα σημάδια της καταστροφής ήσαν εμφανή, σε όλο το Κέντρο της πόλης. Ο σεισμός είχε γκρεμίσει πολλά κτίρια, τα περισσότερα καινούργιες σχετικά κατασκευές, αλλά και αρκετές παλιές. Ο σεισμός έδωσε στο καθεστώς και στον δικτάτορα την ευκαιρία, να ισοπεδώσει τελείως ολόκληρες ιστορικές συνοικίες, και μαζί με αυτές πολλά ιστορικά μνημεία. Τότε, ενισχύθηκαν τα πλάνα της ανοικοδόμησης που είχαν αρχίσει την δεκαετία του 1960. Οι μπουλντόζες ανέλαβαν να συνεχίσουν αυτό που άφησε ανολοκλήρωτο ο σεισμός τού ’77. Έτσι, εκτός από το γκρι, προστέθηκε και το χρώμα της λάσπης που διαπότισε για μια δεκαπενταετία τις ψυχές των ανθρώπων.
Οι αρχιτέκτονες τού καθεστώτος, άρχισαν να «μεγαλουργούν» και με έκπληξη οι πολίτες έβλεπαν, να υψώνονται τα περίφημα οικοδομικά συμπλέγματα, «τα μπλοκ», όπως τα ονομάτιζαν. Χιλιάδες άνθρωποι όλων των κατηγοριών, εκτός από τους επαγγελματίες οικοδόμους, πήραν μέρος σ’ αυτή την μεγαλομανή ιδέα. Εθελοντές, ποινικοί κατάδικοι, στρατιώτες, η κομμουνιστική νεολαία… Μια τεράστια μηχανή σε κίνηση… Κάτι που το ονόμασαν «μάχη της ανοικοδόμησης», όπως τη δεκαετία του ’50 είχαν αγωνιστεί για να εξασφαλιστεί σε όλους, μια ελάχιστη μερίδα πατάτες… Έτσι και την δεκαετία του ’50 ο αγώνας για την αύξηση της παραγωγής πατάτας, είχε ονομαστεί «η  μάχη της πατάτας»…

Εκείνα τα χρόνια που βρισκόμουν εκεί ως φοιτητής, η Γεωγραφία της πόλης, ήταν διαφορετική από την σημερινή. Το «Κέντρο» εκτεινόταν από την Πιάτσα Ρομάνα μέχρι το πολυκατάστημα Βικτόρια. Απ’ εκεί κατέβαινε μια νοητή γραμμή, μέχρι την Λεωφόρο Βικτόρια, η οποία συνέχιζε δυτικά, έως την Πιάτσα Βικτόριεϊ, συγκλίνοντας σ’ αυτό το σημείο, με το Μπουλβάρ Λασκάρ Κανταρτζίου, περικλείοντας όλη την περιοχή που εμείς εννοούσαμε ως Κέντρο της πόλης.
Η πόλη ολόκληρη, διέθετε ένα μόνο πλυντήριο οχημάτων, το Τσικλόπ (Ciclop), στο Μπουλβάρ Μαγκέρου, το οποίο είχε χτιστεί από τον μεγαλοαστό Ντουμίτρου Μπραγκαντίρου, το 1928, και, όπως όλες οι επιχειρήσεις και όλα τα κτίσματα πάνω στην επιφάνεια της χώρας, εθνικοποιήθηκε κι αυτό, το 1948. Ο παππούς του Ντουμίτρου Μπραγκαντίρου, δημιουργός μιας αλυσίδας επιχειρήσεων σε ολόκληρη την προπολεμική Ρουμανία, είναι ο ιδρυτής αυτής της δυναστείας. Αυτός πλούτισε συνεργαζόμενος με έλληνες λαθρεμπόρους του Δούναβη. Κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878 ή «πόλεμο της Ανεξαρτησίας της Ρουμανίας», έγινε ζάπλουτος, πουλώντας στους στρατιώτες των εμπολέμων τεράστιες ποσότητες λαθραίου ελληνικού τσίπουρου…
Οι ατέλειωτες σιγανές βροχές, ενίσχυαν το γκρι και σε συνδυασμό με τη λάσπη, έκαναν δύσκολη τη ζωή. Όταν έπεφτε το χιόνι,  μια ευφρόσυνη χαρά γέμιζε τις ψυχές των ανθρώπων. Ύστερα όμως από τις ευχάριστες αυτές εντυπώσεις των πρώτων χιονισμένων ημερών, ερχόταν ο βόρειος άνεμος, ο «μοσχοβίτης», και το θερμόμετρο έπεφτε καθέτως, αρκετούς βαθμούς κάτω από το μηδέν κι έτσι η χαρά μετατρεπόταν σε μελαγχολία.
Η κεντρική θέρμανση προς τα σπίτια αλλά και στις φοιτητικές εστίες από τις κεντρικές “υδροτσεντράλες”, ήταν περιορισμένη σημαντικά, γιατί, καθώς βάθαινε η οικονομική κρίση, έκοβαν την θέρμανση και το ρεύμα πολλές ώρες ημερησίως. Κανείς δεν μπορούσε να μείνει μέσα στα δωμάτια των φοιτητικών εστιών, χωρίς τις ηλεκτρικές θερμάστρες, που τις λέγαμε ρεσό. Αργότερα, όταν η κρίση τούς ζόρισε πολύ, τις βραδινές κυρίως ώρες που δεν μπορούσαν να κόψουν το ρεύμα, απαγόρευσαν με νόμο τις ηλεκτρικές θερμάστρες. Κι έκαναν εφόδους στα δωμάτια, τριμελείς κομματικές επιτροπές μαζί με τον «αντμινιστράτορα» (διαχειριστή). Αν έβρισκαν καμιά πόρτα ξεκλείδωτη και μπούκαραν μέσα, άρπαζαν το «ρεσό» και το έκαναν κατάσχεση επί τόπου…
Κάτι τέτοιες μέρες με πολύ κρύο, οι φοιτητές δεν έκαναν απουσίες. Πήγαιναν στις σχολές γιατί εκεί υπήρχε ολοήμερη θέρμανση. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν και κάποιοι, οι οποίοι δεν είχαν στις άμεσες προτεραιότητές τους τα μαθήματα. Εμείς ανήκαμε στην δεύτερη κατηγορία. Έτσι συχνά, με τον αδελφικό μου φίλο Βασίλη Β., πολλές φορές, όταν εμφανιζόταν ο αναιμικός ήλιος, κατεβαίναμε στο Κέντρο, κι επισκεπτόμασταν το πλυντήριο αυτοκινήτων Τσικλόπ, για να πλύνουμε εξωτερικά το αυτοκίνητο του Βασίλη. Το αυτοκίνητο ήταν μια μεταχειρισμένη Τζάγκουαρ, την οποία είχε αγοράσει ο Βασίλης στην Ιταλία. Ήταν το μοναδικό αυτοκίνητο αυτής της μάρκας σε ολόκληρη την Ρουμανία και ήταν γνωστό ότι ανήκε σ’ αυτόν, τον «γκρέκουλ», τον έλληνα δηλαδή φοιτητή.
Πηγαίνοντας στο Τσικλόπ, γνωρίζαμε ότι θα ξοδέψουμε περίπου δύο ώρες, έως ότου τελειώσει το πλύσιμο του αυτοκινήτου. Κι αυτό γιατί η ζήτηση ήταν μεγάλη. Οι πελάτες του Τσικλόπ ήσαν κυρίως ξένοι φοιτητές, γι’ αυτό τα αυτοκίνητα που περίμεναν στην ουρά, είχαν όλα αριθμό που ξεκινούσε από 12Β… Υπήρχαν και μερικά που είχαν το διακριτικό CD στον αριθμό τους. Αυτά ήταν του Διπλωματικού Σώματος.
Περιμένοντας στην ουρά, είχαμε κανονίσει, ώστε να έχουμε μαζί μας την απαραίτητη μποτίλια με ουίσκι, μάρκας Σίβας ή Τζακ Ντάνιελς, και σ’ αυτό το δίωρο, καθόμασταν μέσα στο αυτοκίνητο και του δίναμε να καταλάβει…
Συνήθως πληρώναμε το ασήμαντο ποσό των 10 λέϊ μόνο, για εξωτερικό πλύσιμο. Όταν έφτανε η σειρά μας, ο Βασίλης έδινε τράτο στον υπάλληλο ένα πακέτο ΚΕΝΤ και παραμέναμε μέσα στο αυτοκίνητο. Οδηγώντας πάνω στο σημείο που μάς υποδείκνυε ο υπάλληλος, κάποια έμβολα ανασήκωναν το αυτοκίνητο. Τότε, τρεις παμπάλαιες, τεράστιες μπλε, κατακόρυφες και περιστρεφόμενες βούρτσες, άρχιζαν να χτυπούν με δύναμη το αυτοκίνητο. Προηγουμένως, ο υπάλληλος είχε ρίξει υγρό σαπούνι πάνω στο αμάξι και οι καταβρεχτήρες είχαν αρχίσει να το καταβρέχουν. Σαν να έσκαγε ένας καταρράκτης με το αφρισμένο του νερό, μουγκρίζοντας πάνω στο αυτοκίνητο…
Για μας η διασκέδαση άρχιζε. Τραγουδούσαμε aşa beu oameni buni3…, γελούσαμε και πίναμε σχεδόν ολόκληρο το περιεχόμενο του μπουκαλιού… Ο Βασίλης έλεγε:
―Άντε… στην υγειά τού Μανόλε… γι’ αυτόν δουλεύουμε όλοι μας…
―Λες να είναι αποκάτω; ρωτούσα…
―Όχι ακριβώς από κάτω..! Πάρα πέρα θα είναι και θα περιμένει! Μας έχει εντοπίσει από την ώρα που μπήκαμε στην Πιάτσα Ουνιβερσιτάτσι, αφήνοντας πίσω μας την Λεωφόρο Γκεόργκε Γκεοργκίου Ντεζ…
―Δεν χάνει αυτός το ΚΕΝΤ…
‘Όταν τέλειωνε το πλύσιμο, με το μπουκάλι άδειο, κατηφορίζαμε από την άλλη μεριά του πανάρχαιου γκαράζ και βγαίναμε στην Λεωφόρο Μαγκέρου με κατεύθυνση την Πιάτσα Ρομάνα… Στα πενήντα μέτρα, ξαφνικά πεταγόταν ο κύριος Μανόλε στην άκρη του δρόμου, με την ερυθρόλευκη βέργα στο δεξί του χέρι, πράγμα που σήμαινε πως έπρεπε να σταματήσουμε για έλεγχο… Έκανε έναν κύκλο, ελέγχοντας το αμάξι με προσοχή, κοντοστεκόταν πίσω απ’ αυτό, και μετά, ερχόταν από την πλευρά του οδηγού. Εξαντλούσε όλη τη σοβαρότητά του σε μια κίνηση… Στεκόταν προσοχή και χαιρετούσε επισήμως τον Βασίλη, κάνοντας πως δεν τον γνωρίζει…
—Καλημέρα σας κύριε οδηγέ… άκτελε βα ρογκ… (τα χαρτιά σας παρακαλώ…)…
—Καλημέρα σας κύριε Μανόλε… τι κάνετε;
—Σας παρακαλώ κύριε οδηγέ… δίπλωμα και ταυτότητα παρακαλώ…
Ο Βασίλης χαμογελώντας, του έδινε το δίπλωμα και την ταυτότητα που μας εξέδιδε η αστυνομία, και η οποία έφερε την σφραγίδα κάθε εξαμήνου, πράγμα το οποίον απεδείκνυε ότι έχουμε βίζα… Ο κύριος Μανόλε σοβαρός, όπως πάντα στην αρχή, έπαιρνε τα «χαρτιά», πήγαινε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και σημείωνε τον αριθμό κυκλοφορίας. Κατόπιν, ερχόταν από την πλευρά του συνοδηγού, εμένα δεν μου έδινε καμιά σημασία, προσπερνούσε, αφού προηγουμένως το μάτι του που διερευνούσε εξονυχιστικά το εσωτερικό του αυτοκινήτου, εντόπιζε το άδειο, από ουίσκι μπουκάλι, στο πίσω κάθισμα… Ερχόταν ύστερα μπροστά από το αυτοκίνητο, τσέκαρε αν μπροστινές πινακίδες έχουν τον ίδιο αριθμό με αυτές που βρίσκονταν πίσω και ξαφνικά, ερχόταν έξω από την πόρτα του οδηγού, βγάζοντας από την τσέπη του ένα λευκό, αχρησιμοποίητο μπαλονάκι, λέγοντάς του με άγρια χαρά:
―Πάρτε βαθειά αναπνοή κύριε οδηγέ και φυσήξτε με δύναμη στην φιόλα (στο μπαλονάκι)… Σταύρωνε τα χέρια του στο στήθος, πάνω από τα πέτα, του γκρι, ατσαλάκωτου παλτού του, ανασηκώνοντας το ένα του φρύδι και, καθώς το μπαλονάκι έκαιγε τα δάχτυλα του Βασίλη και ξέφευγε σφυρίζοντας στον αέρα… Τότε, με μια απερίγραπτη έκφραση άγριας χαράς, απευθυνόμενος στον Βασίλη, έλεγε χαμογελώντας με νόημα:
―Αμέντα, τρέι σούτε ντε λέϊ κύριε οδηγέ… το διαβατήριό σας παρακαλώ… (Πρόστιμο τριακόσια λέϊ κύριε οδηγέ…). Έχετε πιεί πέντε φορές πάνω από το κανονικό, και η ώρα είναι μόλις δώδεκα και μισή το μεσημέρι… Φαντάζομαι, ως το βράδυ, θα έχετε πιεί σαράντα φορές πάνω από το κανονικό…
—Μα κύριε Μανόλε…
—Ά σας παρακαλώ κύριε, έλεγε ο κύριος Μανόλε, κοιτάζοντας με νόημα μια δεξιά και μια αριστερά… Σας παρακαλώ, δεν νομίζω ότι γνωριζόμαστε… Το διαβατήριό σας παρακαλώ…
Τότε ο Βασίλης χαμογελώντας, στρεφόταν προς εμένα και έλεγε:
―Πιάσε το διαβατήριο από το ντουλαπάκι…
Εγώ χαμογελώντας άνοιγα το ντουλάπι, έπαιρνα το πακέτο ΚΕΝΤ και του το έδινα… Ο κύριος Μανόλε στεκόταν πολύ κοντά στο παράθυρο κι όταν ο Βασίλης του έδινε το «διαβατήριο», αυτός, αστραπιαία, με το ένα χέρι βούταγε το πακέτο και το εξαφάνιζε στην τσέπη του ενώ με το άλλο, έδινε στον Βασίλη τα «χαρτιά» …
―Αμέσως, χαιρετούσε στρατιωτικά τον Βασίλη, λέγοντας γεμάτος καλοσύνη και χαρά: ευχαριστώ κύριε Βασιλάκε, να προσέχετε, παρακαλώ… Την επόμενη φορά θα σας δώσω κλήση… Να προσέχετε… Αντίο σας…. και σκύβοντας στο παράθυρο, απευθυνόμενος σε μένα: «αντίο σας κι εσάς κλουζιανέ, κύριε Ντουμιτράκε…»].

Όλα αυτά μού έρχονταν στο νου καθώς αφήναμε πίσω μας την Λεωφόρο Μαγκέρου και συνεχίζαμε επί της Λεωφόρου Μπαλτσέσκου, μέσα σε μια ευφρόσυνη ατμόσφαιρα, τις φιλοφρονήσεις:
            ―Κύριε Ντουμιτράκε, να ξέρατε, είπε με μια ενοχή ο κύριος Μανόλε, να ξέρατε, με εκείνα τα πακέτα τσιγάρα που με «κερνούσατε» εσείς, οι ξένοι φοιτητές, μεγάλωσα και σπούδασα τα παιδιά μου…
Έκανα τον έκπληκτο και του είπα:
―Δεν σας πιστεύω, πώς είναι δυνατόν, με αυτά τα λίγα πακέτα τσιγάρα..;
―Κι όμως κύριε Ντουμιτράκε… Κι όμως… Αυτά τα πακέτα, πολλές φορές έφταναν και τα τριάντα την ημέρα..! Άλλα απ’ αυτά τα πουλούσα, άλλα τα έδινα σε γιατρούς, ένα μέρος τους πήγαινε στον «τοβάρασου τζενεράλ» (στον σύντροφο στρατηγό) για να κρατάω το πόστο μου… Δύσκολα χρόνια κύριε Ντουμιτράκε… Στο τέλος ο Σέφ, τα έκανε θάλασσα… Τον μίσησε όλος ο κόσμος… Αχ δεν ήσασταν εδώ να δείτε πως έγινε και τον ανέτρεψαν… χάος κύριε Ντουμιτράκε μου… χάος… Εμένα μ’ έδιωξαν από την Αστυνομία κύριε Ντουμιτράκε ως οπαδό του… Αυτοί που μ’ έδιωξαν είχαν κάνει σημεία και τέρατα.. Εγώ ένας νεαρός αξιωματικός ήμουν, στην ρύθμιση της κυκλοφορίας σ’ ένα σημείο του Κέντρου… Κάνα πακέτο τσιγάρα ΚΕΝΤ δεχόμουν δώρο από εσάς, τους ξένους φοιτητές! Τέλος πάντων… Εκείνοι που έτρωγαν κι έπιναν, πάλι μέσα στα πράγματα είναι τώρα…
Φτάσαμε στην οδό Μπαρατσίεϊ κι ο κύριος Μανόλε σταμάτησε την λογοδιάρροια… Δεν χρειάστηκε να παρκάρει το ταξί στην άκρη του δρόμου. Απλώς διέκοψε την κυκλοφορία λέγοντάς μου:
—Βγάλτε όσες φωτογραφίες θέλετε… Με την ησυχία σας…
Φωτογράφισα συγκινημένος το ιστορικό κτίριο, την Λαπταρία του Ενάκη  όπου βρισκόταν το γνωστό γαλακτοπωλείο, στέκι των αβανγκαρντιστών λογοτεχνών. Αυτό το κτίριο, στο οποίο τώρα στεγάζεται τώρα ένα ανθοπωλείο, είχε μεγάλη ιστορία. Το νοίκιασε ο γέρο Ενάκε Ντίνου4, μέσα στην καρδιά της εβραϊκής συνοικίας, όταν ήλθε με τη φαμελιά του πεζή, από την Φλώρινα στο Βουκουρέστι, στις αρχές τού 20ου αιώνα. Στο συγκεκριμένο κτίριο άνοιξε ένα γαλακτοπωλείο για να ζήσει. Μοίραζε, και πωλούσε φρέσκο γάλα, το οποίο αγόραζε από τους βλάχους τσοπαναρέους της Μπανεάσα5 και γιαούρτι δικής του παραγωγής, σε όλο το κέντρο του Βουκουρεστίου. Το γαλακτοπωλείο βρισκόταν στην καρδιά της εβραϊκής συνοικίας του Βουκουρεστίου.
Με την πάροδο του χρόνου, και μεγαλώνοντας ο γιός του Γεώργιος Ντίνου6, τον οποίο είχε φέρει στο Βουκουρέστι μόλις ενός έτους, το 1902, ο καλός ποιητής της ρουμανικής αβανγκάρντ, μετέτρεψε το Γαλακτοπωλείο του πατέρα του σε στέκι των πρωτοπόρων ποιητών της γενιάς του ’30. Εκεί εμφανίστηκαν για πρώτη φορά τα πρωτοποριακά περιοδικά 75 H.P., 7 Punct, 8 και unu 9
Ο «γιος του γαλακτοπώλη», έγινε ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της ρουμανικής αβανγκάρντ. Πήρε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Stefan Roll. Εκτός αυτού, αυτός και η παρέα του, πολύ νωρίς προς το τέλος της δεκαετίας του ’20 εντάχτηκαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα.  Ανάμεσα στους φίλους τού Γκεόργκε Ντίνου ή Στεφάν Ρόλλ, ήταν οι Victor Brauner10, Marcel Iancu11, M.H. Maxy12, Saşa Pană13, ο ελληνικής καταγωγής Ion Vinea (Ευγένιος Γιοβανάκης), ο απόγονος των ηγεμόνων της Μολδαβίας, Σκαρλάτος Καλλιμάχης14 ο ελληνικής καταγωγής «Κόκκινος πρίγκηπας», όπως τον αποκαλούσαν, οι Ilarie Voronca15, F. Brunea16, Geo Bogza17 κ.α.
Ο ποιητής Saşa Pană, αδελφικός φίλος του Γκεόργκε Ντίνου ή Stefan Roll περιγράφει «Το Γαλακτοπωλείο»: Μπαίνοντας μέσα στο γεμάτο χαμάληδες ισόγειο ερείπιο, το γεμάτο με πόρνες και καπνοδοχοκαθαριστές, οι οποίοι έτρωγαν με βουλιμία πάνω στα λιγδιασμένα μάρμαρα, μέσα σε καπνούς και ατμούς όπου ο Roll μαγείρευε χτυπώντας τα αυγά με ρυθμό, για να φτιάξει ομελέτα, ήξερα ότι από εκείνη την ημέρα και για πολλά χρόνια μετά, θα είμαι εκεί σχεδόν καθημερινά. Από εκείνη τη στιγμή και πέρα, βρισκόμουν εδώ, συχνά αρκετές φορές ημερησίως. Επειδή εδώ χτυπάει η καρδιά της νεωτεριστικής κίνησης, η πρωτοπορία της Ρουμανίας..».
        Γι’ αυτό “Το Γαλακτοπωλείο”, ο ελληνικής καταγωγής πρωθυπουργός τής Ρουμανίας και μεγάλος ιστορικός, Nicolae Iorga, όταν εκδόθηκε το ένα και μοναδικό τεύχος του περιοδικού PULĂ18 (Η ΨΩΛΗ), την 1η Οκτωβρίου 1931 από τους Gherasim Luca19, Paul Păun20, S. Perahim21 și Aureliu Baranga22, «θαμώνες του Γαλακτοπωλείου», είχε πεί: «Αυτό δεν είναι γαλακτοπωλείο, είναι η έδρα της Γ΄ Διεθνούς στο Βουκουρέστι». Και πώς να μην μιλά έτσι ο ακαδημαϊκός και πρωθυπουργός της Ρουμανίας, όταν στο «Γαλακτοπωλείο», σύχναζαν μεταξύ των άλλων και οι Max Goldstein23, Saul Osias24 και Leon Lichtblau25, οι οποίοι στις 17 Νοεμβρίου 1920 έβαλαν  μια βόμβα στο τραίνο με το οποίο ταξίδευε ο Constantin Argetoianu, προσπαθώντας να τον σκοτώσουν. Ο Constantin Argetoianu ήταν ένας από τους μεγαλύτερους αντικομμουνιστές πολιτικούς της Ρουμανίας. Εκείνη την εποχή ήταν υπουργός εσωτερικών της Ρουμανίας. Εν συνεχεία, περίπου ένα μήνα αργότερα, στις 8 Δεκεμβρίου τού 1920, στις τρεις παρά είκοσι το μεσημέρι, τοποθέτησαν βόμβα στην Ρουμανική Γερουσία σκοτώνοντας τον υπουργό Δικαιοσύνης Dimitrie Greceanu26 και τους γερουσιαστές Demetriu Radu27 και Spirea Gheorghiu28. Το 1921, ο Max Goldstein, τον οποίο αποκήρυξαν εν τω μεταξύ οι ρουμάνοι κομμουνιστές, συνελήφθη στα ρουμανοβουλγαρικά σύνορα και φυλακίστηκε στις περίφημες φυλακές της Ντοφτάνα29, όπου το 1924, πέθανε μετά από μια απεργία πείνας 24 ημερών.

Είχα την τύχη να γνωρίσω την σύζυγο του Stefan Roll, την σεβαστή και αγαπημένη κ. Medi Weschler Dinu30, σπουδαία ζωγράφο. Σε μια συζήτηση που είχαμε στο δωμάτιό της, το στολισμένο με τσολιαδάκια και φωτογραφίες του Παρθενώνα και των Δελφών, στον Οίκο Ευγηρίας του Βουκουρεστίου Μόζες Ρόζεν31, μου είχε μιλήσει για τον πεθερό της, τον γερο Ενάκη Ντίνου:
«Αχ Δημητράκη μου, να ήξερες τι καημό είχε ο γερο Ενάκης, Θεός σχωρέστον, που ο γιος του και σύζυγός μου ήταν κομμουνιστής! Δεν τον είχε ικανό για τίποτε, παρά μόνο για τη δημιουργία προβλημάτων! Όλο προβλήματα με την “Ασφάλεια” τού δημιουργούσε… Όταν ο Γκεόργκε κι εγώ αποφασίσαμε να παντρευτούμε, ο γερο Ενάκης, ζήτησε από τον γιό του να του πάει στο σπίτι τη νύφη, εμένα δηλαδή, για να δει τι γυναίκα διάλεξε… Ένα απόγευμα, αγοράσαμε λουλούδια και πήγαμε στο πίσω μέρος του γαλακτοπωλείου, όπου βρισκόταν το σπίτι τους. Ο γερο Ενάκης περίμενε με αγωνία, να δει τι «φρούτο» θα του παρουσίαζε ο γιός του. Αφού χαιρετηθήκαμε και καθίσαμε γύρω από ένα τραπέζι, κι αφού είπαμε τα προκαταρκτικά, ο γερο Ενάκης είπε, απευθυνόμενος σε μένα με ολοφάνερη συμπάθεια: Ξέρεις κοπέλα μου, είχα μεγάλη έγνοια να δω τι γυναίκα θα έπαιρνε ο αχαΐρευτος ο γιός μου. Ήθελα να μου φέρει μια καλή γυναίκα σαν εσένα, να μου ανάβει κάνα κερί όταν θα με πάρουνε στο Κοιμητήρι… Και πού είσαι; Φοβόμουν μη μου φέρει καμιά εβραία ή καμιά κομμουνίστρια, που σημαίνει ότι θα πήγαινα άκλαφτος στον Κάτω Κόσμο… Τώρα, δεν ξέρεις με τι χαρά γιόμισε η ψυχή μου, θα κλείσω τα μάτια μου ήσυχος που μου έφερε εσένα μια ωραία και χριστιανή κοπέλα… Εγώ, κομμουνίστρια δεν ήμουν. Αλλά ήμουν εβραία, πράγμα που δεν του το είπαμε ποτέ, για να μην τον κακοκαρδίσουμε. Κεράκι όμως, ογδόντα χρόνια τώρα, πάντα τού άναβα…».

Το γαλακτοπωλείο, έκλεισε για πάντα στις 26 Οκτωβρίου του 1931. Για εκείνη την ημέρα, ο ποιητής Saşa Pană έγραψε: «Εκείνη την ημέρα, που ήταν και η τελευταία ημέρα του λογοτεχνικού κύκλου «Εικοστός Αιώνας», φωτογραφήθηκα με τον Stefan Roll έξω από τη βιτρίνα, η οποία πάνω στο τζάμι της είχε ζωγραφισμένο τον μαστό μιας αγελάδας από το χέρι του Victor Brauner. Εκεί ζήσαμε τον «Αιώνα32», εκεί ήταν η έδρα του «Αιώνα».
Ο ίδιος ο Γκεόργκε Ντίνου ή Stefan Roll γράφει προς τον Saşa Pană, για το γαλακτοπωλείο: «Σάσα, για τους άλλους καθώς και για σένα, ήταν το καθημερινό στέκι. Για όλους μας πρέπει να αναζητήσουμε μια νοσταλγική Πομπηία και κάτω απ’ το φως μιας λάμπας να ψάξουμε το παρελθόν. Απλώστε τα χέρια και δοκιμάστε τη γεύση από τις τελευταίες φράουλες πάνω στα αποκαΐδια. «Ο Αιώνας», δεν έμεινε παρά μονάχα στην ψυχή μας».

Αφού τράβηξα αρκετές φωτογραφίες το ηρωικό διώροφο, στο ισόγειο του οποίου είχε υπάρξει το Γαλακτοπωλείο του Ενάκη –τώρα, ανθοπωλείο– ξεκινήσαμε για την οδό Πλάντελορ, όπου βρισκόταν το σπίτι, στο οποίο κατοίκησε ο Μενέλαος  Λουντέμης επί τριάντα χρόνια, όταν εκπατρίστηκε στην Ρουμανία ως πολιτικός πρόσφυγας το 1958…
Με ρώτησε ο κύριος Μανόλε γιατί θέλω να φωτογραφίσω το συγκεκριμένο σπίτι. Του είπα. Μόλις φτάσαμε εκεί, μου είπε:
―Α Εδώ κύριε Ντουμιτράκε, στο υπόγειο, κατοικούσε ένας «δικός μας…». Μας έφερνε όλα όσα γίνονταν εδώ που είχαν γραφεία οι «γκρέτσι», οι Πολιτικοί Πρόσφυγες…
—Ποιος; ο Ντάνε; τον ρώτησα..                                 
—Δεν θυμάμαι το όνομά του… Έμενε στο υπόγειο, στο πίσω μέρος. Εγώ ήμουνα στην Τροχαία, δεν είχα σχέση μ’ αυτά, αλλά είχα έλθει εδώ μερικές φορές εκτός υπηρεσίας, μ’ έναν συνάδελφο και φίλο μου, ο οποίος τον καθοδηγούσε…

Το σπίτι τής οδού Πλάντελορ 14, ήταν αγνώριστο! Από την δεκαετία του ’90 είχε αποδοθεί στους προ του κομμουνισμού ιδιοκήτες του, οι οποίοι το είχαν πουλήσει ή το είχαν ανακαινίσει, και ενοικιάσει σε μια εταιρεία δικηγόρων. Είχε αλλάξει όψη και στο πίσω μέρος του, είχε προστεθεί ένα διώροφο οικοδόμημα, το οποίο αφαιρούσε πολλήν, από την νεοκλασική ομορφιά τού όλου οικοδομήματος…
            —Εδώ κατοικούσε ο Μενέλαος Λουντέμης, όταν βρέθηκε πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία, Παύλε, είπα απευθυνόμενος στον προϊστάμενό μου. Όταν επαναπατρίστηκε, το 1976, παραχώρησε όλο το οίκημα, με την ανοχή των κομμουνιστικών αρχών βέβαια, στην ΚΕΠΠΕ, στην Κεντρική Επιτροπή Πολιτικών Προσφύγων Ελλάδας… Εδώ λοιπόν ήρθαμε και ζητήσαμε βοήθεια για να γραφτούμε στο Πανεπιστήμιο…  

Φωτογράφησα το κτίριο και κατόπιν ξεκινήσαμε να πάμε λίγο πιο πάνω στην Ελληνική Πρεσβεία, επί της Λεωφόρου Φερδινάνδου.
Κατά την διάρκεια της διαδρομής ο κύριος Μανόλε, με ρωτούσε διάφορα πράγματα. Πόσα παιδιά έχω, αγόρια-κορίτσια, τι δουλειά κάνω, ποιός καλός αέρας μ’ έφερε ξανά στο Βουκουρέστι…; Η γλώσσα του εκτόξευε λέξεις κατά ριπάς… Ωστόσο, φτάσαμε στην Εκκλησία του Ευαγγελισμού, που βρίσκεται στο ίδιο οικόπεδο, μπροστά από την Πρεσβεία μας, εκεί που παλιά βρισκόταν η Πλατεία Κρύα Πηγή, πριν κατασκευαστουν οι δύο Λεωφόροι, Φερδινάνδου και Πάκε Πρωτοποπέσκου. Τα σχέδια της εκκλησίας έγιναν από τον γερμανό αρχιτέκτονα Α Lardel, ο οποίος ανέλαβε την ανέγερση της εκκλησίας αλλά και την ανέγερση του κτιρίου της Ελληνικής Πρεσβείας, με τη βοήθεια του Έλληνα μηχανικού στη Ρουμανία, Ν. Βεργωτή. Εργολάβος αναδείχθηκε ο ιταλός D. Costa και διακοσμητής ο βοηθός του, κάποιος Πετραζόλης, ίσως ελληνικής καταγωγής.
Ο ναός είναι δωρεά του ευεργέτη Παναγή Χαροκόπου, που έζησε και πλούτισε στη Ρουμανία, προς το ελληνικό κράτος. Χτίστηκε στον περίβολο της ελληνικής πρεσβείας, για να μπορεί η λειτουργία, να γίνεται στα ελληνικά. Ήταν τότε που ξυπνούσαν οι εθνικισμοί, στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και οι ρουμανικές αρχές είχαν απαγορεύσει την θεία λειτουργία στην ελληνική γλώσσα.
Η εκκλησία είναι χτισμένη σε ρυθμό «βασιλικής» με τρία κλίτη, φέρει περιμετρικά κίονες ιωνικού ρυθμού, με πρόστυλο αποτελούμενο από επτά κίονες και δίριχτη στέγη. Η εσωτερική διάστασή της είναι 13,5Χ24 μ. Τα τοιχώματά της αποτελούνται από μάρμαρο σε ορθογώνιο σχήμα και έχουν κατασκευαστεί από το Μαρμαμαρογλυφείο του Νικολάου Χαλεπά (1855-1932), ο οποίος ήταν αδελφός τού μεγάλου γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά. Η οικογένεια Χαλεπά –ο πατέρας του Γιαννούλη Χαλεπά, Ιωάννης Χαλεπάς– εκτός από την Αθήνα, διέθετε μαρμαρογλυφεία στο Βουκουρέστι και στα Σκόπια. Στο Βουκουρέστι, το «Μαρμαρογλυφείο Χαλεπά», βρισκόταν κοντά στο νεκροταφείο Μπέλλου, όπου αναλάμβανε παραγγελίες για την κατασκευή ταφικών μνημείων. Ο Νικόλαος Χαλεπάς συνεργαζόταν με τους θείους του Μάρκο και Δημήτριο Λαμπαδίτη –ο Μάρκος Λαμπαδίτης είχε εργαστεί και για την διαμόρφωση της Πλατείας Μωχάμετ Άλυ στην Καβάλα, υπό την καθοδήγηση του γλύπτη Κώστα Δημητριάδη–, στο Μαρμαρογλυφείο που είχε ανοίξει ο πατέρας του στο Βουκουρέστι μεταξύ τών ετών 1880-1884. Συνέχισε να εργάζεται εκεί και μετά την πτώχευση του πατέρα του Ιωάννη, το 1887.

Κατέβηκα από το ταξί και επιχείρησα για «δέκατη» περίπου φορά, να μπω μέσα, αλλά ούτε κι αυτή την φορά το κατάφερα. Ο ναός ήταν κλειστός. Έτσι, έκανα νόημα στον κύριο Μανόλε, να προχωρήσουν προς την πύλη της Πρεσβείας που βρισκόταν δέκα μέτρα πιο πέρα επί της Λεωφόρου Φερδινάνδου κι εγώ άρχισα να φωτογραφίζω την εκκλησία και μετά το κτίριο της Πρεσβείας. Αίφνης, χωρίς να αντιληφθώ από πού, ξεπετάχτηκε, μια ομάδα αστυνομικών, όρμησε καταπάνω μου, με ακινητοποίησε, και μου πήραν την φωτογραφική μηχανή με άκομψο τρόπο, ενώ με οδήγησαν μέσα στον περίβολο της Πρεσβείας, όπου βρισκόταν ένα φυλάκιο. Εκεί, καθώς μου ζητούσαν τα «χαρτιά» μου, ακούστηκε η αυστηρή φωνή του κυρίου Μανόλε:
—Έϊ, προσχή…. Αμέσως προσχή… πρόστιλορ… (βλάκες)… Αφήστε αμέσως τον κύριο Ντουμιτράκε…
Οι αστυνομικοί με άφησαν και γυρίζοντας, προς τον κύριο Μανόλε, βάρεσαν προσοχή και τον χαιρέτησαν… Ο επικεφαλής βαθμοφόρος έκανε ένα βήμα μπροστά, χαιρέτησε στρατιωτικά και του έτεινε το χέρι, λέγοντάς του:
—Χαίρετε κύριε Διευθυντά! Έχουμε εντολή ξέρετε να μην επιτρέπουμε την φωτογράφηση της Πρεσβείας… Ξέρετε η τρομοκρατία…
—Ποιά τρομοκρατία και μπούρδες..; Δεν σας κόβει; Μοιάζει με τρομοκράτη ο άνθρωπος; Ο κύριος Ντουμιτράκε είναι έλληνας και φίλος μου εδώ και 30 χρόνια… Εδώ σπούδασε φιλόσοφος…
—…Ιστορικός κύριε Μανόλε… ιστορικός!, τον διόρθωσα εγώ, προσπαθώντας να συνέλθω από το σοκ…
—Ναι… ο άνθρωπος εδώ σπούδασε Ιστορικός, γράφει την ιστορία του Βουκουρεστίου, είπε κοιτάζοντάς με, με νόημα, και σεις τον ταράξατε στα σπρωξίματα… δώστε μου το διαβατήριο γιατί βιαζόμαστε να πάμε στο Ομπόρ να φωτογραφίσουμε τον παλιό πύργο, το Μουσείο της Πυροσβεστικής… και παίρνοντας το διαβατήριό μου, τους χαιρέτησε, με πήρε από το μπράτσο, λέγοντας:
—… πάμε κύριε Ντουμιτράκε…
Οι αστυνομικοί μού ζήτησαν συγγνώμη, με χαιρέτησαν στρατιωτικά, τους χαιρέτησα κι εγώ, και μπήκαμε πάλι στο ταξί τού κυρίου Μανόλε. Ο Παύλος είχε ξεραθεί στα γέλια, μετά την πρώτη έκπληξη, καταλαβαίνοντας τι είχε γίνει…
—Έχετε ισχυρούς προστάτες εδώ κύριε Δημήτρη, μου είπε, και έστρεψε το βλέμμα του χαμογελώντας στον κύριο Μανόλε…
—Έτσι φαίνεται…
Ο Μανόλε, ξεκίνησε πατώντας νευρικά το γκάζι, βρίζοντας μέσα απ’ τα δόντια του… Άναψε τσιγάρο ‒φαίνεται, πως ο κανονισμός απογόρευσης, εφαρμόζεται κατά περίπτωση κι εκεί‒, και είπε:
—Άχρηστοι κύριε Ντουμιτράκε, άχρηστοι… πού είναι εκείνα τα τσακάλια της γενιάς μου… Υπήρχε τάξη τότε κύριε Ντουμιτράκε… τι να λέμε τώρα… τους έκοβε όταν έβλεπαν έναν φιλόσοφο, τους έκοβε…
Μια μελαγχολία κατέλαβε ξαφνικά τον κύριο Μανόλε και μια νοσταλγία.
—Είχαμε την ησυχία μας τότε κύριε Ντουμιτράκε, ούτε ναρκωτικά, ούτε πορνεία… Γεμίσαμε πόρνες κύριε Ντουμιτράκε… βάι, βάι, βάι…
—Ε, και τότε κυριε Μανόλε είχε πόρνες κι εκείνη η εποχή, ψέλλισα εγώ δειλά… Τα μπάρ των ακριβών ξενοδοχείων, γεμάτα ήσαν…
—…δεν μπορώ να πω όχι.., είπε, κοιτώντας με λοξά, αλλά, μόνο στα ακριβά ξενοδοχεία κάναμε τα στραβά μάτια… κύριε Ντουμιτράκε… Τώρα γέμισε ο τόπος από δαύτες… Περπατάς στο δρόμο κι ακούς: do you want some love..? do you want some love..?
—Αν θυμάστε αγαπητέ κύριε Μανόλε, και τότε οι μόνες που μιλούσαν καλά αγγλικά, οι πόρνες των ξενοδοχείων ήσαν… Έλεγε ο κόσμος ό,τι όλες είχαν τελειώσει Αγγλική Φιλολογία… Αυτές μόνο μπορούσαν να έχουν επαφές με τους ξένους χωρίς προβλήματα. Το θυμάστε; Γνωρίζετε νομίζω, πώς εξηγείται αυτό…
Δάγκωσε τα μαύρα του χείλη και μου απάντησε:
—Κύριε Ντουμιτράκε, υπήρχαν και τότε, και καταλαβαίνω τι εννοείτε. Αλίμονο, υπήρχαν. Και βέβαια για την αστυνομία δούλευαν, αλλά, άλλο εκείνο κι άλλο ετούτο. Τότε ήσαν σαφώς λιγότερες… Και ξέρετε τώρα με το έητζ, είναι δημόσιος κίνδυνος… Αφήστε τα αυτά τώρα… Φτάσαμε στον πύργο. Να, αυτός είναι…

—Κύριε Μανόλε, δεν ξέρω, αλλά οι ντόπιοι φίλοι μου, άλλα έλεγαν τότε…

—Ξέρω, ξέρω, απάντησε, αλλά τέλος πάντων, ας τ’ αφήσουμε αυτά…

 

Μπροστά μας υψωνόταν ο Πύργος της Πυροσβεστικής, τον οποίο οι ντόπιοι αποκαλούσαν Φοϊσόρουλ ντε Φόκ (Foisorul de Foc). Ήταν ένας πύργος του 19ου αιώνα (1890), πάνω σε σχέδια του αρχιτέκτονα Γκεόργκε Μίντρεα (George Mandrea33), ύψους σαράντα δύο μέτρων, στην συνάντηση τριών λεωφόρων: την Λεωφόρο Προγόνων (Calea Mosilor», την Λεωφόρο Obor και την Λεωφόρο Νέρβα Τραιάν (Nerva Traian». Χρησιμοποιήθηκε από την Πυροσβεστική μέχρι το 1935, όταν η χρήση του τηλεφώνου και η κατασκευή πανύψηλων κτιρίων στο Βουκουρέστι, τον εξουδετέρωσαν. Τώρα είναι το Μουσείο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.

Το Βουκουρέστι είχε πολλούς τέτοιους Πύργους, από την κορυφή των οποίων, οι πυροσβέστες, επισκοπούσαν με τα κιάλια τους όλη την πόλη, παρατηρώντας μήπως και ξεσπάσει καμιά φωτιά. Σώζεται ακόμη ένας τέτοιος στην άλλη μεριά της πόλης, στο Γκροζαβέστι, στην Λεωφόρο Ρετζίει, πίσω από τις φοιτητικές εστίες. Έργο κι αυτός του Γκεόργκε Μίντρεα Αυτόν, το ρουμανικό κράτος τον ενοικίασε μετά το 1990 σε μια εμπορική εταιρεία (μπορεί και να τον πούλησε), η οποία μάλλον για διαφημιστικούς λόγους τον χρησιμοποιεί, αφού δίπλα του ακριβώς οικοδόμησε ένα υπερσύγχρονο κτίριο το οποίο είναι το κατάστημα που πουλά τα προϊόντα της.

 

Ο κ. Μανόλε, έκοψε ταχύτητα, έκανε έναν μικρό γύρο και ανέβηκε στο πεζοδρόμιο της Λεωφόρου Μπράβου. Κατεβήκαμε. Εγώ, έβγαλα κάμποσες φωτογραφίες και ξεκινήσαμε για το ξενοδοχείο μας που βρισκόταν στην Πιάτσα Ρομάνα. Τότε άρχισε το δεύτερο μέρος της συζήτησης με τον κύριο Μανόλε, που ήθελε να μάθει τα δικά μου επαγγελματικά και οικογενειακά. Του ανέφερα τις περιπέτειές μου, τις οποίες άκουγε έκπληκτος, και πάντα κάτι ακόμη ήθελε να ρωτήσει.

 

Μια απλή νοσταλγία μετά από 30 χρόνια με έκανε να θέλω να δω τον Πύργο της Πυροσβεστικής και να θυμηθώ τις βόλτες στις παλιές γειτονιές του Βουκουρεστίου. Η γειτονιά είχε αλλάξει. Αριστερά και δεξιά του Πύργου, είχαν υψωθεί οι ομοιόμορφες δεκαόροφες πολυκατοικίες. Μια πόλη άγνωστη συνέχιζε από κει και πέρα. Μελαγχόλησα. Ο Μανόλε δίπλα μου φλυαρούσε. Λες κι είχε φάει γλιστρίδα! Θυμόταν απίθανες λεπτομέρειες, εκείνων των πέντε-δέκα λεπτών που διαρκούσε η διαδικασία της κοπής μιας «κλήσης», για παράβαση του ΚΟΚ. Τους μορφασμούς που έκανα εγώ τότε, τα σχόλια που κάναμε εγώ κι ο Βασίλης στα ελληνικά, με ρωτούσε για έλληνες φίλους που είχε σαν εμένα και το Βασίλη… Δεν μπορούσε να κρύψει την χαρά του και καταλάβαινε ότι ο χρόνος τελειώνει, καθώς πλησιάζαμε στην Πλατεία Λαχοβάρυ, μερικές δεκάδες μέτρα πριν το ξενοδοχείο…

Στην Πλατεία Λαχοβάρυ, είχε συμβεί ένα ατύχημα και η κυκλοφορία είχε σταματήσει. Εκεί του είπα:

—Κύριε Μανόλε, εδώ πρέπει να κατεβούμε, γιατί αν δεν το κάνουμε, θα χάσουμε το αεροπλάνο…

—Ναι κύριε Ντιμίτρις…

—Τι σας οφείλουμε Κύριε Μανόλε;

—Τι λέτε Κύριε Ντιμίτρις..; Τίποτε δεν μου οφείλετε. Ορίστε κρατήστε την κάρτα μου με το τηλέφωνό μου… Τι μου οφείλετε..; Τόσα πακέτα ΚΕΝΤ… Α να μην ξεχαστώ: τα χαιρετίσματά μου στον κ. Βασιλάκε… Αλήθεια τι κάνει αυτός ο μποέμ; O Σπάνιος άνθρωπος… o χουβαρντάς…

 

Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο, κάναμε τον κύκλο της Πλατείας Λαχοβάρυ και πλησιάσαμε το ξενοδοχείο. Πριν προλάβουμε να ανεβούμε στο πεζοδρόμιο, ένα δαιμονισμένο ταξί, φρέναρε μπροστά μας και ο οδηγός του ανοίγοντας την πόρτα του πετάχτηκε έξω φωνάζοντας:

            —Κύριε Ντουμιτράκε, κύριε Ντουμιτράκε… ξεχάσατε τη φωτογραφική σας μηχανή…

Φωνές, βρισιές και κορναρίσματα ακούστηκαν δεξιά μας, ενώ ο ο κ. Μανόλε δεν έλεγε να γυρίσει στο ταξί του. Σαν κάτι ακόμη να ήθελε να μου πει. Μέσα σ’ αυτό το κομφούζιο, εκεί, λίγα μέτρα μπροστά από το ξενοδοχείο Ντορομπάντσι, δυο πανύψηλες καλονές, η μια ξανθειά και η άλλη μελαχροινή στάθηκαν ανάμεσα σε μένα και τον κύριο Μανόλε, κι απευθυνόμενες σε μένα, ρώτησαν:

            Hallo sir… Do you want some love… For a hundred euros…        

 



Gica Petrescu

La margine de Bucureşti,

versurile şi muzica: Ion Vasilescu (1937, rev. anii cincizeci)

Στην άκρη του Βουκουρεστίου,
στίχοι και μουσική: Ίων Βσιλέσκου (1937, περιοδικό "χρόνια του πενήντα")

Στην άκρη του Βουκουρεστίου,
Πάνω στον δικό μου δρόμο,που σκιάζουν δύο φλαμουριές
με έναν κουλουρά,
και στη γωνιά, με έναν ψήστη
σουτζουκιών,

εκεί θα ήθελες κι εσύ να μείνεις πάρα πολύ.
Εκεί- στου Βουκουρεστίου την άκρη
πόσο αγάπη μου,
κι εσύ, έτσι κι εσύ
να μ’ αγαπάς.

Να πίνουμε στο σπίτι μας, και να μαλώνουμε,
αλλά αυτό οι ταβερνιάρηδες να μην το ξέρουν
κι όταν γουστάρουμε να τραγουδάμε, να τραγουδάμε
εμείς να είμαστε αυτοί που τραγουδάνε.

Στην άκρη του Βουκουρεστίου,
στο σπίτι μου, αγάπη, θα ήθελα να ‘ρθεις.
Μονάχα οι δυό μας να ‘μαστε
και ν’ αγαπιόμαστε
για μια ζωή

Στο μαχαλά, στο μαχαλά μου, φωλιά ονείρων
γιατί σε άφησα
κι έφυγα
ενώ ήξερ ότι δεμένοι
είμαστε σαν δυό καλά αδέρφια,
γιατί εδώ ο πατέρας μου τη μάνα μου αγαπούσε·

Γιατί έφυγα από εδώ,
Από τη γειτονιά όπου γεννήθηκα,
μεγάλωσα
και ήμουν ευτυχής
πρώτη φορά στη ζωή μου, όταν αγάπησα;

Στην άκρη του Βουκουρεστίου,
στον σκονισμένο και λασπωμένο δρόμο μου,
πόσο περήφανο με κάνει
το ότι γείτονάς μου είσαι,
Βουκουρέστι!

Και άκου τι σου λέω ευθύς
από εδώ, με την καρδιά μου ολόψυχα:
να ξέρεις, το Βουκουρέστι
κι όλη η χώρα εσύ είσαι
και η χώρα όλη είναι δική σου!

Όταν το βράδυ θα αρχίσουν στον φούρναρη να ‘ρχονται
οι εργάτες με τα ηλιοκαμένα πρόσωπά τους
του ζεστού ψωμιού η μυρωδιά θα σμίξει
με τη μυρωδιά που ανεβαίνει απ’ το αυλάκι

Από την άκρη τη δικιά σου, Βουκουρέστι
δεν θα απομακρυνθώ
όσο κι άν, αυτό είναι κακό για μένα,
γή που θα με τρέφει
και νερό να με ποτίζει
απ’ τις πηγές σου.
Στίχοι και μουσική, Ion Vasilescu, 1937


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Τσικλόπ, (Ciclop): πρόκειται για το γκαράζ Ciclop, επί της Λεωφόρου Μαγκέρου στο Βουκουρέστι, που οικοδομήθηκε από έναν μεγάλο ρουμάνο επιχειρηματία, τον Ντουμίτρου Μπρακαντίρου, υπό την ονομασία Auto Palace Ciclop, το 1928. 
2. λέϊ/λέου ενικός: το εθνικό νόμισμα της Ρουμανίας
3. aşa beu oameni buni… /…
4. Enache Dinu/Ενάκε Ντίνου: πατέρα του Gheorghe Dinu/Γκεόργκε Ντίνου ή Stefan Roll (λογοτεχνικό ψευδώνυμο), γεννημένος στο χωριό Περικόπι της Φλώρινας. Μετανάστευσε στην Ρουμανία στο τέλος του 19ου ή στις αρχές του 20ου αιώνα, όπου δημιουργησε το περίφημο «Γαλακτοπωλείο του Ενάκη/Laptaria ui Enache) στην οδό Baratiei, της εβραϊκής συνοικίας του Βουκουρεστίου.
5. Μπανεάσα/Baneasa: συνοικία στην βόρεια πλευρά του Βουκουρεστίου
6. Gheorghe Dinu/Γεώργιος Ντίνου: Ποιητής της ρουμανικής αβανγκάρντ. Γεννήθηκε στην Φλώρινα το 1903 και έφυγε από τη ζωή το 1974 στο Βουκουρέστι. Νεότατος αναμίχθηκε στα πρωτοποριακά λογοτεχνικά δρώμανα της Ρουμανίας. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του περιοδικού 75HP,  το 1924, μαζί με τον Ιλαρίε Βορόνκα κατόπιν πήρε μέρος στην ίδρυση του περιοδικού Punct (1924-1925) και μετά την εμφάνιση τού πρωτοποριακού περιοδικού unu, αναδεικνύεται ως ένας από τους σπουδαιότερους συντάκτες του. Στην ποίηση υπογράφει με το ψευδώνυμο Stephan Roll, ενώ τα υπόλοιπα δημοσιεύματά του τα υπογράφει με το πραγματικό όνομά του.
7. 75 H.P. : Ρουμανικό πρωτοποριακό λογοτεχνικό περιοδικό που συνδύαζε κονστρουβιστικά και ντανταϊστικά στοιχεία. Εμφανίστηκε με ένα και μοναδικό τεύχος το 1924. Συνεργάστηκαν για την έκδοσή του οι Στεφάν Ρόλλ/Gheorghe Dinu, Ιλαρίε Βορόνκα, Βικτόρ Μπράουνερ ενώ τις σελίδες του κόσμησαν σχέδια και ζωγραφιές των M.H. Maxy και Μαρτσέλ Γιάνκο/Marcel Janco. Στις σελίδες του παρουσιάστηκαν έργα των Mihail Cosma, Miguel Donville, Filip Brunea-Fox, Fillippo Tomaso Marinetti, Μ. Segallene (Arthur Segal) και του ελληνικής καταγωγής σπουδαίου ρουμάνου υπερεαλιστή και επιστήθιου φίλου του Τριστάν Τζαρά, του Ion Vinea ή Ευγένιου Γιοβανάκη.
8. Punct: Διεθνές κονστρουβιστικό περιοδικό της ρουμανικής λογοτεχνικής πρωτοπορείας, με εκδότη τον Victor Brauner/Βικτόρ Μπράουνερ και διευθυντή τον Scarlat Callimachi/Σκαρλάτο Καλλιμάχη (ο επονομαζόμενος Κόκκινος Πρίγκηπας), απόγονο της φαναριώτικης οικογένειας των Ηγεμόνων της Μολδαβίας. Εκτός των άλλων, στις σελίδες του εμφανίστηκαν: Dida Solomon-Callimachi, Ilarie Voronca, Tristan Tzara, Ion Vinea, Stephan Roll, Mihail Cosma, Marcel Janco, Philippe Soupault, Georges Linze, Kurt Schwitters.
9. unu: Λογοτεχνικό περιοδικό που εκδόθηκε στο Βουκουρέστι και στο Ντοροχόι της Ρουμανίας, μεταξύ των ετών 1928-1932, υπό την διεύθυνση του Saşa Pană /Σάσα Πάνα και του Moldov/Μολντόβ. Εμφανίστηκε προβάλλοντας τις αρχές του ντανταϊσμού-σουρεαλισμού.
10. Victor Brauner : Γεννήθηκε στις 15 Ιουνίου 1903 στην Piatra Neamț/ Πιάτρα Νεάμτς της Ρουμανίας και έφυγε από τη ζωή στις 12 Μαρτίου 1966 στο Παρίσι. Ρουμάνος ζωγράφος και υπερεαλιστής ποιητής, εβραϊκής καταγωγής.
11. Marcel Iancu/Μαρτσέλ Γιάνκου ή Marcel Janco/Μαρτσέλ Τζάνκο: Ρουμάνος ζωγράφος εβραϊκής καταγωγής. Γεννήθηκε στις 24 mai 1895, στο Βουκουρέστι κι έφυγε από την ζωή στις 21 Απριλίου 1984 στο Ein Hod του Ισραήλ. Αποφοίτησε το 1917 από την Ακααδημία Αρχιτεκτονικής της Γενεύης. Σπούδασε ζωγραφική κοντά στον σπουδαίο ρουμάνο ακαδημαϊκό Ιωσή Ιζέρ/Iosif Iser
12. M. H. Maxy ή Max Hermann Maxy Ρουμάνος ζωγράφος, σκηνογράφος και πανεπιστημιακός καθηγητής εβραϊκής καταγωγής. Γεννήθηκε στην Βραΐλα στις 26 Οκτωβρίου 1895, κι έφυγε από τη χζωή στις 19 Ιουλίου, 1971, στο Βουκουρέστι). Μεταξύ των ετών 1922-1923 σπούδασε στο Βερολίνο με τον καθηγητή Arthur Segal συμπατριώτη του από την Ρουμανία, και έγινε μέλος της διάσημης ομάδας Novembergruppe (Βερολίνο), με τους Mattis-Teutsch, Karl Schmidt-Rottluff, Wilhelm Schuler, Ines Wetzel Arthur Goetz, Walter Ο Grimm, Bruno Beye, Wladislav Skotarek, Josef Capek, Franz Wilhelm Seiwert, Kaufmann και Erich Julius Goldbaum. Εξέθεσε έργα του, μαζί με τον Paul Klee και Louis Marcoussis στην Γκαλερί “Der Sturm”.
13. Saşa Pană/Σάσα Πάνα: Λογοτεχνικὸ ψευδώνυμο τοῦ Alexandru Binder. Γεννήθηκε στὶς 8 Μαρτίου 1902 στὸ Βουκουρέστι, ὅπου ἄφησε καὶ τὴν τελευταία του πνοὴ στὶς 22 Αὐγούστου τοῦ 1982. Ἐμφανίστηκε στὰ γράμματα ὡς μέλος τῆς ρουμανικῆς avant-garde ἀπὸ τὸ πρῶτο ἥμισύ  του 20οῦ αἰώνα. Γιὸς τοῦ γιατροῦ David Binder. Σπούδασε στρατιωτικὴ ἰατρικὴ ἀλλὰ τὸν κατέκτησε ἡ Λογοτεχνία. Ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα στελέχη τοῦ κινήματος τῆς ρουμανικῆς αβανγκάρντ, ντανταϊστὴς στὴν ἀρχὴ καὶ κατόπιν σουρεαλιστής.  Ἀπὸ τὸν Νοέμβριο τοῦ 1944 μέχρι τὸν Μάρτιο τοῦ 1947, ὁ Saşa Pană ἐξέδωσε τὸ πρωτοποριακὸ λογοτεχνικὸ περιοδικὸ  Orizont (42 τεύχη). Ἐπίσης εἶναι δημιουργὸς μερικῶν ἀπὸ τὶς καλύτερες μεταφράσεις στὴν ρουμανικὴ γλώσσα, ἔργων τῶν Paul Eluard, Jean Cassou, Loys Masson.
14. Scarlat Callimachi/Σκαρλάτος Καλλιμάχης: γεννήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου του 1896, στο Βουκουρέστι όπου και άφησε την τελευταία του πνοή στις 2 Ιουνίου του 1975. Είναι γόνος παλιάς φαναριώτικης οικογένειας ηγεμόνων της Μολδαβίας. Έφερε το προσωνύμιο «Κόκκινος Πρίγκηπας» γιατία από νέος προσχώρησε στις κομμουνιστικές ιδέες. Υπήρξε δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος, φουτουριστής ποιητής και συνδικαλιστής. Ως ποιητής συμβάδισε με το κίνημα της ρουμανικής αβανγκάρντ, καλλιεργώντας μια ποιητική ανάμεσα στον κονστρουκτιβισμό και τον εξπρεσσιονισμό.
15. Ilarie Voronca/Ιλαρίε Βορόνκα: ποιητὴς, πεζογράφος καὶ δοκιμιογράφος. Ἔγραψε στὰ ρουμανικὰ καὶ στὰ γαλλικά. Γεννήθηκε στὴ Βραΐλα τὸ 1903 καὶ πέθανε στὸ Παρίσι τὸ 1946 Σπούδασε Νομικὰ στὸ Βουκουρέστι. Ὑπῆρξε ὁ θεωρητικὸς μιᾶς σειρᾶς πρωτοποριακῶν περιοδικῶν ὅπως: 75HP καὶ Punct si Inregral. Συνεργάστηκε μὲ τὰ Περιοδικὰ :   Contimporanul,   75HP, (ἀρχισυντάκτης),   Punct,   Integral,   unu, Urmuz, ΧX — literatura contemporana. Φιλολογικὰ ψευδώνυμα :  Alex.  Cernat, Rone'ro Valcia.
16. F. Brunea/Φ. Μπρούνεα: Φιλολογικό ψευδώνυμο του Filip Brauner/Φιλίπ Μπράουνερ. Ήταν Ρουμάνος ρεπόρτερ και μεταφραστής εβραϊκής καταγωγής, ο πιο γνωστός ρεπόρτερ της μεσοπολεμικής περιόδου, ο  οποίος μαζί με τον Geo Bogza έθεσε τις βάσεις του ρουμανικού λογοτεχνικού ρεπορτάζ. γεννήθηκε στο Ρόμαν της Ρουμανίας το 1898 και έφυγε από τη ζωή στις 12 Ιουνίου 1977, στο Βουκουρέστι.
17. Geo Bogza/Τζέο Μπόγκζα: Ρουμάνος συγγραφέας, ποιητής, δημοσιογράφος και θεωρητικός της ρουμανικής αβανγκάρντ. Γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου του 1908 στο Blejoi/Μπλεζόι της Ρουμανίας και έφυγε από τη ζωή στις 14 Σεπτεμβρίου του 1993.
18. PULĂ/ΨΩΛΗ : Ρουμάνικο Λογοτεχνικό περιοδικό, που έφερε τον υπότιτλο Περιοδικό της Μοντέρνας Ψωλής ή Παγκόσμιο Όργανο, που εκδόθηκε από τους  Aurel Baranga, Gherasim Luca,  Paul Păun και  Jules Perahim, που υπήρξαν συντάκτες του περιοδικού Alge. Κυκλοφόρησε σε ένα και μοναδικό τεύχος την 1η Οκτωβρίου 1931.
19. Gherasim Luca/Γκερασίμ Λούκα: Συγγραφέας και θεωρητικός της λογοτεχνίας που το πραγματικό του όνομα ήταν Salman Locker. Gεννήθηκε στο Βουκουρέστι στις 23 Ιουλίου  1913. Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο «Matei Basarab» στο Βουκουρέστι. Εμφανίστηκε στα λογοτεχνικά πράγματα στην ηλικία των 17 ετών, δημοσιεύοντας στο περιοδικό Alge. Ένα πρώτο ποίημα του, που εμφανίστηκε σε αυτό το περιοδικό είναι η Domenica d' Aguistti Woman. Ο Gherasim Luca μιλούσε τέσσερις γλώσσες, γίντι, ρουμανικά, γερμανικά και γαλλικά.
20. Paul Păun ή Paúl Yvenez/ Πάουλ Παν ή Πάουλ Υβένεζ (πραγματικό όνομα του Paul Zaharia) γεννήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου του 1915 στο Βουκουρέστι, και έφυγε από τη ζωή στις 9 Απριλίου του 1994 στην Χάιφα του Ισραήλ. Ήταν Ρουμάνος υπερεαλιστής ποιητής, ζωγράφος και ιατρός. Εμφανίστηκε στο περιοδικό Alge  το 1930. Το 1933 μυνήθηκε για πορνογραφία από τον ιστορικό Νικολάε Γιώργκα. Μτά το 1939 εμφανίζεται πλάι στους υπερεαλιστές Gellu Naum/Τζέλλου Ναούμ,  Virgil. Δημοσίευσε στα περιοδικά unu, Viața imediată, Meridian, Azi, Viața românească șReporter και εξέθεσε έργα ζωγραφικής σε διάφορες γκαλερί του Λονδίνου, Τελ Αβίβ και της Χάιφας.
21. Jules Perahim/Ζύλ Περαχίμ, Ρουμάνος ζωγράφος εβραϊκής καταγωγής, υπερεαλιστής αλλά  πρόμαχος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Γεννήθηκε στις 24 Μαΐου 1914 στο Βουκουρέστι και απεβίωσε στο Παρίσι στις 2 Μαρτίου του 2008. Το πραγματικό του όνομα ήταν Iuliș Blumenfeld. Μαθήτευσε κοντά στους ζωγράφους Nicolae Vermont (1866-1932) και Costin Petrescu (1872-1954). Προσχώρησε στις κομμουνιστικές ιδέες. Συνεργάστηκε με όλα τα περιοδικά της ρουμανικής πρωτοπορίας. Τον Μάρτιο του 1944, αναχώρησε παράνομα για την Μόσχα, όπου ανέλαβε τεχνικός διευθυντής του περιοδικού Graiul nou/Νέος Λόγος. Γύρισε στην Ρουμανία τις μέρες που η χώρα αποχωρούσε από τον Άξονα. Δίδαξε Τεχνική της Σκηνογραφίας στο Ινστιτούτο Καλών Τεχνών του Βουκουρεστίου (1948-1956), σιευθυντής σύνταξης στο περιοδικό Καλές Τέχνες (1956-1964). Αυτά τα χρόνια ασχολήθηκε κυρίως με την καλλιτεχνική επιμέλεια εκδόσεων, με θεατρικά σκηνικά, με την τοιχογραφία και την κεραμική. Το 1969 εγκαταλείπει την Ρουμανία και εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου λαμβάνει μέρος σε πάνω από σαράντα εκθέσεις σε όλο τον κόσμο.
22. Aureliu Baranga/Αουρέλ Μπαράνγκα, (1913-1979). Το πραγματικό του όνομα ήταν Aurel Leibovici. Γεννήθηκε στο Βουκουρέστι και σπούδασε Ιατρική. Εξέδωσε μαζί με τους Gerasim Luca, Paul Pan και Sesto Pals το περιοδικό Alge. Μεταξύ των ετών 1937 και 1939 ήταν διευθυντής σύνταξης του περιοδικού Ρουμανικός Κόσμος, και από το 1944 έως το 1949 διευθυντής της εφημερίδας Romania Libera/ Ελεύθερη Ρουμανία.
23. Max Goldstein (1898–1924), ο γνωστός ακόμη και ως Coca, ήταν Ρουμάνος αναρχοκομμουνιστής, εβραϊκής καταγωγής. Γεννήθηκε στο Bârlad της Ρουμανίας.  Στις 17 Νοεμβρίου του 1920, έκανε απόπειρα δολοφονίας του υπουργού εσωτερικών της Ρουμανίας Constantin Argetoianu. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, τοποθέτησε μαζί με άλλους δύο αναρχικούς (Saul Osias και Leon Lichtblau), μια βόμβα στη Σύγκλητο της Ρουμανίας, δολοφονώντας τον υπουργό δικαιοσύνης τα Ρουμανίας  Dimitrie Greceanu, τον Πρόεδρο της Γερουσίας  Constantin Coandă, δύο ακόμη συγκλητικούς καθώς και τον Demetriu Radu, επίσκοπο των Ελληνοκαθολικών (Ουνιτών) της Oradea Mare/Μεγάλης Οράντεα και απέδρασε στη Βουλγαρία. Το 1921 επιχειρώντας να εισέλθει στην Ρουμανία από το Ρούσσε της Βουλγαρίας συνελήφθη και μεταφέρθηκε στις Φυλακές της Ντοφτάνα. Εκεί πέθανε μετά από απεργία είκοσι ημερών το 1924.
24. Saul Osias/Σαούλ Όσιας: Ρουμάνος αναρχικός που έλαβε μέρος στην ανατίναξη της Ρουμανικής Γερουσίας το 1920.
25. Leon Lichtblau/Λεόν Λίχτμπλάου: Ρουμάνος αναρχοκομμουνιστής γνωστός και ως Adolf Cristin. Γεννήθηκε στο Βουκουρέστι το 1901 και εκτελέστηκε το 1939 στη Σοβιετική Ένωση, με τον μεγάλο κύμα διώξεων που εξαπέλυσε ο Στάλιν εναντίον των αντιπάλων του. Κατηγορήθηκε για κατασκοπεία εις βάρος της Σοιετικής Ένωσης. Το 1956 αποκαταστάθηκε μετά θάνατον από το Ανώτατο Σοβιέτ και ακολούθησε η αποκατάστασή του από την Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρουμανίας.
26. Dimitrie A. Grecianu/Ντιμίτριε Α. Γκρετσιάνου: Πολιτικός και αρκετες φορές Υπουργός. Γεννήθηκε το 1859 στο Ιάσι της Ρουμανίας και πέθανε μετά από δολοφονική απόπειρα, μετά την έκρηξη βόμβας στην Γερουσία της Ρουμανίας, από ομάδα αναρχικών. Ήταν μέλος του Συντηρητικού Κόμματος Ρουμανίας. Είχε διατελέσει: Υπουργός Δικαιοσύνης. Κατά το παρελθόν είχε διατελέσει ένα χρόνο Δήμαρχος του Ιασίου.
27. Demetriu Radu/Ντεμετρίου Ράντου:  Eπίσκοπος των Ελληνοκαθολικών (Ουνιτών) της Oradea Mare/Μεγάλης Οράντεα. Σκοτώθηκε από την έκρηξη βόμβας που τοποθέτησαν Ρουμάνοι αναρχικοί, στην Γερουσία της Ρουμανίας τον Δεκέμβριο του 1920.
28. Spirea Gheorghiu ή Spiridon (Spirea) Gheorghiu/Σπίρεα ή Σπυρίδων Γκεοργκίου : Ρουμάνος γερουσιαστής. Σκοτώθηκε από την έκρηξη βόμβας που τοποθέτησαν Ρουμάνοι αναρχικοί, στην Γερουσία της Ρουμανίας τον Δεκέμβριο του 1920.
29. Φυλακές Doftana/Ντοφτάνα : Σοφρωνιστικό συγκρότημα στο ομώνυμο χωριό του Δήμου Telega της περιοχής Prahova/Πράχοβα της Ρουμανίας. Σ’ αυτήν την φυλακή είχαν εγκλειστεί πολλοί κομμουνιστές κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου αλλά και από το 1940 μέχρι το 1944 και σχεδόν όλα τα στελέχη της καθοδήγησης του Ρουμανικού Κ.Κ. Μταξύ αυτών ο Gheorghe Gheorghiu Dez/Γκεόργκε Γκεοργκίου Ντεζ, ο Νικολάε Τσαουσέσκου κ.α.
30. Medi Weschler Dinu/Μέντι Βέσλερ Ντίνου: Ζωγράφος, σύζυγος του ποιητή Stephan Roll ή Gheorghe Dinu. Γεννήθηκε το 1908 στο Brezoi/Μπρεζόι, σήμερα στον νομό Vâlcea, κόρη του λογιστή Daniel Wechsler και της μουσικού Amalia (Lili) Wechsler, γεννημένης ως Hirschfeldt. Αποφοίτησε από την Σχολή Καλών Τεχνών του Βουκουρεστίου το 1932. Είχε δασκάλους τους Ipolit Strâmbulescu/Ιπόλυτο Στριμπουλέσκου και τον Jean Al. Steriadi/Ιωάννη Αλ. Στεριάδη. Συμμετείχε στις δραστηριότητες των αβανγκαρντιστών ποιητών, ζωγράφων και άλλων διανοουμένων χωρίς να ασπάζεται πάντα τις ιδέες τους. Έφυγε από τη ζωή, πλήρης ημερών στις 18 Ιουλίου του 2016, σε ηλικία 107 ετών.
31. Μόζες Ρόζεν (πλήρης ονομασία: “Centrul Rezidențial pentru persoane vârstnice "Amalia și Șef Rabin Dr. Moses Rosen”- «Εβραϊκό  Ίδρυμα για ηλικιωμένους του Βουκουρεστίου “ Amalia și Șef Rabin Dr. Moses Rosen”». Βρίσκεται στην συνοικία Bucuresti Noi/Νέο Βουκουρέστι, πλάι στο Πάρκο Bazilescu/Μπαζιλέσκου.
32. Αιώνας: Έτσι αποκαλούσαν μεταξύ τους οι ρουμάνοι ποιητές της αβνγκάρντ το Γαλακτοπωλείο του Ενάκη, πατέρα του Stephan Roll.
33. George Mandrea: Ρουμάνος αρχιτέκτονας, επί μακρόν στέλεχος της Πολεοδομικής Υπηρεσίας του Δήμου Βουκορεστίου. Σε σχέδιά του βασίστηκαν οι δύο πύργοι της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας του Βουκουρεστίου, πλήθος δημοσίων έργων καθώς και πολλών εκκλησιών σε ολόκληρη τη Ρουμανία.


Δεν υπάρχουν σχόλια: